Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Μέχρι να φύγεις.

Έδωσα όλο μου το είναι , όμως, ποτέ δε δόθηκα.
Δε γνώρισα δυό μάτια να με βλέπουν.
Χιλιάδες κοίταξαν, κανείς δεν είδε.
Κανείς δεν έσπασε την όμορφη βιτρίνα.
Ματιές πολλές, κανένα βλέμμα.

Ούτε κι εσένα ήξερα.
Φορές αμέτρητες σε κοίταξα,
μα ούτε μια δε σ'είδα.

Δεν ήταν βράχος, ούτε πέτρα.
Μήτε και βότσαλο αλαφρό.
Φύσημα απ'το στόμα σου, έσπασε τη βιτρίνα.
Κόπηκες απ'τα θραύσματα, που γέμισε ο τόπος.
Τα λαβωμένα πόδια σου, βήματα έκαναν μπροστά.
Και τα δικά μου, γυμνά και τρομαγμένα,
δειλά, πάτησαν πίσω.

Μα όσα πίσω εγώ τόσα εσύ μπροστά.

Μέχρι η πλάτη μου να ακουμπήσει τοίχο.
Μέχρι σ'απόσταση να 'ρθείς αναπνοής.
Μέχρι να εκπνεύσεις μέσα μου τη δύναμή σου.
Μέχρι η φωνή μου να γίνει φωνή σου.
Μέχρι τα μάτια σου να γίνουν δικά μου.
Μέχρι να βλέπω ό,τι κι εσύ.
Τα όμορφα μάτια ,τη γκρίζα ψυχή.
Μέχρι να μ'έχω ερωτευτεί.
Μέχρι να φύγεις θα είσαι εκεί.
Και αν ποτέ δε μ' αγαπήσω.
Βήμα κανένα δεν κάνεις πιο πίσω.

Μέχρι να φύγεις,να είσαι εκεί.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Παύση.

Ίσως, αυτό που χρειάζεται κανείς, είναι μια παύση.
Μια στιγμή ,απλά, για να κοιτάξει.
Μια αμυδρή συνειδητοποίηση της ίδιας του της ύπαρξης.
Έτσι σταμάτησα κι εγώ στα μισά της διαδρομής.
Μιας, τόσο καλά, χαραγμένης πορείας. 
Που ,αμέτρητες φορές, ευχήθηκα ,επιτέλους, να τελειώσει.
Κάτω απ'τη βροχή που τσαλάκωνε τα ίσια μου μαλλιά.
Και λέκιαζε τα ρούχα μου με σκόνη.
Χωρίς ομπρέλα, απροστάτευτη.
Στάθηκα απέναντι στον κόσμο.
Έκανα απλά μια παύση.
Και τότε είδα τη ζωή.
Όχι το "αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα".
Είδα απλά τη ζωή.
Ήταν εκεί στις φυλλωσιές των δέντρων ,που έτρεμαν.
Στο γνώριμο μονοπάτι που, στην πραγματικότητα, πρώτη φορά αντίκριζα.
Στον άνεμο που σφύριζε και μου κλεινε τα μάτια.
Ήταν εκεί.
Στις σταγόνες της βροχής που σκέπασαν το σώμα μου.
Κι ήταν η πρώτη φορά.
Που ο γυάλινος μικρόκοσμός μου ράγισε.
Και γέμισε ως πάνω με ζωή.
Ήταν τότε.
Που ο καλοσιδερωμένος εαυτός μου ένιωσε ,στ'αλήθεια,τη βροχή.
Και χάρηκα που βράχηκα.

Χάρηκα που ήμουν ζωντανή.