“Νονέ θέλω για τα Xριστούγεννα τη μπάρμπι παιδική χαρά”, είπα.
Ξέρετε αυτή που είχε κι ένα παιδάκι μαζί και το 'κανε κούνια.
Και στην πλάτη του είχε ένα κουμπί που το πατούσες και γελούσε.
Τόσο απλά. Πατούσες ένα κουμπί και η Σάλλυ γινόταν ευτυχισμένη.
Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς αμφισβήτηση, χωρίς πως και γιατί.
Και ήταν η μπάρμπι παιδική χαρά το δικό σου κουμπί.
Ο δικός σου κόσμος .
Τον έφτιαχνες εσύ, με τη φαντασία σου.
Όλα γίνονταν με δική σου πρωτοβουλία. Χωρίς αντιρρήσεις.
Και ξαφνικά, εικοσιτέσσερα κεριά στολίζουν την τούρτα σου.
Και βλέπεις με μάτια ορθάνοιχτα τις κούκλες να ξυπνάνε.
Να έχουν σάρκα και οστά.
Να έχουν βούληση.
Είσαι κι εσύ μία απ' αυτές.
Ψάχνεις, απεγνωσμένα, στην πλάτη σου το κουμπί της ευτυχίας.
Κι όσο το ψάχνεις, τόσο πιο απίθανο μοιάζει το να το βρεις.
Γιατί δεν είναι πια κουμπί.
Είναι μια μικροσκοπική εσοχή, σαν το reset στο gameboy.
Μόνο μια πολύ λεπτή βελόνα είναι ικανή να το αγγίξει.
Αρχίζεις να τα χάνεις.
Όλα έχουν αλλάξει.
Ο κόσμος μοιάζει με φάρσα.
Κανείς δε γελάει. Κάνεναν δε μπορείς να ελέγξεις.
Οι κούκλες έρχονται και φεύγουν όποτε το θελήσουν.
Αν το θελήσουν.
Τίποτα δεν είναι τόσο απλό.
Ο πρίγκιπας είναι, πια, αμετανόητος εργένης.
Κι η μπάρμπι πολυκατάστημα, τώρα ψωνίζει meth από την κούκλα Walter White.
Ένας άλλος κόσμος και μέσα εσύ.
Μ' ένα reset στην πλάτη και κανέναν να στο πατήσει.
Κανέναν να θέλει να σε κάνει να γελάσεις.
Δεν είσαι πια, για κανέναν, η Σάλλυ.
Κι είσαι εσύ που νιώθεις, τώρα, σαν άψυχη κούκλα.
Τα χέρια σου δε λυγίζουν, το χαμόγελο έχει παγώσει.
Μέσα σου απλώνεται ένα απέραντο κενό.
Μια πλαστική κούκλα.
Που αρνείται να αποδεχτεί τον κόσμο όπως είναι.
Έρμαιο αυτού του “κάποιου λόγου” για τον οποίο γίνονται όλα.
Από καθοδηγητής, μαριονέτα.
Κι από μπάρμπι παιδική χαρά, μπάρμπι σχιζοφρένεια.
Ξέρετε αυτή που είχε κι ένα παιδάκι μαζί και το 'κανε κούνια.
Και στην πλάτη του είχε ένα κουμπί που το πατούσες και γελούσε.
Τόσο απλά. Πατούσες ένα κουμπί και η Σάλλυ γινόταν ευτυχισμένη.
Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς αμφισβήτηση, χωρίς πως και γιατί.
Και ήταν η μπάρμπι παιδική χαρά το δικό σου κουμπί.
Ο δικός σου κόσμος .
Τον έφτιαχνες εσύ, με τη φαντασία σου.
Όλα γίνονταν με δική σου πρωτοβουλία. Χωρίς αντιρρήσεις.
Και ξαφνικά, εικοσιτέσσερα κεριά στολίζουν την τούρτα σου.
Και βλέπεις με μάτια ορθάνοιχτα τις κούκλες να ξυπνάνε.
Να έχουν σάρκα και οστά.
Να έχουν βούληση.
Είσαι κι εσύ μία απ' αυτές.
Ψάχνεις, απεγνωσμένα, στην πλάτη σου το κουμπί της ευτυχίας.
Κι όσο το ψάχνεις, τόσο πιο απίθανο μοιάζει το να το βρεις.
Γιατί δεν είναι πια κουμπί.
Είναι μια μικροσκοπική εσοχή, σαν το reset στο gameboy.
Μόνο μια πολύ λεπτή βελόνα είναι ικανή να το αγγίξει.
Αρχίζεις να τα χάνεις.
Όλα έχουν αλλάξει.
Ο κόσμος μοιάζει με φάρσα.
Κανείς δε γελάει. Κάνεναν δε μπορείς να ελέγξεις.
Οι κούκλες έρχονται και φεύγουν όποτε το θελήσουν.
Αν το θελήσουν.
Τίποτα δεν είναι τόσο απλό.
Ο πρίγκιπας είναι, πια, αμετανόητος εργένης.
Κι η μπάρμπι πολυκατάστημα, τώρα ψωνίζει meth από την κούκλα Walter White.
Ένας άλλος κόσμος και μέσα εσύ.
Μ' ένα reset στην πλάτη και κανέναν να στο πατήσει.
Κανέναν να θέλει να σε κάνει να γελάσεις.
Δεν είσαι πια, για κανέναν, η Σάλλυ.
Κι είσαι εσύ που νιώθεις, τώρα, σαν άψυχη κούκλα.
Τα χέρια σου δε λυγίζουν, το χαμόγελο έχει παγώσει.
Μέσα σου απλώνεται ένα απέραντο κενό.
Μια πλαστική κούκλα.
Που αρνείται να αποδεχτεί τον κόσμο όπως είναι.
Έρμαιο αυτού του “κάποιου λόγου” για τον οποίο γίνονται όλα.
Από καθοδηγητής, μαριονέτα.
Κι από μπάρμπι παιδική χαρά, μπάρμπι σχιζοφρένεια.