
Είσαι εσύ,ο ένας απο αυτούς.Εσύ που ζεις.
Μιλάς,γελάς,αργά περπατάς.
Μα ξέχασες πως είναι να θυμάσαι.
Κάτι ωραίο,άσχημο κι αδιάφορο ακόμα.
Κάτι που τέλειωσε ή κάτι που δεν άφησες ν' αρχίσει.
Αυτό που πόνεσε ή την ψυχή σου λύτρωσε.
Περνά και φεύγει η στιγμή κι εσύ ξεχνάς να τη φυλάξεις.
Και κάθε τί πεθαίνει μόλις τα μάτια ξανανοίξεις.
Κι είσαι κι εσύ.
Που διαφέρεις απ'όλους τους ίδιους.
Είσαι εσύ ,που δεν ξέρεις στ'αληθεια ποια είσαι.
Και που θέλεις σ'εκείνους, στο βάθος, ν'ανήκεις.
Ζεις κι εσύ κάπου εκεί.
Και μιλάς,και γελάς κι αργά περπατάς.
Όμως μόνη στο δρόμο δεν είσαι.
Γιατί τα ωραία και τα άσχημα μαζί σου βαδίζουν.
Το ένα νικάει το άλλο και η μάχη ποτέ δεν τελειώνει.
Είναι όλα εκεί,να βαραίνουν τους ώμους σου.
Όσα θες να θυμάσαι κι όσα εύχεσαι να είχες ξεχάσει.
Και συνεχίζεις να ζεις.
Να περπατάς,να κουβαλάς.
Κι έχεις δικές σου στιγμές κι άλλες όχι και τόσο δικές σου.
Κι έιναι φορές που μοιάζεις με ουρανό ,που βλέπει πρώτη φορά τ'αστέρια.
Η μορφή σου φωτίζεται και λάμπει ,δήθεν ευχαριστημένη.
Μα τα μάτια σου κρύβουν τα σύννεφα.
Εκείνα, που έλκονται απ'το φως.
Που τη λάμψη ζηλεύουν,και τη θέση της να πάρουν πασχίζουν.
Είναι αυτή.
Η αβάσταχτη υπενθύμιση της μνήμης.
Που στο βλέμμα σου ξέρει καλά να κρυφτεί.
Μέχρι κάποιος απλά να κοιτάξει.
Κι είναι αυτή που σε κάνει να μοιάζεις σε σένα και μόνο.
Σαν κύμα που βλέπει τα χρυσόψαρα απλά να περνούν.
Που ζηλεύει και φωνάζει μα κανείς δεν τ'ακούει.
Κι εκείνα περνούν.
Τη μορφή σου ξεχνούν.
Και δρόμο αλλάζουν και φεύγουν.
Κι εσύ μένεις πίσω, δεν είσαι απο δαύτους.
Είσαι εσύ.
Που μ'άλλον δε μοιάζεις.
Κι όσα κοπάδια με χρυσόψαρα περάσουν,εσύ θα τα θυμάσαι.
Γιατί έτσι γεννήθηκες.
Αυτή είναι η φτασιά σου.
Να θυμάσαι αυτά που σβήνουν οι άλλοι.
Και με βλέμμα να λες όσα θέλουνε λόγια.
Είσαι εκεί και κοιτάς μα κανείς δε σε βλέπει.
Μα αν κανείς δε σε βλέπει,τότε εγώ πως σε ξέρω;