Γύρισε.
Η ομίχλη.
Το μαύρο κύμα.
Αυτό που φέρνει πάντα τρικυμία.
Φουρτούνα, απ' τις άγριες. Τις ισοπεδωτικές.
Και μια σταγόνα, άφαντη στη δίνη.
με νύχια και δόντια, με βαθύ οδυρμό.
Προσπαθεί να βγει στην ακτή.
Πιάνω το στέρνο μου.
Ξεκινάω ψηλά απ' το λαιμό μου και φτάνω χαμηλά στην κοιλιά.
Χαϊδεύω απαλά, πιέζω, ψηλαφίζω.
Σιγουρεύομαι ότι είναι λείο.
Ότι αυτή η ρωγμή είναι μόνο στο μυαλό μου.
Δεν πιάνω τίποτα.
Κι όμως το νιώθω.
Κόβομαι στα δύο.
Το μαύρο αγκάθινο κουβάρι.
Σπάει το κέλυφος.
Στροβιλίζεται με δύναμη.
Χτυπάει στα τοιχώματα, τα γδέρνει, τα πληγώνει.
Τρώει το χρόνο και μεγαλώνει.
Λεπτό το λεπτό ασχημαίνει.
Τρικυμία εγκλωβισμένη, σ' ένα κουτί γεμάτο παλμούς.
Τα ρούχα μου είναι μούσκεμα.
Δε βρέχει.
Μια βουή ανεβαίνει απ' το στομάχι μου.
Χτυπάει με δύναμη το λαιμό.
Ανοίγω διάπλατα το στόμα μου.
Σιωπή.
Η βουή σφυροκοπά τους κροτάφους μου.
Εισπνοή. Εκπνοή.
Κλείνω τα μάτια.
Χάος.
Η αόρατη λεπίδα γυαλίζει στο φως.
Ήρεμη, γνώριμη, απειλητική.
Πέφτει στυγνά, αστραπιαία.
Χώνεται βαθιά στα σπλάχνα μου.
Με διασχίζει.
Πασχίζει, κραδαίνει, γλιστρά.
Αποτυγχάνει.
Είμαι ολόκληρη.
Σηκώνω τα βλέφαρα.
Η τρικυμία σπάει το φράγμα.
Σκίζει τα μάγουλά μου και χάνεται.
Απεγκλωβίζεται.
Η βουή χτυπάει με δύναμη τους τοίχους.
Ξεγλιστρά από μέσα μου σα νύχτα. Πηχτή και μαύρη.
Γεμίζει το δωμάτιο με φόβο.
Φοβάμαι.
Η ομίχλη, το κουβάρι, η λεπίδα.
Η φωνή μου, το κορμί μου, το μυαλό.
Όχι εδώ. Όχι τώρα. Όχι πάλι.
Το βάζω στα πόδια.
Πίσω μου κύματα.
Μπροστά;