Δεν ξέρεις τίποτα, πια, για μένα.
Δεν έχεις ιδέα πως μυρίζουν τα ρούχα μου, ποια είναι η θέση μου στον καναπέ.
Ούτε που βάζω το αντικολλητικό χαρτί, στη νέα μου κουζίνα.
Και ξέρεις και κάτι;
Αγόρασα αντικολλητικό ταψί, είναι πιο οικολογικό.
Και εκεί που, πριν, έβαζα τη λαδόκολλα, τώρα βάζω τις χριστουγεννιάτικες κούπες μου.
Φαντάζομαι περπατάς ακόμα στο πάρκο, κάθε απόγευμα, φορώντας τα αθλητικά, που, πεισματικά, αρνείσαι να αποχωριστείς, γιατί είναι τα αγαπημένα σου - δε φτιάχνονται πια τέτοια- κι ας ξέρουμε όλοι ότι ο πάτος είναι κολλημένος με ούχου στιγμής και είναι έτοιμος από στιγμή σε στιγμή να γίνει κομφετί.
Πηγαίνεις, ανελλιπώς, τις Πέμπτες στη λαϊκή, σέρνοντας το σιδερένιο, δίπατο, καροτσάκι, που αυτόματα σε μεταμορφώνει στη θεία σου, τη Βεατρίκη και φυσικά φροντίζεις να μην πας νωρίτερα από τις δύο και μισή, γιατί τότε είναι που βρίσκεις τις πολύχρωμες πιπεριές στη σοκαριστική τιμή του ενός ευρώ, το κιλό. Έτσι κερδίζεις τον καπιταλισμό.
Συνεχίζεις να ζεις κανονικά, δηλαδή.
Χωρίς να σε απασχολεί, το πώς χώρεσε ΑΚΡΙΒΩΣ στην εσοχή του χολ, η νέα μου παπουτσοθήκη, λες και την έκανα παραγγελία, ενώ ξέρεις πολύ καλά πως την πήρα μεταχειρισμένη.
Χωρίς να τσιρίζεις μέσα σου, που το σπίτι μου είναι απ' τη μία ανατολικό κι απ' την άλλη δυτικό, πράγμα που σημαίνει ότι ο ήλιος ανατέλλει στο σαλόνι μου και δύει στην κουζίνα μου.
Εξακολουθείς να πας στη δουλειά σου, με το ίδιο αυτοκίνητο, του οποίου το πίσω αριστερό φανάρι δεν ανάβει, αλλά δεν έχεις και κανένα σκοπό να φτιάξεις, τουλάχιστον όχι πριν περάσεις ΚΤΕΟ σε 7 μήνες από σήμερα και ακολουθείς την ίδια πορεία, σχεδόν, ευλαβικά.
Φεύγεις από το σπίτι σου, κάθε μέρα, μια εντελώς συγκεκριμένη ώρα, για να προλάβεις να βγεις στην Κηφισίας, πριν το κάνει και όλη η υπόλοιπη Αθήνα κι έχεις, μάλιστα, ανακαλύψει ότι αν βγεις από την προηγούμενη έξοδο και το κόψεις μέσα από τα στενά, φτάνεις στο γραφείο, τουλάχιστον τρία λεπτά νωρίτερα απ' το προβλεπόμενο. Έτσι κερδίζεις το gps.
Υπάρχεις άνετα, αβίαστα.
Χωρίς να σε ταράζει που, στο νέο μου σπίτι, το νερό του θερμοσίφωνα τελειώνει μέσα σε δεκαπέντε λεπτά με το ρολόι, ανεξάρτητα από το πόση ώρα τον έχω αφήσει αναμμένο. Ή που οι υπόλοιποι γείτονες είναι τόσο τσιγκούνηδες, που ψήφισαν να βάλουμε μισό τόνο πετρέλαιο, ποντάροντας να μας μείνει και για του χρόνου, με αποτέλεσμα να μην ανάβουν καλοριφέρ, αν η εξωτερική θερμοκρασία δεν πέσει κάτω από πέντε βαθμούς και συνεπώς εγώ να καταλήγω με τη ρόμπα, που σου είχα κάνει δώρο, πάνω από αυτή που μου είχες κάνει δώρο εσύ και πάλι να κρυώνω- γαμώ το φελέκι μου-.
Κι όλα αυτά, την ώρα που εσύ, ανέμελη, πίνεις σταθερά κρύο καφέ, μες το καταχείμωνο και σε καμία περίπτωση δεν έχεις κόψει το κάπνισμα, όπως έλεγες, ακόμα κι αν προσπάθησες, αποτυχημένα, να το αντικαταστήσεις με εκείνη την αηδία που μύριζε μύρτιλο ή κάτι τέτοιο άσχετο.
Και κάτι μου λέει ότι συνεχίζεις να τρως κάθε Παρασκευή το ίδιο ριζότο, στην ίδια καρέκλα, που μαζέψαμε μαζί απ' τα σκουπίδια, ακούγοντας τον ίδιο δίσκο, που κολλάει πάντα στο προ- τελευταίο τραγούδι και αφήνοντας το άπλυτο πιάτο σου στην ίδια θέση του νεροχύτη, μέχρι να ξυπνήσεις το επόμενο πρωί και να κάνεις ,με την ίδια σειρά, όλες τις δουλειές του σπιτιού, που δεν κατάφερες να τελειώσεις, μέσα στην εβδομάδα. Έτσι κερδίζεις την ακαταστασία.
Ξυπνάς και κοιμάσαι, ήσυχη, σα να λέμε, αγνοώντας πλήρως ότι το νέο μου στρώμα έχει παραπάνω από 2000 ελατήρια, ενώ, ταυτόχρονα, διαχωρίζεται σε χειμερινή και εαρινή πλευρά. Και φυσικά, δεν έχεις ιδέα ότι όσο γαμάτο κι αν ακούγεται όλο αυτό, στην πραγματικότητα το στρώμα είναι πασίβαρο και μου βγαίνει η ψυχή να το γυρίσω, ενώ ξέρω πως εσύ θα το έκανες πανεύκολα με τα χέρια σου, τα δυνατά και γυμνασμένα, που, όπως -αμέτρητες φορές- σου έχω αναφέρει, δεν ήταν προϋπόθεση για να μου αρέσεις, αλλά σίγουρα ήταν μπόνους.
Και για να κάνουμε μια σούμα: εσύ αναπνέεις κάθε στιγμή, τον ίδιο αέρα, ποτισμένο με καυσαέριο και διοξείδιο του άνθρακα, ζεις στην ίδια πόλη, γεμάτη με νεραντζιές, φυτεμένες πάνω σε πεζοδρόμια του ενός εκατοστού, γελάς ακόμα μόνη σου, με τα ίδια ηλίθια και εξωφρενικά έξυπνα αστεία σου και τα κάνεις όλα αυτά, χωρίς να σε πονάει που ο καναπές μου δεν έχει θέση για σένα, που το αντικολλητικό χαρτί έφυγε από τη ζωή μου διαπαντώς και που δεν υπάρχει δική σου μεριά στο νέο μου σούπερ ντούπερ στρώμα, των ανεξήγητα πολλών ελατηρίων και των πολύ πρωτοποριακών δύο όψεων.
Παρ' όλα αυτά, νομίζω πως είμαι εντάξει.
Είμαι εντάξει , πια, με το να τρώω πιο ακριβές πολύχρωμες πιπεριές από σένα.
Και να κάνω τρία λεπτά παραπάνω να φτάσω στη δουλειά μου, γιατί επιλέγω να πάω από την προτεινόμενη διαδρομή.
Είμαι εντάξει.
Χώνω τους φίλους μου να μου γυρνάνε το στρώμα στην εαρινή του θέση και κοιμάμαι, πια, στη μέση, ανάμεσα σε αχρείαστο αριθμό μαξιλαριών και γατιών, που ολοένα και αυξάνεται.
Και είναι πολλές από αυτές τις μέρες, που πέφτω για ύπνο, χωρίς να σε σκεφτώ.
Και βλέπω όνειρα, στα οποία συνήθως καταλήγω ηλιθιωδώς με διάσημες τραγουδίστριες, μέσα σε πολυτελή σκάφη, προς άγνωστο προορισμό, αλλά, τουλάχιστον, δεν ξυπνάω με το ίδιο βάρος στο στέρνο.
Αναπνέω πιο εύκολα, πια.
Ακόμα κι αν κάνει περισσότερο κρύο σε αυτό το σπίτι.
Κι ο νεροχύτης είναι μονίμως γεμάτος, γιατί τα πρωινά του Σαββάτου κάνω ηλιοθεραπεία στον καναπέ μου, αντί να κάνω τις δουλειές, που δεν τελείωσα μες τη βδομάδα.
Ακόμα κι αν έχω μήνες να δω την καρέκλα στο δωμάτιό μου, γιατί μια μέρα αποφάσισα πως θα την κάνω σπίτι για τα φορεμένα ρούχα μου.
Κι αν μου λείπει καμιά φορά να μυρίζουν τα μαλλιά μου χημικό μύρτιλο.
Ποιος ξέρει. Ίσως έτσι κερδίζω τη ζωή.
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO