Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

Θα στο φιλήσω,να περάσει.


Ξημερώνει.
Δε με νοιάζει.
Που ήσουν;
Λίγο πιο πέρα.

Δε μπορούσα να σε δω.
Δεν ήμουν έτοιμη. 

Ένιωθα πως με φώναζες.
Σε φώναζα.

Δε με ήξερες ακόμα.
Σε φώναζα χωρίς να σε ξέρω.

Φοβόσουν;
Ακόμα φοβάμαι.

Έλα εδώ.
Γιατί;

Έχεις χτυπήσει.
Δεν είναι τίποτα.

Φαίνεται να πονάει.
Πονάει.

Θα στο φιλήσω, να περάσει.
Μα δε με ξέρεις.

Θα στο φιλήσω, κι ας μη σε ξέρω.
Είσαι καιρό εδώ;

Έχει σημασία;    
Φαίνεσαι κουρασμένη.

Είμαι.
Είσαι όμορφη.

Κι εσύ.
Φύγε, έχεις αργήσει.

Γιατί δεν έρχεσαι;
Κι αν φύγεις όταν φτάσω;

Τώρα είμαι εδώ.
Κι αν φοβηθώ εγώ και φύγω;

Θα φύγουμε κι οι δυο.
Νιώθω πως σε ξέρω.

Με ξέρεις.
Έρχομαι.

Επιτέλους.
Είσαι παγωμένη.

Έκανε κρύο.
Θα σε ζεστάνω.

Μη με κάψεις.
Θα προσέχω.

Νύχτωσε.
Δε με νοιάζει.

Νύσταξα.
Μην κλείσεις το φως.

Φοβάσαι ακόμα;
Όχι, θέλω να σε βλέπω.

Μυρίζεις όμορφα.
Κι εσύ.

Το περίμενες ποτέ αυτό;
Το ήλπιζα.







Illustrlation by 
https://www.istockphoto.com/portfolio/Arelix?mediatype=illustration



Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Το πέμπτο μαξιλάρι.


Ξύπνησα με μια γλυκόπικρη αίσθηση στα χείλη. 

Όχι, δεν είναι στα χείλη μου. 

Το στόμα μου έχει στεγνώσει. 

Καταπίνω τρεις φορές. 

Δεν είναι στα χείλη μου. 

Προσπαθώ να εισπνεύσω, αλλά κάτι μπλοκάρει το δεξί μου ρουθούνι.

Μένω μαρμαρωμένη για λίγο. 

Στο μυαλό μου έχω ήδη σηκωθεί, τεντωθεί, πετάξει τα σεντόνια.

Σύρθηκα ξυπόλυτη μέχρι το μπάνιο, ήπια λαίμαργα νερό στη χούφτα μου απ' τη βρύση του νιπτήρα- το ίδιο νερό με της κουζίνας έχει έτσι κι αλλιώς-, κατούρησα και ξαναγύρισα στο κρεβάτι.

Πίσω στην πραγματικότητα, εντελώς ακίνητη, με πλήρη απώλεια σάλιου και ικανότητας για οποιουδήποτε είδους κίνηση, κάνω την τελευταία μου προσπάθεια να ανοίξω τα μάτια μου.

Προς έκπληξή μου, το δεξί μου μάτι είναι εξίσου μπλοκαρισμένο.

Ανοίγω, λοιπόν το αριστερό, με μεγάλη βία, γιατί όχι δεν ξεβάφτηκα χθες.

Γιατί δεν ήμουν αρκετά ενήλικη, ώστε να πάρω το επαναχρησιμοποιούμενο βαμβακερό πανάκι μου, να ρίξω πάνω το οικολογικό λαδάκι μου και να τρίψω με μανία το- ήδη μισοξεβαμμένο- ματάκι μου. 

Η γλυκόπικρη αίσθηση είναι ακόμα εκεί. 

Χωρίς καμία λογική, ανοιγοκλείνω το ανοιχτό μου μάτι, πασχίζοντας να καταλάβω, αν ξαφνικά η όρασή μου είναι γλυκόπικρη απ' την ολονύκτια και απερίσκεπτη παραμονή μωβ μάσκαρας στα βλέφαρά μου. 

Την ίδια ακριβώς στιγμή, ξυπνάει το αριστερό μέρος του εγκεφάλου μου, με λέει ηλίθια που θεώρησα, έστω και μισοκοιμισμένη, ότι έχω γλυκόπικρη όραση και γελάω, από μέσα μου, υπνωτισμένη. 

Και τότε τα βλέπω. 

Πολύχρωμα λουλούδια, σε όλα τα μεγέθη απλώνονται μπροστά μου. 

Ένα λιβάδι απέραντο, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μου (το αριστερό). 

Τα κοιτάζω και προσπαθώ να καταλάβω. 

Πως βρέθηκα εδώ; 

Τι λουλούδια είναι αυτά; 

Πόσο βαριά κοιμήθηκα; 

Μήπως δεν ξύπνησα ακόμα;

Βιολέτες; Κυκλάμινα; Χαμομήλια; Τελικά δεν έχω ιδέα από λουλούδια.

Δηλαδή, αν δεν είναι τριαντάφυλλα που είναι τα πιο φέιμους, μαργαρίτες, που λατρεύει η Σελήνη, νερανγκούλες, που είχε γεμίσει τον κήπο η γιαγιά μου, ή λίλιουμ, που σκότωσαν το γάτο μου, ζω σε αυτή τη γη με μηδενικές γνώσεις σχετικά με τη χλωρίδα. 

Και βασικά νιώθω και εντελώς ανιστόρητη και αγεωγράφητη και άσχετη γενικώς. 

Ποια εγώ! Που στην έκτη δημοτικού έπεσα απ' την καρέκλα από το ζήλο μου να πω το μάθημα για την Αφρική και τελικά σηκώθηκε η μπροστινή μου και είπε και το Κιλιμάντζαρο - Καλικάντζαρο. 

Να 'ναι καλά η κοπέλα, έκανε και παιδάκι πρόσφατα, ίδιο με εκείνη.

Πίσω στο ημίγυμνο κορμί μου, με δεξί ρουθούνι και μάτι μπλοκαρισμένο, άφωνη, μπροστά στο μεγάλο λιβάδι με τα άγνωστα λουλούδια, με πιάνουν τα κλάματα. 

Τέσσερα μαξιλάρια στο πάτωμα κι εγώ στη μέση του κρεβατιού, γελοία και αδρανής, ψιλομπρούμητα, αλλά όχι κι εντελώς, να κλαίω μωβ, σούπερ ουάου δάκρυα, από την αριστερή μου πλευρά. 

Μυρωδιά είναι τελικά. Η γλυκόπικρη.

Το λιβάδι. 

Το αεράκι στο κατάστρωμα.

Η παγωμένη θάλασσα. 

Ο ήλιος που λαμπυρίζει στα μάτια σου.

Τα μάτια σου.

Εκείνο το τραγούδι στη διαπασών.

Το αυτοκίνητο στην εθνική.

Οι στίχοι που γλιστράνε απ' τα χείλη σου.

Τα χείλη σου.

Τσαλακωμένα σεντόνια στο κρεβάτι.

Οι γρίλιες κλειστές μέχρι πάνω.

Στη μέση μου, η ζέστη απ' τα χέρια σου.

Τα χέρια σου.

Το πέμπτο μαξιλάρι, κάτω απ' το μισό μου πρόσωπο.

Η μαξιλαροθήκη με τα πολύχρωμα λουλούδια ποτισμένη από το άρωμά σου. 






Photo Credit: Field of Flowers, drawing by Barbara Stanton





Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

Οι γάτες δε μιλάνε ανθρώπινα

Ήμουν ένα βήμα πριν πετάξω τον υπολογιστή μου από το παράθυρο, πάρω από μια γάτα σε κάθε μασχάλη και βουτήξω στο κενό. 
Απλώς δεν άντεχα την ξεφτίλα που θα ακολουθούσε, πέφτοντας απ' τον πρώτο όροφο, όπου απλώς οι γάτες θα το σκάγανε για μια καλύτερη ζωή κι εγώ θα έσπαγα μερικά κόκκαλα ίσα για να ταλαιπωρηθώ λίγο ακόμα μέσα μου, αλλά κυρίως έξω μου και να ταλαιπωρήσω κι όλα τα ήδη ταλαίπωρα άτομα που με περιτριγυρίζουν και με αγαπάνε τόσο δυνατά, που αντί να μου πουν "Γάμησέ μας Αθηνά μου, να μην έπεφτες μωρή αγκαλιά με τη Μωρή απ' τον πρώτο. Βάλε τώρα στη μασχάλη της πατερίτσες και πάρε τον κατήφορο που σου αξίζει, αυτόν που παίρνουμε όλοι μας στην τελική, αλλά δεν το κάνουμε συνέχεια θέμα γιατί δεν είμαστε εγωκεντρικοί καταθλιπτικοί, είμαστε απ' τους άλλους, που σκέφτονται λίγο και τα προβλήματα του συνανθρώπου τους. Οπότε σκάσε. Και κολύμπα. Ή απλά σκάσε. Και βλέπουμε.". Τι έλεγα; Α ναι, αυτούς τους καψερούς σκέφτηκα, λοιπόν, μέσα στην απελπισία μου κι αντί να φύγουν λαπτοπ και γυναικόπαιδα με απευθείας πτήση απ' τον πρώτο, κοπάνησα το χέρι στο τραπέζι και έκατσα κλαίγοντας στην καρέκλα μου να σιγοβράσω λίγο ακόμα στο ζουμί μου, πριν μου προτείνουν οι καψεροί που λέγαμε πριν, ζεστό μπάνιο και ηρεμιστικό.

Όλα ξεκίνησαν από μια απλή ειδοποίηση, που το κινητό μου βγάζει κάθε μέρα, σε μια ατέρμονη προσπάθεια, να φιλοτιμηθώ και να αδειάσω λίγο γαμημένο χώρο στην εσωτερική μνήμη και μπορέσει να λειτουργήσει το σύστημα λίγο καλύτερα. 

Όπως κάθε μέρα, λοιπόν, έτσι και σήμερα το κινητό έριξε την καθιερωμένη του μπηχτή για το πόσο τεμπέλα είμαι τόσο στην κανονική μου ζωή όσο και την εικονική λέγοντας "Ο χώρος της εσωτερικής μνήμης είναι σχεδόν πλήρης. Απελευθερώστε  χώρο, για την καλύτερη λειτουργία του συστήματος".  
Πήγα κι εγώ η καψερή, σήμερα απ' όλες τις μέρες , να το κάνω, μπας και σκάσει κι αυτό μαζί με την εσωτερική μου φωνή, που με λέει συνέχεια τεμπέλα. Τέλος πάντων όποια φωνή και να έσκαγε εγώ ευχαριστημένη θα ήμουν. Παράλληλα να τονίσω ότι μαζί με όλα τα εσωτερικά συστήματα του μυαλού και του κινητού μου, είναι απογοητευμένη μαζί μου και η γάτα μου η Φακίδα, που με το που ανοίγει ο καιρός θυμάται τον εγκλωβισμό που της επέβαλα μετά το περσινό της σκασιαρχείο, οπότε μέσα στην εξίσωση σας παρακαλώ να βάλετε και μια γάτα, που κλαίει σπαραχτικά μπροστά από ένα παράθυρο και με κοιτάει στα μάτια, με βλέμμα ομήρου. 

Τι έλεγα; Α, ναι. Εσωτερική μνήμη πλήρης. Πάω να κάνω την απελευθέρωση και τι να δω; Ένας προηγούμενος γάτος μου, που πήγε και αυτοκτόνησε μασώντας φύλλα Λίλιουμ, να λιάζεται ευτυχισμένος- και εντελώς ζωντανός- στον καναπέ. Να μου κάνει πρωινές αγκαλιές, να μου δίνει γατοφιλιά, να μου μιλάει, να με κοιτάει στα μάτια, να κοιμάται με τη μούρη του πάνω στο κεφάλι μου και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Μέχρι που έφτασα στα τελευταία του βίντεο απ' το νοσοκομείο ζώων, που θα ευχόμουν να καεί συθέμελα, αλλά κρίμα, γιατί πολλά ζωάκια γιατρεύονται εκεί λογικά, άσχετα που το δικό μου κάηκε. 

Τρια σκρολ πιο κάτω, εγώ και η πρώην μου πολύ ερωτευμένες, σε μια πρωτοχρονιάτικη εκδρομή με τους φίλους μας στα χιόνια, τότε που για μια και μοναδική φορά και για πολύ λίγο ήταν αυτονόητη η παρουσία ενός ανθρώπου δίπλα μου, ολοκληρωτικά, ακόμα κι αν το χάσμα μας ήταν τόσο μεγάλο, που σε κάθε κρίση πανικού, έπρεπε να της εξηγήσω, γιατί δε χρειάζεται να με πάει στο νοσοκομείο, αφού δεν πεθαίνω αληθινά, αλλά ψυχολογικά και πως σε μερικές ώρες ή μέρες όλα θα είναι όπως πριν και η έκρηξη άγχους, θα επανέλθει στην κανονική μορφή μικρής φωτιάς που σιγοκαίει. 

Τι έλεγα; Α ναι. Κάπου εκεί τα πήρα στο κρανίο, γιατί θυμήθηκα αυτό το ζευγάρι που ακολουθώ στο ίνσταγκραμ, που βγήκαν πρώτη και τελευταία φορά τίντερ ντέητ μεταξύ τους και τώρα παντρεύονται και είναι σούπερ χαρούμενες και πλούσιες (ινστα φέιμους κάπλ) και ένιωσα για άλλη μια φορά ότι σίγουρα κάτι κάνω λάθος και εκεί, οπότε αποφάσισα με τόλμη, να συνδέσω το κινητό μου με το λαπτοπ και να περάσω όοοοολες αυτές τις αναμνήσεις μια για πάντα στον σκληρό δίσκο, που τρέμω μη χάσω, αλλά που δεν γυρνάω ποτέ να κοιτάξω και να θυμηθώ, αφού μεταξύ μας, τα περισσότερα τα έχω ήδη ξεχάσει και τα υπόλοιπα που θυμάμαι θα ήθελα πολύ να έχω κάνει ντιλιτ. 

Και κάπου εκεί αρχίζω κοπανώντας ντουλάπια, συρτάρια, κουτάκια να γαμωσταυρίζω. Γιατί φυσικά συνδέω το κινητό, αλλά δε βρίσκω πουθενά τους φακέλους που τακτοποιούσα εδώ και δύο ώρες μέσα στην απόλυτη θλίψη, νοσταλγία και μιζέρια κι αφού καταφέρνω να παραβιάσω με καρφίτσα το κινητό μου, για να βγάλω την κάρτα μνήμης, δε μπορώ να βρω πουθενά εκείνο το γαμημένο αντάπτορα για κάρτες μνήμης που είχα αγοράσει τότε "¨ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ". Αυτή η γαμημένη περίπτωση η μία στο εκατομμύριο, για την οποία έχω αγοράσει κοψοχρονιά ένα σωρό μαλακίες, γεμίζοντας απλώς τα συρτάρια και τα ντουλάπια με αντικείμενα έκτακτης ανάγκης λες και γεννήθηκα στην κατοχή, αυτή η άγια στιγμή, που θα μου έδινε τη μικρή εσωτερική μου ικανοποίηση ότι "ναι δεν αγοράζω μαλακίες, αγοράζω πράγματα που κατά περιπτώσεις είναι φοβερά χρήσιμα, όπως τώρα που θέλω να πετάξω στο λαπτοπ όλες τις αναμνήσεις μου, για να αδειάσω τον εσωτερικό μου χώρο μήπως χωρέσω μέσα μου επιτέλους". 

Τι έλεγα; Α, ναι. Έφτασε η στιγμή, να χρησιμοποιήσω δύο χρόνια μετά την αγορά του τον αντάπτορα για μικρές καρτούλες μνήμης. Και ο κωλοαντάπτορας που ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή, που πάτησα προσθήκη στο καλάθι, δεν είναι πουθενά. Κι εγώ πετάω κουτάκια στο πάτωμα βρίζω την τύχη μου, τις ηλίθιες αγορές μου, τη γάτα μου που με κυνηγάει από πίσω και κλαίει για τη δική της τύχη, την καριόλα την εσωτερική μου μνήμη που δεν είναι μεγαλύτερη να τα χωράει όλα και να μη χρειαστεί ποτέ να αδειάσω τίποτα και να μη γυρίσω πίσω και να μη θυμηθώ τίποτα πονερό ποτέ ξανά, να τα ξεχάσω όλα, να γίνω ένας κουβάς που δε θα κουβαλάει τίποτα, ένας ελεύθερος κουβάς ελαφρύς κι ωραίος, που δεν έχει ανάγκη από γάτες και αγάπες, ούτε από χώρο, ούτε από τίποτα. 

Τον αντάπτορα δεν τον βρήκα ποτέ. Και το καλό που του θέλω να μην τον πετύχω μπροστά μου γιατί θα τον κάνω κομματάκια και θα τον φάω και μετά θα πάω μόνη μου για πλύση στομάχου, γιατί δε θέλω ούτε να αγγαρέψω κανέναν για τις εκδικητικές μου βλακώδεις ενέργειες, ούτε να μου τρυπήσει ο αντάπτορας το έντερο και να πεθάνω από αντάπτορα. Αποφεύγω ξανά την ξεφτίλα και προχωράω.

Γιατί βρίσκω στικάκι που παίρνει κάρτα μνήμης και ευχαριστώ τους ξεπερασμένους πλέον τρόπους μεταφοράς δεδομένων. Είμαι οριακά να βάλω τα κλάματα που έχει καταργηθεί η δισκέτα και δεν ξέρει κανείς για την ύπαρξή της πλέον. Ωστόσο προχωράω δυναμικά και βάζω τη βρωμοκάρτα μνήμης στον υπολογιστή και ήρθε η ώρα να αδειάσω. Να αδειάσω και να ξεφορτωθώ. Και να χωρέσω. Επιτέλους μετά από τόσα χρόνια, να χωρέσω μέσα μου. 

ΓΑΜΩΤΟΣΠΙΤΙΜΟΥ όμως, η ζωή δε θέλει να αδειάσω ούτε να χωρέσω, γιατί πέφτω πάνω στο βίντεο της γιαγιάς μου, που με μια γάτα αγκαλιά, άλλη γάτα όχι δική μου, τραγουδάει τη βρύση μου τη μαλαματένια, που κακό χρόνο να 'χει. Κι εγώ σκέφτομαι ότι αυτό το γατί, που τόσο αγαπάω, που το φωνάζουμε Λουλουκάκι ενώ είναι μια τεράστια γατάρα πλέον. Αυτό το κωλόγατο ζει και η γιαγιά μου δε ζει κι αυτή η βρύση η μαλαματένια, αν υπήρξε ποτέ, υπάρχει σίγουρα ακόμα, ενώ η γιαγιά μου πάει. Και κάπου εκεί χτυπάω το χέρι μου με τόση μανία στο τραπέζι που δεν ξέρω αν εύχομαι να σπάσει το τραπέζι ή το χέρι μου. Και φωνάζω και χτυπιέμαι και βαράω παλαμάκια και ικετεύω τις γάτες μου, που τα έχουν παίξει και η μια κλαίει μπροστά στο παράθυρο και η άλλη έχει πάριε παραμάζωμα μια σακούλα και τρέχει σε όλο το σπίτι, να σκάσουνε. Τις ικετεύω ουρλιάζοντας και κλαίγοντας να σκάσουνε, να με λυπηθούνε, να καταλάβουνε ότι όλα στη ζωή δεν είναι παιχνίδι με σακούλα και κλάμα στο παράθυρο. Θέλω να συνεννοηθούμε. Να καταλάβουν ότι είναι εδώ επειδή ο γάτος της ζωής μου αυτοκτόνησε με λίλουμ, αλλιώς θα πέθαιναν αυτές στο δρόμο κι ο γάτος μου θα ζούσε 15 χρόνια. Δε μιλάω γατίσια όμως γαμώτο, δε μιλάνε κι αυτές ανθρώπινα και έχουμε γίνει κώλος. Εγώ απλώς κοπανιέμαι στα τραπέζια κι αυτές τρέχουν και φωνάζουν κι εγώ κλαίω και τους λέω να με λυπηθούν γιατί πέθανε κι ο αγαπημένος μου άνθρωπος στη γη. 

Τους δείχνω την τρύπα μέσα μου, τους δείχνω για να καταλάβουν ότι δεν είμαι ολόκληρη, δεν είμαι καν μισή. Είμαι περίγραμμα, είμαι ένα λεπτό  περίγραμμα στη θέση που πριν υπήρχε ολόκληρος άνθρωπος. Που πίστευε στην αγάπη και πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο και που έκανε υπομονή γιατί το τάιμινγκ είναι το παν. Και περίμενε ο άνθρωπος, περίμενε καρτερικά να καταλάβει το γαμημένο λόγο. Να δει που σταματάει αυτή η άγρια κατηφόρα. Κι όσο περίμενε τόσο κυλούσε. Και τώρα αυτό το περίγραμμα δεν πιστεύει σε τίποτα. Δεν ελπίζει πουθενά. Μισεί τους αντάπτορες, τα κινητά, την τεχνολογία, τις αναμνήσεις, τις φωτογραφίες και τα βίντεο. Ό,τι κρατάει ζωντανό αυτό που έχει πια πεθάνει. Ένα περίγραμμα απελπισμένο, ματαιωμένο, μόνο κι έρημο και μετέωρο, χωρίς φτερά, αλεξίπτωτο. Ένα περίγραμμα που εύχεται να ήταν μαριονέτα. Να την παίζουν άλλοι. 

Αλλά οι γάτες δε μιλάνε ανθρώπινα. Κι εγώ είμαι πολύ κουρασμένη, πια, για να τους εξηγήσω.


Σάββατο 28 Μαΐου 2022

Η μύτη και το στόμα σου


Είχε 32 βαθμούς. Η αυλή, που μεγάλωσα μύριζε ξεραμένο χορτάρι. Όπως ακριβώς μύριζε τα καλοκαίρια, που έβγαινα να παίξω, μες το καταμεσήμερο, όταν όλοι κοιμόντουσαν. Ήταν ακόμα Μάιος. Σκέφτηκα την κλιματική καταστροφή και κάπως λυπήθηκα. Ένιωσα πως δεν υπάρχει γυρισμός.

Πίσω από τη σίτα, στην αυλή του γείτονα, η κορομηλιά ήταν έτοιμη να πέσει απ’ το βάρος των καρπών της. Δεν έφτανα πολύ ψηλά, αλλά ακόμα και τα πιο χαμηλά κλαδιά ήταν γεμάτα. Το πρώτο κορόμηλο της χρονιάς. Πάντα το περίμενα πως και πως. Το σκούπισα στη φούστα μου, όπως έκανες κι εσύ. Έκανε κρατς. Ακριβώς όπως έπρεπε. Ήξερα ότι σε λίγες μόνο μέρες, τα κορόμηλα θα ήταν κίτρινα, μαλακά και γλυκά. Δε θα υπήρχε γυρισμός.

Κόσμος πηγαινοερχόταν στην αυλή. «Φέρτε κάτω τα τραπέζια», «Έχουμε αρκετά μαχαιροπίρουνα»; «Τελικά, θε έρθουν, τα παιδιά;» «Ποιος θα πάει να τα φέρει;». Οι καρέκλες της βεράντας ήταν κατειλημμένες από γάτες. Έκανα το γύρω της αυλής και κάθισα στα πίσω σκαλάκια. Θυμάμαι πόσο μεγάλα μου φαίνονταν όταν ήμουν παιδί και τώρα οριακά χωράω να κάτσω. Το μισό μου σώμα αιωρείται και το πλακάκι αφήνει σημάδι στο μπούτι μου. Αλλά θα είναι πάντα τα δικά σου σκαλάκια. Αυτά που είχεις χτίσει με τα χέρια σου. Κι ας σταμάτησα, πια. να χωράω. Κι ας μην υπάρχει γυρισμός.

Έβαλα λευκά ρούχα, πενηντάρι αντηλιακό και τα χρυσά σκουλαρίκια. Πως είναι δυνατόν να έχει τέτοιο καύσωνα; Τα κουτιά του ζαχαροπλαστείου στο πίσω κάθισμα με κοιτάνε απορημένα. Τραγουδάω ένα φρικτό τραπ τραγούδι, με στίχους που ντρέπεσαι να ξεστομίσεις. Στη διπλανή θέση, η Σελήνη με τραβάει βίντεο. Παρκάρω. Κάνω τρία βήματα και πέφτω πάνω σε μια τσουκνίδα. Βρίζω. Η Σελήνη με κυνηγάει με μια μολόχα στο χέρι. «Τρίψ'τη πάνω σου». Το ξέρατε ότι όπου φυτρώνουν τσουκνίδες, δίπλα φυτρώνουν πάντα μολόχες; Δηλητήριο και αντίδοτο. Δίπλα- δίπλα. Το τσούξιμο πέρασε. Αλλά εκείνη την τσουκνίδα, την έλιωσα λίγο αργότερα με το παπούτσι μου. Δεν ήθελα να υπάρξει γυρισμός.

Τσακώνομαι με τη μάνα μου, για τρίτη φορά σήμερα, αλλά δίνω τόπο στην οργή, μέρα που είναι. Γιατί είναι τόσο εύκολο να τσακωθώ με εκείνη και τόσο μα τόσο δύσκολο να τσακωθώ με τον υπόλοιπο κόσμο; Κάπως με έχουν πιάσει τα υπαρξιακά μου σήμερα. Όλα είναι έτοιμα. Οι καλεσμένοι έχουν φτάσει, τα κουτιά του ζαχαροπλαστείου στο ψυγείο. Αν έμεναν έξω, με τέτοια ζέστη, δε θα υπήρχε γυρισμός.

Το κινητό μου δεν έχει σταματήσει να χτυπάει. Απεριόριστη αγάπη διαπερνά την οθόνη και καρφώνει στα μάτια μου δάκρυα. «Να είσαι δυνατή», «Θα είμαι εδώ για ό,τι χρειαστείς», «Σ’ αγαπάω».

Η γιορτή τελείωσε. Η φασαρία, τα μαχαιροπίρουνα, οι φωνές, τα γέλια, τα κλάματα. Η αυλή άδειασε. Τα τραπέζια γύρισαν στη θέση τους. Οι γάτες ξαπλώνουν τώρα στα πλακάκια, που είναι δροσερά. Τα πιάτα, στάζουν στην πιατοθήκη. Το τελευταίο ποτήρι, γλιστράει στη σαπουνάδα, πέφτει και γίνεται θρύψαλα. Λυπάμαι, ποτήρι, μα δεν υπάρχει γυρισμός.

Κάθομαι στο κρεβάτι σου και τρίβω με μανία τα αυτιά μου. Αυτά τα μικρά χρυσά σκουλαρίκια, που έβλεπα μια ζωή μπροστά μου, τώρα είναι πάνω μου. Στα λάθος αυτιά. Η κρέμα που σου έπαιρνα δώρο κάθε χρόνο, έχει αποτυπώματα απ’ τα δάχτυλά σου. Κοιτάζομαι στο καθρεφτάκι, που έχεις δίπλα στο κρεβάτι. Βλέπω τις ρυτίδες στο μέτωπο και τα ανοιχτόχρωμα μάτια του μπαμπά, στα ίσια μαλλιά μου, τις σγουρές φύτρες της μαμάς. Και πιο κάτω βλέπω εσένα. Τη μύτη και το στόμα σου.

Κάνω μια βαθιά βουτιά, στο παγούρι από φελιζόλ που κρατούσε δροσερό το νερό στη θάλασσα. Στα βράδια, στη βεράντα, που ακούγαμε το Γκιώνη. Στα λουτρά, που ερχόμουν μαζί σου ενώ ήμουν μόλις έξι ετών. Στον τραχανά σου, που με τάιζες, στις καραμέλες, που σου έκλεβα, στο χώρο ανάμεσά μας στο κρεβάτι, που ήταν το πιο ασφαλές μέρος στη γη. Και σε όλες τις φορές που μου είπες «Δε σε φοβάμαι εσένα. Πετάς.»

Δεν υπάρχει γυρισμός, γιαγιά μου.

Αλλά, υπάρχει η μύτη και το στόμα σου κολλημένα στο πρόσωπό μου.

 

Και τώρα είσαι εσύ που πετάς.

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Το ξύλο κοπής κι ένα εξωφρενικά ευρύχωρο σπίτι.

Η ώρα έχει πάει 6 το απόγευμα.
Πεινάω απ' τις 2, η κουζίνα είναι σα να τη διαπέρασε ένα κοπάδι πανικόβλητα βόδια κι εγώ αντί να κόβω τις πολύχρωμες πιπεριές μου καρέ, είμαι ξαπλωμένη στο πάτωμα της κουζίνας- είχες δίκιο αυτό το χαλί εκτός από χαριτωμένο είναι και πολύ απαλό- και θαυμάζω την αντοχή της αδιάβροχης μάσκαρα που κάνει όντως αυτό που υπόσχεται - σε αντίθεση με σένα, θα συμπλήρωνε κάποιος κακοπροαίρετος-.

Πως έφτασα όμως εδώ; 
Σκέφτομαι για μερικά λεπτά κοιτώντας το θλιμμένο καρότο που κείτεται στο πάτωμα, απέναντί μου, μετά την εντυπωσιακή μου ρίψη, που σίγουρα θα έσκιζε σε βαθμολογία στους ολυμπιακούς αγώνες, ενός παράλληλου σύμπαντος -θα προτιμούσα να ζω σε εκείνο, αν με ρωτάς-.
Α,  ναι. Θυμήθηκα.

Όλα πηγαίνουν καταπληκτικά, σήμερα.
Το άουτφιτ με κάνει να νιώθω τέλεια, το μωβ κραγιόν τονίζει αδιανόητα τα μάτια μου, ο καφές είναι ο πιο πετυχημένος που έχω πιει εδώ και μήνες- μου κάνανε δώρο μέχρι και μάφιν αλατισμένη καραμέλα, που είναι για να πεθαίνεις από ζάχαρο και ευχαρίστηση ταυτόχρονα- τελείωσα πολύ νωρίς τη δουλειά κι έτσι έχω όλο το χρόνο να μαγειρέψω.
Ακόμα και η Άση είπε ότι σήμερα είναι η μέρα μου, τελείωσε σου λέει ο ανάδρομος, πήρε ορθή πορεία και θα ξεστραβώσει κι εμάς λίγο το χειλάκι μας που κοντεύει να φτάσει σβέρκο απ' την ταραχή.

Έχω πλύνει τέλεια όλα μου τα λαχανικά και ανυπομονώ να φάω μπριαμ φούρνου, που οριακά το έβλεπα στον ύπνο μου το βράδυ, λίγο αφότου σε είδα σε μια πλατεία γεμάτη κόσμο να σου φωνάζω με όλη μου τη δύναμη κι εσύ να μη με ακούς. Λυπήθηκα φαίνεται που δεν κατάφερα να σου μιλήσω και σα γνήσια θεία στην ψυχή, έπνιξα τον πόνο μου στο μπριάμ.

Ετοιμάζομαι λοιπόν να ακολουθήσω τη συνταγή κατά γράμμα- μέχρι και σέλερι αγόρασα, χωρίς καν να ξέρω που κολλάει με το μπριαμ- και δε μπορώ να βρω πουθενά το ξύλο κοπής.

Είναι μερικά πράγματα, που στ' αλήθεια, δεν περιμένεις ποτέ πως θα σου λείψουν, όταν τα χάσεις.
Όπως, ας πούμε, το να πρέπει να γίνω χαλκομανία στο ντουζ, για να μη με πετύχει η λάβα με την οποία ξεπλένεις τις σαπουνάδες σου, γιατί κατά τα άλλα βρίσκω απίστευτα γλυκό το να θέλεις να κάνουμε μαζί μπάνιο, ακόμα κι αν κινδυνεύω να πάθω λιποθυμικό επεισόδιο, με πίεση 6 μικρή 9 μεγάλη, απ' τους υδρατμούς.

Ή όταν, ενώ ξέρεις ότι μισώ το κρύο, ανοίγεις τις μπαλκονόπορτες στο τέρμα για 15 λεπτά, γιατί τόσο θεωρείς ότι χρειάζεται ο αέρας για να ανανεωθεί και ποσώς σε ενδιαφέρει, που εύχομαι μέσα μου (και έξω μου) να έρθει ο Ιησούς Χριστός να με απαλλάξει από αυτό το μαρτύριο.

Δεν είναι ας πούμε, όπως μου λείπει το να με φροντίζεις όταν αρρωσταίνω- ακόμα κι αν το κάνεις από τύψεις, ξέροντας πως 15 λεπτά πολικού ψύχους κάθε πρωί μπορούν πανεύκολα να προκαλέσουν πνευμονία-. 

Μου λείπει πολύ το βρεγμένο πανί που μου αλλάζεις, ψυχαναγκαστικά σχεδόν, όλη τη νύχτα κι όσο κι αν τρέμω τη στιγμή που θα αγγίξει το μέτωπό μου, ξέρω μέσα μου (και έξω μου) ότι είναι το μόνο που θα μου ρίξει τον πυρετό.

Και μου λείπει η σούπα που φτιάχνεις την επόμενη μέρα και με πιέζεις να τη φάω, ενώ εγώ σου ζητάω απεγνωσμένα σοκολάτα, μιας και δύο μέρες στο κρεβάτι, για μένα σημαίνουν τουλάχιστον 2 μικρά μελτ ντάουν και 1 μεγάλο, επεισοδιακό.

Σχεδόν θα παρακαλούσα αυτή τη στιγμή να ψήνομαι στον πυρετό. 
Να σου λέω " όχι δε θέλω σούπα " και να μου λες " θα σου κάνει καλό, καν' το για μένα ".
Κι εγώ να αρνούμαι ξανά και ξανά μόνο για να ακούω αυτό το "καν' το για μένα". 
Θα έκανα τα πάντα για σένα.
Έκανα τα πάντα για σένα.

Κι όπως κοιτάζω το ταβάνι στο οποίο ορκίζομαι πως βλέπω ίχνη ντομάτας, που δεν έχω ιδέα πως βρέθηκαν εκεί, συνειδητοποιώ πως ήμουν έτοιμη να αγοράσω το δικό μου ξύλο κοπής.
Ναι ναι το θυμάμαι καλά!
Το προηγούμενο είχε παλιώσει πολύ και ήταν πλαστικό.
Είχαμε πάει μαζί για ψώνια, θυμάσαι;
Έβαλα το ξύλο κοπής στο καρότσι και μου είπες "μην πάρεις, θα φέρω το δικό μου".
" Έτσι κι αλλιώς δε μαγειρεύω πια στο σπίτι μου", είπες.

Την Κυριακή, που έλειπα, πέρασες να πάρεις τα τελευταία σου πράγματα.
Πήρες ακόμα και το χταπόδι που απλώναμε τις κάλτσες, ακόμα κι αν ποτέ σου δεν το εκτίμησες όσο εγώ.
Πάντα μου έλεγες ότι έχω αξιοθαύμαστο αριθμό άχρηστων πραγμάτων.
Είχες δίκιο.
Και όντως, αυτό το σπίτι ήταν υπερβολικά μικρό για εμάς τους δύο.

Τώρα πήρες όλα σου τα χρήσιμα πράγματα.
Και, ξαφνικά, αυτό το σπίτι μοιάζει εξωφρενικά ευρύχωρο.

Τουλάχιστον η αδιάβροχη μάσκαρα έκανε αυτό που μου υποσχέθηκε.





Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Παρ' όλα αυτά, νομίζω πως είμαι εντάξει.

Δεν ξέρεις τίποτα, πια, για μένα.
Δεν έχεις ιδέα πως μυρίζουν τα ρούχα μου, ποια είναι η θέση μου στον καναπέ.
Ούτε που βάζω το αντικολλητικό χαρτί, στη νέα μου κουζίνα.
Και ξέρεις και κάτι;
Αγόρασα αντικολλητικό ταψί, είναι πιο οικολογικό.
Και εκεί που, πριν, έβαζα τη λαδόκολλα, τώρα βάζω τις χριστουγεννιάτικες κούπες μου.

Φαντάζομαι περπατάς ακόμα στο πάρκο, κάθε απόγευμα, φορώντας τα αθλητικά, που, πεισματικά, αρνείσαι να αποχωριστείς, γιατί είναι τα αγαπημένα σου - δε φτιάχνονται πια τέτοια- κι ας ξέρουμε όλοι ότι ο πάτος είναι κολλημένος με ούχου στιγμής και είναι έτοιμος από στιγμή σε στιγμή να γίνει κομφετί.

Πηγαίνεις, ανελλιπώς, τις Πέμπτες στη λαϊκή, σέρνοντας το σιδερένιο, δίπατο, καροτσάκι, που αυτόματα σε μεταμορφώνει στη θεία σου, τη Βεατρίκη και φυσικά φροντίζεις να μην πας νωρίτερα από τις δύο και μισή, γιατί τότε είναι που βρίσκεις τις πολύχρωμες πιπεριές στη σοκαριστική τιμή του ενός ευρώ, το κιλό. Έτσι κερδίζεις τον καπιταλισμό.

Συνεχίζεις να ζεις κανονικά, δηλαδή.

Χωρίς να σε απασχολεί, το πώς χώρεσε ΑΚΡΙΒΩΣ στην εσοχή του χολ, η νέα μου παπουτσοθήκη, λες και την έκανα παραγγελία, ενώ ξέρεις πολύ καλά πως την πήρα μεταχειρισμένη.
Χωρίς να τσιρίζεις μέσα σου, που το σπίτι μου είναι απ' τη μία ανατολικό κι απ' την άλλη δυτικό, πράγμα που σημαίνει ότι ο ήλιος ανατέλλει στο σαλόνι μου και δύει στην κουζίνα μου.

Εξακολουθείς να πας στη δουλειά σου, με το ίδιο αυτοκίνητο, του οποίου το πίσω αριστερό φανάρι δεν ανάβει, αλλά δεν έχεις και κανένα σκοπό να φτιάξεις, τουλάχιστον όχι πριν περάσεις ΚΤΕΟ σε 7 μήνες από σήμερα και ακολουθείς την ίδια πορεία, σχεδόν, ευλαβικά.

Φεύγεις από το σπίτι σου, κάθε μέρα, μια εντελώς συγκεκριμένη ώρα, για να προλάβεις να βγεις στην Κηφισίας, πριν το κάνει και όλη η υπόλοιπη Αθήνα κι έχεις, μάλιστα, ανακαλύψει ότι αν βγεις από την προηγούμενη έξοδο και το κόψεις μέσα από τα στενά, φτάνεις στο γραφείο, τουλάχιστον τρία λεπτά νωρίτερα απ' το προβλεπόμενο. Έτσι κερδίζεις το gps.

Υπάρχεις άνετα, αβίαστα. 

Χωρίς να σε ταράζει που, στο νέο μου σπίτι, το νερό του θερμοσίφωνα τελειώνει μέσα σε δεκαπέντε λεπτά με το ρολόι, ανεξάρτητα από το πόση ώρα τον έχω αφήσει αναμμένο. Ή που οι υπόλοιποι γείτονες είναι τόσο τσιγκούνηδες, που ψήφισαν να βάλουμε μισό τόνο πετρέλαιο, ποντάροντας να μας μείνει και για του χρόνου, με αποτέλεσμα να μην ανάβουν καλοριφέρ, αν η εξωτερική θερμοκρασία δεν πέσει κάτω από πέντε βαθμούς και συνεπώς εγώ να καταλήγω με τη ρόμπα, που σου είχα κάνει δώρο, πάνω από αυτή που μου είχες κάνει δώρο εσύ και πάλι να κρυώνω- γαμώ το φελέκι μου-.

Κι όλα αυτά, την ώρα που εσύ, ανέμελη, πίνεις σταθερά κρύο καφέ, μες το καταχείμωνο και σε καμία περίπτωση δεν έχεις κόψει το κάπνισμα, όπως έλεγες,  ακόμα κι αν προσπάθησες, αποτυχημένα, να το αντικαταστήσεις με εκείνη την αηδία που μύριζε μύρτιλο ή κάτι τέτοιο άσχετο.

Και κάτι μου λέει ότι συνεχίζεις να τρως κάθε Παρασκευή το ίδιο ριζότο, στην ίδια καρέκλα, που μαζέψαμε μαζί απ' τα σκουπίδια, ακούγοντας τον ίδιο δίσκο, που κολλάει πάντα στο προ- τελευταίο τραγούδι και αφήνοντας το άπλυτο πιάτο σου στην ίδια θέση του νεροχύτη, μέχρι να ξυπνήσεις το επόμενο πρωί και να κάνεις ,με την ίδια σειρά, όλες τις δουλειές του σπιτιού, που δεν κατάφερες να τελειώσεις, μέσα στην εβδομάδα. Έτσι κερδίζεις την ακαταστασία.

Ξυπνάς και κοιμάσαι, ήσυχη, σα να λέμε, αγνοώντας πλήρως ότι το νέο μου στρώμα έχει παραπάνω από 2000 ελατήρια, ενώ, ταυτόχρονα, διαχωρίζεται σε χειμερινή και εαρινή  πλευρά. Και φυσικά, δεν έχεις ιδέα ότι όσο γαμάτο κι αν ακούγεται όλο αυτό, στην πραγματικότητα το στρώμα είναι πασίβαρο και μου βγαίνει η ψυχή να το γυρίσω, ενώ ξέρω πως εσύ θα το έκανες πανεύκολα με τα χέρια σου, τα δυνατά και γυμνασμένα, που, όπως -αμέτρητες φορές- σου έχω αναφέρει, δεν ήταν προϋπόθεση για να μου αρέσεις, αλλά σίγουρα ήταν μπόνους.

Και για να κάνουμε μια σούμα: εσύ αναπνέεις κάθε στιγμή, τον ίδιο αέρα, ποτισμένο με καυσαέριο και διοξείδιο του άνθρακα, ζεις στην ίδια πόλη, γεμάτη με νεραντζιές, φυτεμένες πάνω σε πεζοδρόμια του ενός εκατοστού, γελάς ακόμα μόνη σου, με τα ίδια ηλίθια και εξωφρενικά έξυπνα αστεία σου και τα κάνεις όλα αυτά, χωρίς να σε πονάει που ο καναπές μου δεν έχει θέση για σένα, που το αντικολλητικό χαρτί έφυγε από τη ζωή μου διαπαντώς και που δεν υπάρχει δική σου μεριά στο νέο μου σούπερ ντούπερ στρώμα, των ανεξήγητα πολλών ελατηρίων και των πολύ πρωτοποριακών δύο όψεων. 

Παρ' όλα αυτά, νομίζω πως είμαι εντάξει.

Είμαι εντάξει , πια, με το να τρώω πιο ακριβές πολύχρωμες πιπεριές από σένα.
Και να κάνω τρία λεπτά παραπάνω να φτάσω στη δουλειά μου, γιατί επιλέγω να πάω από την προτεινόμενη διαδρομή.

Είμαι εντάξει.
Χώνω τους φίλους μου να μου γυρνάνε το στρώμα στην εαρινή του θέση και κοιμάμαι, πια, στη μέση, ανάμεσα σε αχρείαστο αριθμό μαξιλαριών και γατιών, που ολοένα και αυξάνεται.

Και είναι πολλές από αυτές τις μέρες, που πέφτω για ύπνο, χωρίς να σε σκεφτώ.
Και βλέπω όνειρα, στα οποία συνήθως καταλήγω ηλιθιωδώς με διάσημες τραγουδίστριες, μέσα σε πολυτελή σκάφη, προς άγνωστο προορισμό, αλλά, τουλάχιστον, δεν ξυπνάω με το ίδιο βάρος στο στέρνο.

Αναπνέω πιο εύκολα, πια.

Ακόμα κι αν κάνει περισσότερο κρύο σε αυτό το σπίτι.
Κι ο νεροχύτης είναι μονίμως γεμάτος, γιατί τα πρωινά του Σαββάτου κάνω ηλιοθεραπεία στον καναπέ μου, αντί να κάνω τις δουλειές, που δεν τελείωσα μες τη βδομάδα.

Ακόμα κι αν έχω μήνες να δω την καρέκλα στο δωμάτιό μου, γιατί μια μέρα αποφάσισα πως θα την κάνω σπίτι για τα φορεμένα ρούχα μου.
Κι αν μου λείπει καμιά φορά να μυρίζουν τα μαλλιά μου χημικό μύρτιλο.

Ποιος ξέρει. Ίσως έτσι κερδίζω τη ζωή.





Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO


Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021









Μήπως μπορείς να με φροντίσεις;

Όχι πολύ.

Θέλω μόνο να βγάλεις αυτή την τριχούλα που έχει μπλεχτεί στα βλέφαρά μου και κάνει το μάτι μου να τσούζει διαολεμένα.

Ή να μου φέρεις καροτόσουπα, επειδή κρύωσα, πάλι , ακόμα κι αν δεν κλείσεις καλά το τάπερ και χύσεις τη μισή μέσα στη σακούλα.

Κι αν βρεις, κατά τύχη, στην τσέπη σου ένα μικρό, τοσοδούλικο σοκολατάκι, θέλω να μ' αφήσεις να δαγκώσω το μισό.

Ίσως και να μου κάνεις παρέα όσο κάθομαι γυμνή με τις σαπουνάδες, στη μπανιέρα, επειδή τελικά δεν είχε τόσο ζεστό νερό, όσο νόμιζες. 

Μήπως μπορείς να με φροντίσεις, αν γίνεται;

Μόνο λίγο.

Ίσα να πας, εσύ, να πάρεις ένα μπιτόνι βενζίνη, όταν θα μείνουμε, πεντακόσια μέτρα απ' το βενζινάδικο κι εγώ θα  πάθω υστερία και θα κλαίω και δε θα  καταλαβαίνεις γιατί.

Ή να μου φέρεις νερό την επόμενη φορά που θα πνιγώ απ' το σάλιο μου και θα βλέπεις, στην μούρη μου, να ζωγραφίζεται ο τρόμος του θανάτου.

Και, το βράδυ, στον καναπέ, να μου τρίψεις τα χέρια μου τα παγωμένα, που σε ξαφνιάζουν κάθε φορά, ακόμα κι αν είναι υπό το μηδέν, εδώ και τριάντα χρόνια.

Ή όταν ξαναπάθω κρίση πανικού, να πιέσεις το στέρνο μου, εκεί που ξέρεις ότι με κάνει να νιώθω καλύτερα και να μετράς μαζί μου αναπνοές. Όσες χρειαστεί.

Μήπως μπορείς , μόνο αν μπορείς, να με φροντίσεις;

Ελάχιστα.

Όσο θα τρώω, ρίξε μου τα μαλλιά στην πλάτη, για να μην κάνουν βουτιά στα φασολάκια και κοροϊδεψέ με, όταν σου πω ότι κάνεις σαν τη μάνα μου.

Και μην αφήσεις ποτέ - μα ποτέ- να με πάρει ο ύπνος στην ξαπλώστρα, ενώ το πρόσωπό μου, δεν είναι πια στη σκιά, ακόμα κι αν ξέρεις ότι φοράω πενηντάρι αντηλιακό.

Βάλε με να στεγνώσω τα μαλλιά μου, μετά το μπάνιο, για να μη βγω έξω και κρυώσω κι όταν σου πω "εντάξει, σε λίγο", εσύ πες μου "τώρα".

Και, αν μπορείς, έλα μαζί μου στην ουρά της τράπεζας και διάβαζέ μου, σιγανά, διηγήματα απ' το βιβλίο σου, αφού ξέρεις ότι προτιμώ να τα ακούω από σένα.

Μήπως μπορείς, αν είναι εύκολο, να με φροντίσεις;

Ίσα- ίσα.

Τραγούδα μου , όταν κολλήσουμε στην κίνηση, κι άσε με  να σου κάνω δεύτερες. Κι όταν πετύχουμε τη διφωνία, κάνε μου "κόλλα πέντε", λες και είμαστε πεντάχρονα.

Και βάλε μου το τυρί πάνω απ' τα μακαρόνια, αλλά κάτω από τη σάλτσα και ξανά στο τέλος από πάνω, όπως μ' αρέσει, και πες με παράξενη μετά, δε με πειράζει.

Ή φτιάξε μια λίστα με όλα όσα σου έχω πει πως θέλω να κάνω, ακόμα κι αυτά που εγώ η ίδια έχω ξεχάσει, κι ανάγκασέ με, μια μέρα, να βάλω σε όλα τικ.

Κι, αν δε σου κάνει κόπο, πήγαινέ με εσύ στην κλινική να δω το γάτο μου- για να μην οδηγήσω κλαίγοντας- και πες μου, ψέματα, πως όλα θα πάνε καλά.

Ξέρεις τι; 

Αν έχεις λίγο χρόνο και αν στ' αλήθεια δε σου γίνομαι βάρος, 

θα ήθελα πολύ να με φροντίσεις.

Όσο μπορείς.