Μια μέρα που νύχτωσε με έρωτα.
Μια νύχτα που χάραξε με πόνο.
Κι άλλη μια κι ήρθε στον κόσμο.
Η μάνα το σφιξε στην αγκαλιά της.
Και στάθηκε ο πατέρας από πάνω του σαν ίσκιος.
Εδώ θα είμαστε. Για πάντα.
Στα πάντα.
Η μάνα το σφιξε στην αγκαλιά της.
Και στάθηκε ο πατέρας από πάνω του σαν ίσκιος.
Εδώ θα είμαστε. Για πάντα.
Στα πάντα.
Και το μικρό παιδί έχτισε υπομονετικά το ασημένιο του κλουβί.
Του είχαν πει, εσύ θα χτίσεις ασημένιο.
Δε ρώτησε γιατί.
Δεν έμαθε γιατί.
Το μικρό παιδί φόρεσε τα θαλασσιά του ρούχα.
Εσύ θα βάλεις θαλασσιά, του είπαν.
Δε μίλησε.
Μόνο έμπηξε στο χώμα τα φτερά του για θεμέλιο.
Εσένα το κλουβί σου θα βλέπει ανατολή, του είπαν.
Στοίβαξε φόβους για παράθυρο, να μην το καίει ο ήλιος.
Φτιάξε και σύνορα και μέχρι εκεί θα ζεις, είπαν.
Και πήρε προκατάληψη να φτιάξει ένα φράχτη.
Και μη σηκώσεις το κεφάλι πριν τελειώσεις.
Κι όσο χτιζόταν το κλουβί, το γυάλιζε η μάνα.
Κι έφερνε πρόκες ο πατέρας και τσιμέντο.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες και τα χρόνια.
Κι έφερνε πρόκες ο πατέρας και τσιμέντο.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες και τα χρόνια.
Και το κλουβί τελείωσε , μα ,πια, δεν τον χωρούσε.
Ποτέ ξανά δε μπόρεσε κεφάλι να σηκώσει.
Τα χρόνια του καρφώσανε στη γη τα δυο του μάτια.
Καθρέφτη από ελπίδα σκάλισε. Λαβή από ανάγκη.
Τον έστρεψε να δει τι γίνεται πιο πέρα.
Τα μάτια του πλημμύρισαν με δάκρυα.
Γεμάτη πράγματα η γη.
Από χρυσάφι και χαλκό ή πλαστικό ακόμα.
Μα όλα διαφορετικά, ίσως και λίγο ίδια.
Στόλιζε η μάνα το κλουβί ,μα το κορμί πονούσε.
Κι απελπισία γέμιζε ως πάνω το λαιμό του.
Και φώναξε και ούρλιαξε και άνοιξε τα χέρια.
Και το κλουβί γκρεμίστηκε μπροστά στα δυο του πόδια.
Καμπουριασμένος και νωθρός βγήκε στον έξω κόσμο.
Κι η μάνα έκλαιγε πικρά , γυάλιζε τα συντρίμια.
Τα μάτια του πλημμύρισαν με δάκρυα.
Γεμάτη πράγματα η γη.
Από χρυσάφι και χαλκό ή πλαστικό ακόμα.
Μα όλα διαφορετικά, ίσως και λίγο ίδια.
Στόλιζε η μάνα το κλουβί ,μα το κορμί πονούσε.
Κι απελπισία γέμιζε ως πάνω το λαιμό του.
Και φώναξε και ούρλιαξε και άνοιξε τα χέρια.
Και το κλουβί γκρεμίστηκε μπροστά στα δυο του πόδια.
Καμπουριασμένος και νωθρός βγήκε στον έξω κόσμο.
Κι η μάνα έκλαιγε πικρά , γυάλιζε τα συντρίμια.
Και άνθρωποι πολύχρωμοι του απλώσανε τα χέρια.
Φορούσαν μαύρα ,κόκκινα, και θαλασσιά ακόμα.
Έκανε βήματα αργά και ίσιωνε το σώμα.
Η μάνα δεν τον έψαξε ,εκεί τον περιμένει,
Να ξαναχτίσει το κλουβί , να είναι όπως τον θέλει.
Μα εκείνος έκανε τη γη, σπίτι να τον χωράει.
Και σκέφτεται τη μάνα του, σαν θαλασσιά φοράει.
Φορούσαν μαύρα ,κόκκινα, και θαλασσιά ακόμα.
Έκανε βήματα αργά και ίσιωνε το σώμα.
Η μάνα δεν τον έψαξε ,εκεί τον περιμένει,
Να ξαναχτίσει το κλουβί , να είναι όπως τον θέλει.
Μα εκείνος έκανε τη γη, σπίτι να τον χωράει.
Και σκέφτεται τη μάνα του, σαν θαλασσιά φοράει.