Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Κοιμάμαι στη μέση, να ξέρεις.

Με ξύπνησαν. Ήταν πια μεσημέρι.
Κι ένα κενό πιάνει τη θέση σου,στο δίπλα μαξιλάρι.

Η μέρα κοιτάει μπροστά κι είναι μικρά τα βήματα.
Απόγευμα.

Έπαψα πια από καιρό να περιμένω.
Και δε ρωτάω πια, ούτε και συζητάω.

Κι όσες φορές φαντάστηκα να στέκεσαι στην πόρτα,
τόσες θηλιές μου έπλεξα για να ξυπνώ μαζί τους.

Είναι ακόμη απόγευμα.
Μα ο ήλιος δε διαπερνά τα φιμωμένα τζάμια.

Σε λίγο θα βραδιάσει.
Θα 'ναι, άραγε, πιο δύσκολα απ' ότι το πρωί;

Ξέχασα, κιόλας, τη μεριά σου, στο κρεβάτι.
Κι, αλήθεια, πια, δε με πειράζει.

Κι αν επιβίωσα από 'κείνες τις νύχτες,
εδώ θα 'μαι και αύριο.

Κοιμάμαι στη μέση, να ξέρεις.
Και θέμα αλλάζω, στη σκέψη μου.

Λεπτομέρειες. Μικρές, εθιστικές.
Τρέχουν και σβήνουν μαζί με τον ύπνο.

Τις μετράω μία μία. Φλέβες, σαγόνι, δάχτυλα.
Θολώνουν μαζί με κάθε τι γνώριμο.

Δε φοβάμαι πια. Κι ούτε αναπολώ.

Μου φτάνει να σε νιώθω εκεί έξω.
Να φυσάς, κάθε στιγμή, τις εκπνοές σου.

Κι αυτό το γέλιο, που πασχίζω να ξεχάσω,
να αντηχεί, κάπου εκεί, στον έξω κόσμο.

Δε φοβάμαι πια, ούτε ελπίζω.

Κι ίσως μου φτάνει πως υπάρχεις. Και υπάρχω.
Ίσως, μια μέρα, στ' αλήθεια να μου φτάνει.





Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Το πρόσωπό σου ξέχασα, μα είδα το δικό μου.

Δεν άκουσες ξανά τον ήχο της φωνής μου,
γιατί οι νύχτες και οι μέρες μου σε φώναζαν.

Δε μούσκεψες με δάκρυα τα δυο σου χέρια,
γιατί πάνω στα μάγουλά μου στέγνωσαν.

Δεν πνίγηκες στα χέρια μου που σ' έσφιγγαν με τρόμο,
γιατί ήταν χέρια αδειανά που τύλιγαν εμένα.

Δεν είδες τη μορφή , πίσω σου, να λυγίζει,
αφού θάρρος, ποτέ, δε βρήκες να γυρίσεις.

Κι όλα αυτά που φώναζα δε μπόρεσες ν'ακούσεις,
αφού άχνα, καμιά, δε βρήκα να σε πείσει.

Δεν έβλεπα τα πρόσωπα που τρυφερά κοιτούσαν,
αφού τα μάτια μου τα σφράγιζα ,με πείσμα.

Δεν πίστεψα, στιγμή, πως είμαι για καλύτερα,
αφού. ποτέ, δεν ήμουν ικανή να μ'αγαπήσω.

Δεν ένιωθα πως θα 'φτανε εκείνο το πρωί.
Μα να, σήμερα ξύπνησα χωρίς να με φοβάμαι.

Κι ούτε περίμενα ένα χέρι ν'απλωθεί.
Και να το ,που σφιχτά κρατάει τον καρπό μου.

Δεν έμαθα τι ήμουνα για σένα, δεν έμαθα αν ήμουν.
Μα να, το πρόσωπό σου ξέχασα και, είδα , το δικό μου.