Ταπ ταπ ταπ
Η βροχή παίζει ρυθμικά, στο μπαρμπριζ. Ταπ ταπ. Κάποιο τραγούδι παίζει, που δε μπορώ να θυμηθώ. Σπάω το κεφάλι μου, πως πήγαινε, να δεις. Αρβανιτάκη; Μπα. Θα το θυμηθώ, που θα πάει.
Είναι καλοκαίρι και βρέχει καταρρακτωδώς. Ανοίγω το παράθυρο. Εισπνέω. Ζεστό, μουσκεμένο τσιμέντο. Η μυρωδιά μου θυμίζει φθινόπωρο. Τα κόκκινα φωτάκια των αυτοκινήτων, παραταγμένα το ένα πίσω απ' τ' άλλο, σε μια πελώρια κυματιστή γραμμή, με κάνουν να σκέφτομαι τα Χριστούγεννα. Ταπ ταπ ταπ.
Πολλές φορές μοιάζω με καλοκαίρι, αλλά νιώθω φθινόπωρο.
Άραγε θα νοιαστεί κανείς;
Ταπ ταπ ταπ
Της- εξοχής ταπ ταπ τα πρωι-νά ταπ ταπ θα τα βρού-με ξανά ταπ ταπ
α-γκαλιά ταπ ταπ στο κρεβάτι ταπ ταπ.
Πρωτοψάλτη παίζει. Η βροχή, στο μπαρμπρίζ μου, παίζει Πρωτοψάλτη.
Δύο μέτρα πρώτη και, ξανά, νεκρά. Πήξημο. Ταπ ταπ.
Η μέρα ξεκίνησε με ήλιο και ζέστη και τώρα, οι βροντές συνεχόμενες και δυνατές, σκεπάζουν, που και που, τη συναυλία της βροχής στο τζάμι.
Ταπ ταπ Και δεν πειρά-ζει ταπ ταπ που τό-σο νωρίς ταπ ταπ θα κοιτά-με χωρίς ταπ ταπ να γυρεύ-ου-με κά-τι ταπ ταπ
Πολλές φορές μοιάζω με ήλιο, αλλά νιώθω βροχή.
Άραγε θα με δεχτεί κανείς;
Ταπ ταπ ταπ
Καραμπόλα. Γλιστράει η ρημάδα η βροχή. Πάλι καλά δεν έπαθε τίποτα ο άνθρωπος, στο μηχανάκι. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι ζω από θαύμα.
Ταπ ταπ. Δεν κοιμάμαι πολύ καλά το βράδυ. Παίρνω βιταμίνες, βάζω παγάκια, ροδέλες από αγγούρια, κρέμες, αλλά οι μαύροι κύκλοι συνεχίζουν να είναι ξαπλωμένοι, πεισματικά, κάτω από τα μάτια μου. Παρ' όλα αυτά, όλοι μου λένε πως φαίνομαι πιο όμορφη και πιο ξεκούραστη από ποτέ.
Ταπ ταπ γι' αυτά που ή-ρθανε ταπ ταπ τό-σο αργά ταπ ταπ μα τα πή-ρε η καρδιά ταπ ταπ με τα χέ-ρια α-νοιγμέ-να ταπ ταπ.
Πολλές φορές μοιάζω ξεκούραστη, αλλά νιώθω πτώμα.
Άραγε θα με δει κανείς;
Ταπ ταπ ταπ
Η βροχή έχει αρχίσει να με εκνευρίζει. Δε δυναμώνει, δε σταματάει, μόνο συνεχίζει να παίζει, ρυθμικά, Λίνα Νικολακοπούλου. Και ξέρουμε όλοι το πρόβλημά μου με τη Λίνα. Γενικά, με εκνευρίζει να νιώθω ότι κάποια άγνωστη, ακόμα κι αν είναι διάσημη στιχουργός, έχει τόσο μεγάλη επίδραση πάνω μου.
Ταπ ταπ μια παρα-λί-α ταπ ταπ ε-ρημική ταπ ταπ.
Μπορεί να φαίνομαι εκδηλωτική και κουλ, αλλά, μεταξύ μας, τρέμω τη στιγμή, που κάποιος θα δει ποια πραγματικά κρύβω μέσα μου. Είμαι σίγουρη ότι δε θα τη συμπαθήσει κι ας λέει η ψυχολόγος μου ό,τι θέλει.
Ταπ ταπ και ν' απλώ-να-με εκεί ταπ ταπ της ζω-ής μας το κύ-μα ταπ ταπ.
Πολλές φορές μοιάζω κουλ, αλλά νιώθω φοβισμένη.
Άραγε θα καταλάβει κανείς;
Ταπ ταπ ταπ.
Φτάνει. Ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου και βγαίνω έξω στη βροχή. Άλλον ένα στίχο να ακούσω και θα αρχίσω να τσιρίζω. Τα αμάξια δεν κουνιούνται ούτε ίντσα. Η Πειραιώς μοιάζει με μια τεράστια Χριστουγεννιάτικη φιέστα, που στήθηκε μέσα στο κατακαλόκαιρο, ενώ τα τσιμέντα μυρίζουν φθινόπωρο. Αφήνω τα πράγματά μου στο αυτοκίνητο και το αυτοκίνητο στη μέση της ανορθόδοξης γιορτής και παίρνω τους δρόμους.
Ταπ ταπ και δεν πει-ρά-ζει ταπ ταπ που τό-σα φι-λιά ταπ ταπ
Προχωράω, ανάμεσα στα αυτοκίνητα, αποφασισμένη, να μη γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου. Η βροχή δυναμώνει και μαζί της δυναμώνει κι η Πρωτοψάλτη. Ταπ ταπ πριν να γί-νουν παλιά ταπ ταπ θα τα πά-ρει το κύ-μα ταπ ταπ.
Πολλές φορές μοιάζω συγκρατημένη, αλλά νιώθω παρορμητική.
Άραγε θα με ζητήσει κανείς;
Ταπ ταπ ταπ
Τρέχω. Τα πέδιλά μου γλιστράνε. Με τραβάνε πίσω. Εκεί, που δεν αγαπάει, δε νοιάζεται, δε δέχεται, δε βλέπει, δεν καταλαβαίνει, δε ζητάει κανείς. Τα βγάζω, ξεχνάω, στη στιγμή, ότι ήταν τα αγαπημένα μου, και χωρίς καν να γυρίσω να τα κοιτάξω, συνεχίζω να τρέχω. Ξυπόλυτη. Ελεύθερη. Δεν κοιτάζω πίσω. Δεν κλαίω, δε φοβάμαι, δεν αποχαιρετώ.
Ίσως καταλάβουν, μια μέρα.
Ταπ ταπ η σωτηρί-α της ψυ-χής ταπ ταπ εί-ναι πο-λύ μεγά-λο πράγ-μα ταπ ταπ.
Δε με νοιάζει τι λένε. Δεν ακούω καμία φωνή. Δε βλέπω κανένα λοξό βλέμμα, κανένα προτεταμένο χέρι. Δεν είμαι, πια, εδώ. Είμαι κάπου, που δεν πειράζει να είσαι καλοκαίρι, φθινόπωρο, ήλιος, βροχή, ξεκούραστη, πτώμα, κουλ ή φοβισμένη, συγκρατημένη ή παρορμητική.
Δεν είμαι, πια, τίποτα απ' όλα αυτά.
Είμαι ένα ρόδο, κάπου ψηλά, στον ουρανό.
*σαν ταξιδάκι αναψυχής, μ' ένα κρυμμένο τραύμα.
,σε δύο κόκκινα ψηλοτάκουνα μποτάκια.