Εγώ, το Αθηνόιντ
Ο εγκέφαλος μου, λίγο πριν εκραγεί.
Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022
Θα στο φιλήσω,να περάσει.
Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022
Το πέμπτο μαξιλάρι.
Ξύπνησα με μια γλυκόπικρη αίσθηση στα χείλη.
Όχι, δεν είναι στα χείλη μου.
Το στόμα μου έχει στεγνώσει.
Καταπίνω τρεις φορές.
Δεν είναι στα χείλη μου.
Προσπαθώ να εισπνεύσω, αλλά κάτι μπλοκάρει το δεξί μου ρουθούνι.
Μένω μαρμαρωμένη για λίγο.
Στο μυαλό μου έχω ήδη σηκωθεί, τεντωθεί, πετάξει τα σεντόνια.
Σύρθηκα ξυπόλυτη μέχρι το μπάνιο, ήπια λαίμαργα νερό στη χούφτα μου απ' τη βρύση του νιπτήρα- το ίδιο νερό με της κουζίνας έχει έτσι κι αλλιώς-, κατούρησα και ξαναγύρισα στο κρεβάτι.
Πίσω στην πραγματικότητα, εντελώς ακίνητη, με πλήρη απώλεια σάλιου και ικανότητας για οποιουδήποτε είδους κίνηση, κάνω την τελευταία μου προσπάθεια να ανοίξω τα μάτια μου.
Προς έκπληξή μου, το δεξί μου μάτι είναι εξίσου μπλοκαρισμένο.
Ανοίγω, λοιπόν το αριστερό, με μεγάλη βία, γιατί όχι δεν ξεβάφτηκα χθες.
Γιατί δεν ήμουν αρκετά ενήλικη, ώστε να πάρω το επαναχρησιμοποιούμενο βαμβακερό πανάκι μου, να ρίξω πάνω το οικολογικό λαδάκι μου και να τρίψω με μανία το- ήδη μισοξεβαμμένο- ματάκι μου.
Η γλυκόπικρη αίσθηση είναι ακόμα εκεί.
Χωρίς καμία λογική, ανοιγοκλείνω το ανοιχτό μου μάτι, πασχίζοντας να καταλάβω, αν ξαφνικά η όρασή μου είναι γλυκόπικρη απ' την ολονύκτια και απερίσκεπτη παραμονή μωβ μάσκαρας στα βλέφαρά μου.
Την ίδια ακριβώς στιγμή, ξυπνάει το αριστερό μέρος του εγκεφάλου μου, με λέει ηλίθια που θεώρησα, έστω και μισοκοιμισμένη, ότι έχω γλυκόπικρη όραση και γελάω, από μέσα μου, υπνωτισμένη.
Και τότε τα βλέπω.
Πολύχρωμα λουλούδια, σε όλα τα μεγέθη απλώνονται μπροστά μου.
Ένα λιβάδι απέραντο, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μου (το αριστερό).
Τα κοιτάζω και προσπαθώ να καταλάβω.
Πως βρέθηκα εδώ;
Τι λουλούδια είναι αυτά;
Πόσο βαριά κοιμήθηκα;
Μήπως δεν ξύπνησα ακόμα;
Βιολέτες; Κυκλάμινα; Χαμομήλια; Τελικά δεν έχω ιδέα από λουλούδια.
Δηλαδή, αν δεν είναι τριαντάφυλλα που είναι τα πιο φέιμους, μαργαρίτες, που λατρεύει η Σελήνη, νερανγκούλες, που είχε γεμίσει τον κήπο η γιαγιά μου, ή λίλιουμ, που σκότωσαν το γάτο μου, ζω σε αυτή τη γη με μηδενικές γνώσεις σχετικά με τη χλωρίδα.
Και βασικά νιώθω και εντελώς ανιστόρητη και αγεωγράφητη και άσχετη γενικώς.
Ποια εγώ! Που στην έκτη δημοτικού έπεσα απ' την καρέκλα από το ζήλο μου να πω το μάθημα για την Αφρική και τελικά σηκώθηκε η μπροστινή μου και είπε και το Κιλιμάντζαρο - Καλικάντζαρο.
Να 'ναι καλά η κοπέλα, έκανε και παιδάκι πρόσφατα, ίδιο με εκείνη.
Πίσω στο ημίγυμνο κορμί μου, με δεξί ρουθούνι και μάτι μπλοκαρισμένο, άφωνη, μπροστά στο μεγάλο λιβάδι με τα άγνωστα λουλούδια, με πιάνουν τα κλάματα.
Τέσσερα μαξιλάρια στο πάτωμα κι εγώ στη μέση του κρεβατιού, γελοία και αδρανής, ψιλομπρούμητα, αλλά όχι κι εντελώς, να κλαίω μωβ, σούπερ ουάου δάκρυα, από την αριστερή μου πλευρά.
Μυρωδιά είναι τελικά. Η γλυκόπικρη.
Το λιβάδι.
Το αεράκι στο κατάστρωμα.
Η παγωμένη θάλασσα.
Ο ήλιος που λαμπυρίζει στα μάτια σου.
Τα μάτια σου.
Εκείνο το τραγούδι στη διαπασών.
Το αυτοκίνητο στην εθνική.
Οι στίχοι που γλιστράνε απ' τα χείλη σου.
Τα χείλη σου.
Τσαλακωμένα σεντόνια στο κρεβάτι.
Οι γρίλιες κλειστές μέχρι πάνω.
Στη μέση μου, η ζέστη απ' τα χέρια σου.
Τα χέρια σου.
Το πέμπτο μαξιλάρι, κάτω απ' το μισό μου πρόσωπο.
Η μαξιλαροθήκη με τα πολύχρωμα λουλούδια ποτισμένη από το άρωμά σου.
Photo Credit: Field of Flowers, drawing by Barbara Stanton
Κυριακή 12 Ιουνίου 2022
Οι γάτες δε μιλάνε ανθρώπινα
Σάββατο 28 Μαΐου 2022
Η μύτη και το στόμα σου
Είχε 32 βαθμούς. Η αυλή, που μεγάλωσα μύριζε ξεραμένο χορτάρι. Όπως ακριβώς μύριζε τα καλοκαίρια, που έβγαινα να παίξω, μες το καταμεσήμερο, όταν όλοι κοιμόντουσαν. Ήταν ακόμα Μάιος. Σκέφτηκα την κλιματική καταστροφή και κάπως λυπήθηκα. Ένιωσα πως δεν υπάρχει γυρισμός.
Πίσω από τη σίτα, στην αυλή του γείτονα, η κορομηλιά ήταν
έτοιμη να πέσει απ’ το βάρος των καρπών της. Δεν έφτανα πολύ ψηλά, αλλά ακόμα
και τα πιο χαμηλά κλαδιά ήταν γεμάτα. Το πρώτο κορόμηλο της χρονιάς. Πάντα το
περίμενα πως και πως. Το σκούπισα στη φούστα μου, όπως έκανες κι εσύ. Έκανε κρατς. Ακριβώς όπως έπρεπε. Ήξερα ότι σε λίγες μόνο μέρες, τα κορόμηλα
θα ήταν κίτρινα, μαλακά και γλυκά. Δε θα υπήρχε γυρισμός.
Κόσμος πηγαινοερχόταν στην αυλή. «Φέρτε κάτω τα τραπέζια», «Έχουμε
αρκετά μαχαιροπίρουνα»; «Τελικά, θε έρθουν, τα παιδιά;» «Ποιος θα πάει να τα
φέρει;». Οι καρέκλες της βεράντας ήταν κατειλημμένες από γάτες. Έκανα το γύρω της
αυλής και κάθισα στα πίσω σκαλάκια. Θυμάμαι πόσο μεγάλα μου φαίνονταν όταν ήμουν παιδί και τώρα οριακά
χωράω να κάτσω. Το μισό μου σώμα αιωρείται και το πλακάκι αφήνει σημάδι στο μπούτι μου. Αλλά θα είναι πάντα τα δικά σου σκαλάκια. Αυτά που είχεις χτίσει με τα
χέρια σου. Κι ας σταμάτησα, πια. να χωράω. Κι ας μην υπάρχει γυρισμός.
Έβαλα λευκά ρούχα, πενηντάρι αντηλιακό και τα χρυσά σκουλαρίκια. Πως είναι δυνατόν να έχει τέτοιο καύσωνα; Τα κουτιά του ζαχαροπλαστείου στο πίσω κάθισμα με κοιτάνε απορημένα. Τραγουδάω ένα φρικτό τραπ τραγούδι, με στίχους που ντρέπεσαι να ξεστομίσεις. Στη διπλανή θέση, η Σελήνη με τραβάει βίντεο. Παρκάρω. Κάνω τρία βήματα και πέφτω πάνω σε μια τσουκνίδα. Βρίζω. Η Σελήνη με κυνηγάει με μια μολόχα στο χέρι. «Τρίψ'τη πάνω σου». Το ξέρατε ότι όπου φυτρώνουν τσουκνίδες, δίπλα φυτρώνουν πάντα μολόχες; Δηλητήριο και αντίδοτο. Δίπλα- δίπλα. Το τσούξιμο πέρασε. Αλλά εκείνη την τσουκνίδα, την έλιωσα λίγο αργότερα με το παπούτσι μου. Δεν ήθελα να υπάρξει γυρισμός.
Τσακώνομαι με τη μάνα μου, για τρίτη φορά σήμερα, αλλά δίνω τόπο στην οργή, μέρα που είναι. Γιατί είναι τόσο εύκολο να τσακωθώ με εκείνη και τόσο μα τόσο δύσκολο να τσακωθώ με τον υπόλοιπο κόσμο; Κάπως με έχουν πιάσει τα υπαρξιακά μου σήμερα. Όλα είναι έτοιμα. Οι καλεσμένοι έχουν φτάσει, τα κουτιά του ζαχαροπλαστείου στο ψυγείο. Αν έμεναν έξω, με τέτοια ζέστη, δε θα υπήρχε γυρισμός.
Το κινητό μου δεν έχει σταματήσει να χτυπάει. Απεριόριστη
αγάπη διαπερνά την οθόνη και καρφώνει στα μάτια μου δάκρυα. «Να είσαι δυνατή», «Θα
είμαι εδώ για ό,τι χρειαστείς», «Σ’ αγαπάω».
Η γιορτή τελείωσε. Η φασαρία, τα μαχαιροπίρουνα, οι φωνές,
τα γέλια, τα κλάματα. Η αυλή άδειασε. Τα τραπέζια γύρισαν στη θέση τους. Οι
γάτες ξαπλώνουν τώρα στα πλακάκια, που είναι δροσερά. Τα πιάτα, στάζουν στην
πιατοθήκη. Το τελευταίο ποτήρι, γλιστράει στη σαπουνάδα, πέφτει και γίνεται θρύψαλα. Λυπάμαι, ποτήρι, μα δεν υπάρχει γυρισμός.
Κάθομαι στο κρεβάτι σου και τρίβω με μανία τα αυτιά μου.
Αυτά τα μικρά χρυσά σκουλαρίκια, που έβλεπα μια ζωή μπροστά μου, τώρα είναι
πάνω μου. Στα λάθος αυτιά. Η κρέμα που σου έπαιρνα δώρο κάθε χρόνο, έχει αποτυπώματα
απ’ τα δάχτυλά σου. Κοιτάζομαι στο καθρεφτάκι, που έχεις δίπλα στο
κρεβάτι. Βλέπω τις ρυτίδες στο μέτωπο και τα ανοιχτόχρωμα μάτια του μπαμπά, στα
ίσια μαλλιά μου, τις σγουρές φύτρες της μαμάς. Και πιο κάτω βλέπω εσένα. Τη
μύτη και το στόμα σου.
Κάνω μια βαθιά βουτιά, στο παγούρι από φελιζόλ που κρατούσε
δροσερό το νερό στη θάλασσα. Στα βράδια, στη βεράντα, που ακούγαμε το Γκιώνη. Στα
λουτρά, που ερχόμουν μαζί σου ενώ ήμουν μόλις έξι ετών. Στον τραχανά σου, που με
τάιζες, στις καραμέλες, που σου έκλεβα, στο χώρο ανάμεσά μας στο κρεβάτι, που ήταν
το πιο ασφαλές μέρος στη γη. Και σε όλες τις φορές που μου είπες «Δε σε φοβάμαι
εσένα. Πετάς.»
Δεν υπάρχει γυρισμός, γιαγιά μου.
Αλλά, υπάρχει η μύτη και το στόμα σου κολλημένα στο πρόσωπό
μου.
Και τώρα είσαι εσύ που πετάς.
Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022
Το ξύλο κοπής κι ένα εξωφρενικά ευρύχωρο σπίτι.
Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022
Παρ' όλα αυτά, νομίζω πως είμαι εντάξει.
Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021
Μήπως μπορείς να με φροντίσεις;
Όχι πολύ.
Θέλω μόνο να βγάλεις αυτή την τριχούλα που έχει μπλεχτεί στα βλέφαρά μου και κάνει το μάτι μου να τσούζει διαολεμένα.
Ή να μου φέρεις καροτόσουπα, επειδή κρύωσα, πάλι , ακόμα κι αν δεν κλείσεις καλά το τάπερ και χύσεις τη μισή μέσα στη σακούλα.
Κι αν βρεις, κατά τύχη, στην τσέπη σου ένα μικρό, τοσοδούλικο σοκολατάκι, θέλω να μ' αφήσεις να δαγκώσω το μισό.
Ίσως και να μου κάνεις παρέα όσο κάθομαι γυμνή με τις σαπουνάδες, στη μπανιέρα, επειδή τελικά δεν είχε τόσο ζεστό νερό, όσο νόμιζες.
Μήπως μπορείς να με φροντίσεις, αν γίνεται;
Μόνο λίγο.
Ίσα να πας, εσύ, να πάρεις ένα μπιτόνι βενζίνη, όταν θα μείνουμε, πεντακόσια μέτρα απ' το βενζινάδικο κι εγώ θα πάθω υστερία και θα κλαίω και δε θα καταλαβαίνεις γιατί.
Ή να μου φέρεις νερό την επόμενη φορά που θα πνιγώ απ' το σάλιο μου και θα βλέπεις, στην μούρη μου, να ζωγραφίζεται ο τρόμος του θανάτου.
Και, το βράδυ, στον καναπέ, να μου τρίψεις τα χέρια μου τα παγωμένα, που σε ξαφνιάζουν κάθε φορά, ακόμα κι αν είναι υπό το μηδέν, εδώ και τριάντα χρόνια.
Ή όταν ξαναπάθω κρίση πανικού, να πιέσεις το στέρνο μου, εκεί που ξέρεις ότι με κάνει να νιώθω καλύτερα και να μετράς μαζί μου αναπνοές. Όσες χρειαστεί.
Μήπως μπορείς , μόνο αν μπορείς, να με φροντίσεις;
Ελάχιστα.
Όσο θα τρώω, ρίξε μου τα μαλλιά στην πλάτη, για να μην κάνουν βουτιά στα φασολάκια και κοροϊδεψέ με, όταν σου πω ότι κάνεις σαν τη μάνα μου.
Και μην αφήσεις ποτέ - μα ποτέ- να με πάρει ο ύπνος στην ξαπλώστρα, ενώ το πρόσωπό μου, δεν είναι πια στη σκιά, ακόμα κι αν ξέρεις ότι φοράω πενηντάρι αντηλιακό.
Βάλε με να στεγνώσω τα μαλλιά μου, μετά το μπάνιο, για να μη βγω έξω και κρυώσω κι όταν σου πω "εντάξει, σε λίγο", εσύ πες μου "τώρα".
Και, αν μπορείς, έλα μαζί μου στην ουρά της τράπεζας και διάβαζέ μου, σιγανά, διηγήματα απ' το βιβλίο σου, αφού ξέρεις ότι προτιμώ να τα ακούω από σένα.
Μήπως μπορείς, αν είναι εύκολο, να με φροντίσεις;
Ίσα- ίσα.
Τραγούδα μου , όταν κολλήσουμε στην κίνηση, κι άσε με να σου κάνω δεύτερες. Κι όταν πετύχουμε τη διφωνία, κάνε μου "κόλλα πέντε", λες και είμαστε πεντάχρονα.
Και βάλε μου το τυρί πάνω απ' τα μακαρόνια, αλλά κάτω από τη σάλτσα και ξανά στο τέλος από πάνω, όπως μ' αρέσει, και πες με παράξενη μετά, δε με πειράζει.
Ή φτιάξε μια λίστα με όλα όσα σου έχω πει πως θέλω να κάνω, ακόμα κι αυτά που εγώ η ίδια έχω ξεχάσει, κι ανάγκασέ με, μια μέρα, να βάλω σε όλα τικ.
Κι, αν δε σου κάνει κόπο, πήγαινέ με εσύ στην κλινική να δω το γάτο μου- για να μην οδηγήσω κλαίγοντας- και πες μου, ψέματα, πως όλα θα πάνε καλά.
Ξέρεις τι;
Αν έχεις λίγο χρόνο και αν στ' αλήθεια δε σου γίνομαι βάρος,
θα ήθελα πολύ να με φροντίσεις.
Όσο μπορείς.