Δεν ήταν τα κάστρα, που έριξα, που μ' έφεραν κοντά σου.
Ούτε οι μέρες που πέρασα κρυμμένη στις σκιές.
Δεν ήταν οι λέξεις που έχαναν, αργά, το νόημά τους,
το άδειο σπίτι που πνιγόταν απ' τις ώρες,
ούτε ο εαυτός μου, ο κλεισμένος στο πατάρι.
Ήταν τα χέρια σου.
Που έκλεισαν στον κύκλο τους τις αιχμηρές γωνιές μου.
Τα δυο σου πόδια.
Που πάτησαν γερά στη γη, αντί για τα δικά μου.
Ήτανε δυο φτερά.
Φυγάδευσαν το ρημαδιό μου, μες τη νύχτα.
Και ήταν τα δυο σου μάτια.
Γεμάτα ως πάνω με βροχή, ζωγράφιζαν αιώνιες λιακάδες.
Ήταν τα χείλη σου.
Που μ' εναν ψίθυρο μου φώναξαν την πιο κρυφή αλήθεια.
Δεν είναι οι γκρεμισμένοι φόβοι που μας έφεραν εδώ.
Είναι ταμπέλες φωτεινές που αναβοσβήνουν.