Εκείνη έπλενε το τελευταίο πιάτο. Και το μόνο που πραγματικά σκεφτόταν ήταν η στιγμή που θα καθόταν σον καναπέ. Η τηλεόραση θα έπαιζε κάποια χαζή επανάληψη, που θα τις φαινόταν παράδεισος μετά από μια ατελείωτη μέρα μέσα στα ξεσκονόπανα και τις μπουγάδες. Εκείνος θα καθόταν δίπλα της ως συνήθως. Θα κάπνιζε ένα τελευταίο τσιγάρο με το μισοτελειωμένο του ουίσκι, πριν πάει για ύπνο. Ίσως δεν αντάλλαζαν καμία κουβέντα. Και η μόνη τους επαφή, το φιλί του στα μαλλιά της για καληνύχτα. Η σιωπή που ακολούθησε το κλείσιμο της βρύσης ήταν η στιγμή ευτυχίας που αναλογεί σε κάθε άνθρωπο μια στο τόσο. Εκείνη σκούπισε τα χέρια της κι έλυσε τα μαλλιά της. Προχώρησε με βήμα αργό, μη θέλοντας να τελειώσει γρήγορα αυτή η μικρή προσωπική της ιεροτελεστία. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της όταν η φλόγα του αναπτήρα φώτισε το σκοτεινό σαλόνι. Τα κεριά έδιναν στην απολαυστική στιγμή της μια νότα ρομαντισμού. Ούτε και θυμάται πια πως είναι να είσαι ρομαντικός. Κι όσο και να προσπαθεί δεν καταφέρνει να γίνει το κορίτσι που ήταν. Της άρεσαν τα ροζ τριαντάφυλλα, αυτό θυμάται μόνο. Κλείνει τα μάτια της για λίγο και περπατά έτσι μέχρι τον καναπέ. Αμέτρητες φορές, κανείς δε φαντάζεται πόσες, έχει κάνει ακριβώς την ίδια διαδρομή τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Φυσικά δε μπορούσε καν να περάσει από το μυαλό της, πως θα ήταν η τελευταία φορά που θα την έκανε. Όταν κάθισε στον καναπέ συνειδητοποίησε κάτι. Δεν ήταν όλα όπως συνήθως. Κάτι έλειπε και αδυνατούσε να κατανοήσει τί ήταν αυτό. Μέχρι τη στιγμή που μύρισε το άρωμά της. Ό,τι είχε απομείνει δηλαδή από το πρωινό της φρεσκάρισμα λίγο πριν βγει στους δρόμους να προλάβει όλες εκείνες τις δουλειές. Μα γιατί μύριζε το άρωμα της; Μέσα σε τέσσερα χρόνια συμβίωσης, πρώτη φορά μύριζε κάτι άλλο πέρα από τον καπνό του τσιγάρου του. Άνοιξε απότομα τα μάτια. Εκείνος δεν ήταν δίπλα της. Ένιωσε ένα κύμα τρόμου να διαπερνά κάθε κύτταρο της ,που εκείνη τη στιγμή ήταν πιο ζωντανό από ποτέ. "Φεύγω". Εκείνος ήταν στην πόρτα. Τα μάτια της κοιτούσαν τη γνώριμη φιγούρα ,αλλά δε μπορούσαν να δουν. Εκείνος κοίταζε τη γυναίκα που τον έκανε να πιστέψει στον έρωτα, αλλά δε μπορούσε να τη δει. Είχε κρυφτεί πίσω από το προγραμματισμένο ρομπότ, που πάσχιζε για την τέλεια ζωή, το τέλειο σπίτι, την τέλεια οικογένεια. Εκείνη άρχισε να φωνάζει, ξεσπώντας σε σπαρακτικούς λυγμούς. Ανεξέλεγκτη οργή έψαχνε τρόπο να βγει από μέσα της. Εκείνος δεν αντιδρούσε. Απλά την κοιτούσε."Γιατί με κοιτάς; Μίλα!!! Τί έκανα λάθος; Μίλα". "Γιατί δε μιλάει"; σκέφτηκε. Η πόρτα έκλεισε. Ο ήχος της ήταν πιο τρομακτικός απ’ ότι μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Κι ο πόνος; Ήταν σα καυτή λάβα που έκαιγε όλο το κορμί της και δεν την άφηνε να αναπνεύσει."Γιατί";;;;" Τί έκανα λάθος";;; Και τότε έμεινε έκπληκτη μπροστά στην αλήθεια. Έπιασε τα μάτια της. Τίποτα. Το στόμα της ήταν κλειστό. Ήταν βουβό. Δεν είχε κλάψει. Δεν είχε φωνάξει. Δεν είχε κουνηθεί από τη θέση ,που τις χάριζε όλα αυτά τα χρόνια αυτές τις μικρές ευτυχισμένες στιγμές. Δεν είχε πει στον άντρα, που είχε αγαπήσει με όλη της τη δύναμη , πως τον αγαπά. Δεν έτρεξε πίσω του. Δεν προσπάθησε. Δεν είπε "περίμενε". Έμεινε εκεί. Σαν ψυχή που εγκλωβίστηκε μέσα στο χρόνο. Έμεινε εκεί να ακούει το βασανιστικό του "φεύγω". Και τότε, μέσα στο τέλειο σπίτι της, στην τέλεια ζωή της, ήταν μόνη. Κι εκείνος δεν έμαθε ποτέ, πόσο τον είχε ανάγκη. Εκείνος δεν άκουσε ποτέ για την αγάπη της. Τα συναισθήματά της ήταν τόσο δυνατά, που νόμιζε πως ήταν εύκολο για εκείνον να τ’ αναγνωρίσει. Κι έτσι, δεν είπε ποτέ τίποτα. Απλά έμεινε να κοιτάζει την κλειστή πόρτα. Και να ακούει το "φεύγω" του, σα φάντασμα που είχε στοιχειώσει το μυαλό της. Εκείνος έφυγε. Κι εκείνη ζει ακόμη ακούγοντας τον να φεύγει.
Πέμπτη 29 Μαΐου 2014
Σάββατο 10 Μαΐου 2014
Είχαμε χρόνο.
- Αύριο φεύγω.
-Έχουμε χρόνο.
-Την αυγή θα είμαι ήδη μακριά.
-Φτιάξε μου χρόνο.
-Μη φοβάσαι.
-Το σκοτάδι φοβόμουν ,μα τώρα τρέμω την αυγή.
-Είχαμε χρόνο.
-Τον σπατάλησα.
-Έβαζες ταμπέλα σε κάθε εποχή μας.
-Νόμιζα πως είχα όλο το χρόνο του κόσμου.
-Κουράστηκα.
-Μείνε λίγο ακόμα.
-Τελείωσε ο χρόνος.
-Ούτε που κατάλαβα πως είχε, καν, αρχίσει.
-Θα φύγω πριν ξυπνήσεις.
-Για πάντα, αν το θες, θα μείνω ξύπνια.
-Τρεις ώρες μείνανε.
-Μια ζωή κρεμάσαμε, σε τρεις μονάχα ώρες.
-Κοιμήσου.
-Και το πρωί;
-Η μέρα θα ξασπρίσει τα σκοτάδια σου.
-Κι άμα βραδιάσει πάλι;
-Ο χρόνος θα καλύψει τα σημάδια.
-Δεν έχω χρόνο.
-Τον ξεπούλησες.
-Για μια στιγμή μαζί σου.
-Ξημερώνει.
-Τέλος χρόνου;
-Κλείσε τα μάτια σου.
-Και τί θα γίνει αν τα ξανανοίξω;
-Ζωή.Αυτό θα γίνει.
-Κι εσύ;
-Την αυγή θα είμαι ήδη μακριά .
-Κι εμείς;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)