Και ξύπνησε κι εκείνο το πρωί εγκλωβισμένη σε ένα κορμί ξένο.Ένα κορμί που δε μπορούσε να ελέγξει. Κόπηκαν τα σχοινιά που την καθοδηγούσαν και σα μαριονέτα,με την ανέπαφη έκφραση που της είχαν ζωγραφίσει στο σμιλεμένο πρόσωπο,σωριάστηκε στο πάτωμα.Κι έμεινε εκεί να κείτεται ,μέσα στο αφιλόξενο σώμα ,που ήταν αναγκασμένη να περιφέρει σα βιτρίνα του εαυτού της.Ενός εαυτού που έβλεπε σα τιμωρία, απ'τον υποτιθέμενο Θεό, για κάποιο σφάλμα που έκανε και ίσως δε θυμάται ή που ακόμη δεν έχει αναγνωρίσει.
Έχει ,σχεδόν, ξεχάσει πια την αψεγάδιαστη μορφή που έζησε στο σώμα της πριν έρθει το σκοτάδι. Που γεύτηκε στο τότε κάθε σταγόνα ξεγνοιασιάς και τα άσχημα τα άφησε κληρονομιά στο τώρα. Κι αυτό το τώρα είναι βαρύ για μια μόνο πλάτη.
Κι έτσι γονάτισε και έκλεισε τα μάτια ,την ψεύτικη και κρύα λύπηση θέλοντας ν'αποφύγει. Όχι δεν παραιτήθηκε.Δεν έμαθε να είναι απ'τους χαμένους. Αφέθηκε μονάχα στο ρευστό σκοτάδι .Στο μαύρο που κατέκλυσε το είναι της.Και διάλεξε να βυθιστεί μαζί του ,εκεί όπου δεν υπήρχε κανείς να την αναγνωρίσει. Κάνεις να κρίνει και να καταδικάσει αυτό στο οποίο μεταμορφωνόταν. Κάνεις ικανός να ανακαλύψει πως ήταν απλά ο εαυτός της.Ο ίδιος εαυτός που κρύφτηκε για χρόνια πίσω από τη φτιαχτή ευτυχία. Αυτός που τώρα γιγαντώθηκε και σταμάτησε να χωρά σ'εκείνο το χαριτωμένο καλούπι που τη βόλεψε τότε. Αυτός που εκείνη δεν αγάπησε κι ας πέρασαν τόσοι που κατάφεραν τ'αντίθετο.
Κι έτσι,σαν έρμαιο στα χέρια μιας ζωής που συνεχιζόταν με παγερή αδιαφορία , έπαιξε το ρόλο του θεατή, περιμένοντας τους τίτλους τέλους για να δει αν η ζωή της θα τερμάτιζε στο "..και ζήσαν αυτοί καλά". Όμως εκείνη είχε άλλα σχέδια.
Βλέπεις η ζωή δε φτάνει έτσι απλά στο τέρμα της. Για κείνη δεν είσαι εσύ κι εκείνος κι ο άλλος. Είναι η ροή ,ατέρμονη και επιβλητική. Κι εσύ τυχαίος και μηδαμινός,πέφτεις θύμα της και κυλάς μαζί της μέχρι να σε πετάξει στο επόμενο στενό. Μόνος κι ασήμαντος εσύ, πρέπει να μάθεις απ'την αρχή να περπατάς και να μιλάς και να αντέχεις.
Μοιάζει σαν , στη ζωή ,να γεννιέσαι πάνω από μια φορές. Γεννιέσαι κάθε φορά που εκείνη δεν είναι σίγουρη πως πρέπει να πεθάνεις κι έτσι σου δίνει μια κλωτσιά να δει αν θες να ξαναρχίσεις.
Βρέθηκε κι εκείνη σε ένα τέτοιο στενό και τώρα το κοιτάζει τρομοκρατημένη και απρόθυμη.
Κι όσο περιμένει,ακίνητη, έναν ανέλπιστο σωτήρα ,κάποιον γήινο Μεσσία,νιώθει περίγελος της ματαιότητας. Βιώνει τη μοναξιά σα να 'ναι τελικά αυτή ο προορισμός της.
Μα εκείνο το πρωί ,που πίστευε πως θα χάνονταν στη νύχτα ,όπως τόσα και τόσα πρωινά, είδε την ύπαρξή της να παίρνει μορφή.Εκείνη τη γνώριμη μορφή,κάπως αλλαγμένη και φθαρμένη ,μα το ίδιο ζωντανή με τότε.
Δεν ήταν τίποτα άλλο παρά σάρκα και οστά ,ίσως και λίγη λογική. Κάτι που τώρα της φαινόταν πολύ ασήμαντο για να του αφιερώσει τόση θλίψη. Κάτι πολύ ρηχό για να της κλέψει αυτή τη μια ευκαιρία για ζωή.
Δε χρειαζόταν τίποτα άλλο για να σηκωθεί να πιάσει και πάλι τα σχοινιά και να αρχίσει την παράσταση ,με τους δικούς της όρους τώρα πια.
Ήταν μια μαριονέτα με σάρκα και οστά.Αυτό ήταν.