Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Το χάλκινο καβούκι

Ήταν τη μέρα εκείνη.Που έσπασε ο ουρανός.
Που οι σκιές εισέβαλαν στη φωτεινή αυλή σου.
Και τα κλαδιά που άλλοτε χόρευαν στον αέρα..
Ακούμπησαν δειλά τη γη και πάψαν το χορό τους.

Τότε σε είδα.
Είδα στην  πλάτη σου φτερά να ξεφυτρώνουν.
Και να ανοίγουν διάπλατα στο σκονισμένο αέρα.
Στο σώμα σου,που έρμαιο ,του κόσμου, είχε γίνει.

Δυο φτερά που σήκωναν το βάρος απ'τα χέρια.
Τα χέρια σου, που θέλανε να μείνουν γατζωμένα.
Στο χώμα που σε γέννησε και σ'έκανε δικό του.

Και ήταν σα να ξύπνησες απ'το βαθύ σου ύπνο.
Και έμαθες πως τα κλαδιά δεν ήτανε ταβάνι.
Πως πάνω απ' τα σύννεφα το φως δεν είχε σβήσει.

 Ένιωσες ξαφνικά τη γη,φτερά να μη χωράει.
Κι οι πέτρες της εμπόδια,που κλείνανε το δρόμο.

Η θάλασσά της πονηρή σε τράβηξε στα βάθη.
Και τα χλωρά λιβάδια της έσβησαν τη φωτιά σου.

Δεν ήταν καταφύγιο η γη να σε φυλάει.
Ήταν καβούκι χάλκινο κι εσύ δεμένος μέσα.

Κι ήταν εκείνα τα φτερά που ελεύθερο σ' αφήσαν.
Τώρα σε βλέπω να πετάς μακριά απ'τη φυλακή σου..

Ήταν εκείνη. Η μέρα που άφησες τη γη.