Ένα Σάββατο απόγευμα, μελαγχόλησα.
Τα μαλλιά μου ήταν κυματιστά.
Τα μάτια μου βαμμένα ηλιοβασιλί.
Ήμουν πιο όμορφη απ' τις άλλες μέρες.
Ένα Σάββατο απόγευμα, φοβήθηκα.
Οι μέρες δεν περνούσαν με τίποτα και περνούσαν σαν αστραπή.
Ήταν Φλεβάρης, αλλά μύριζε καλοκαίρι.
Ήμουν γεμάτη φίλους, άλλα ήμουν άδεια.
Ένα Σάββατο απόγευμα, σε ρώτησα.
Που πήγαν οι μέρες που περπατούσαμε χέρι - χέρι.
Που σε φιλούσα στο στόμα, στη μέση του δρόμου.
Που με περίμενες στο σπίτι και είχες ανάψει θερμοσίφωνα.
Ένα Σάββατο απόγευμα, μου έμοιαζε με Κυριακή.
Αύριο δεν έχω σχολείο.
Οι γονείς μου δε με πήγαν στις κούνιες.
Τα παιδιά της γειτονιάς μου, δεν είναι, πια, παιδιά.
Ένα Σάββατο απόγευμα, ονειρεύτηκα.
Ήρθες με τα μάτια βαμμένα χαραυγί.
Μου έφερες ζεστό καφέ και κουλουράκια βανίλιας.
Μου είπες ότι μ' αγαπάς.
Ένα Σάββατο απόγευμα, που έμοιαζε με Κυριακή, που δεν περνούσε με τίποτα, αλλά πέρασε σαν αστραπή, που τα μάτια μου ήταν βαμμένα ηλιοβασιλί, δεν ήσουν εκεί. Να σε ρωτήσω που πήγαν οι μέρες. Να σε φιλήσω στο στόμα, στη μέση του δρόμου, να μου πεις πως μ' αγαπάς.
Ένα Σάββατο απόγευμα που μελαγχόλησα και φοβήθηκα και ονειρεύτηκα, δεν είδες τα κυματιστά μαλλιά μου, ούτε μου έφερες καφέ και κουλουράκια βανίλιας. Δε με περίμενες στο σπίτι με αναμμένο θερμοσίφωνα.
Ένα Σάββατο απόγευμα του Φλεβάρη, που μύριζε καλοκαίρι, και τα παιδιά της γειτονιάς δεν ήταν πια παιδιά, ευχήθηκα να δω τα μάτια σου βαμμένα χαραυγί. Και να σου πω ότι είσαι πιο όμορφη απ' τις άλλες μέρες. Να περπατήσουμε χέρι- χέρι και να με πας στις κούνιες. Να είμαι γεμάτη από σένα και να μη νιώθω άδεια.
Ένα Σάββατο απόγευμα, μπορεί και να.