Είχε 32 βαθμούς. Η αυλή, που μεγάλωσα μύριζε ξεραμένο χορτάρι. Όπως ακριβώς μύριζε τα καλοκαίρια, που έβγαινα να παίξω, μες το καταμεσήμερο, όταν όλοι κοιμόντουσαν. Ήταν ακόμα Μάιος. Σκέφτηκα την κλιματική καταστροφή και κάπως λυπήθηκα. Ένιωσα πως δεν υπάρχει γυρισμός.
Πίσω από τη σίτα, στην αυλή του γείτονα, η κορομηλιά ήταν
έτοιμη να πέσει απ’ το βάρος των καρπών της. Δεν έφτανα πολύ ψηλά, αλλά ακόμα
και τα πιο χαμηλά κλαδιά ήταν γεμάτα. Το πρώτο κορόμηλο της χρονιάς. Πάντα το
περίμενα πως και πως. Το σκούπισα στη φούστα μου, όπως έκανες κι εσύ. Έκανε κρατς. Ακριβώς όπως έπρεπε. Ήξερα ότι σε λίγες μόνο μέρες, τα κορόμηλα
θα ήταν κίτρινα, μαλακά και γλυκά. Δε θα υπήρχε γυρισμός.
Κόσμος πηγαινοερχόταν στην αυλή. «Φέρτε κάτω τα τραπέζια», «Έχουμε
αρκετά μαχαιροπίρουνα»; «Τελικά, θε έρθουν, τα παιδιά;» «Ποιος θα πάει να τα
φέρει;». Οι καρέκλες της βεράντας ήταν κατειλημμένες από γάτες. Έκανα το γύρω της
αυλής και κάθισα στα πίσω σκαλάκια. Θυμάμαι πόσο μεγάλα μου φαίνονταν όταν ήμουν παιδί και τώρα οριακά
χωράω να κάτσω. Το μισό μου σώμα αιωρείται και το πλακάκι αφήνει σημάδι στο μπούτι μου. Αλλά θα είναι πάντα τα δικά σου σκαλάκια. Αυτά που είχεις χτίσει με τα
χέρια σου. Κι ας σταμάτησα, πια. να χωράω. Κι ας μην υπάρχει γυρισμός.
Έβαλα λευκά ρούχα, πενηντάρι αντηλιακό και τα χρυσά σκουλαρίκια. Πως είναι δυνατόν να έχει τέτοιο καύσωνα; Τα κουτιά του ζαχαροπλαστείου στο πίσω κάθισμα με κοιτάνε απορημένα. Τραγουδάω ένα φρικτό τραπ τραγούδι, με στίχους που ντρέπεσαι να ξεστομίσεις. Στη διπλανή θέση, η Σελήνη με τραβάει βίντεο. Παρκάρω. Κάνω τρία βήματα και πέφτω πάνω σε μια τσουκνίδα. Βρίζω. Η Σελήνη με κυνηγάει με μια μολόχα στο χέρι. «Τρίψ'τη πάνω σου». Το ξέρατε ότι όπου φυτρώνουν τσουκνίδες, δίπλα φυτρώνουν πάντα μολόχες; Δηλητήριο και αντίδοτο. Δίπλα- δίπλα. Το τσούξιμο πέρασε. Αλλά εκείνη την τσουκνίδα, την έλιωσα λίγο αργότερα με το παπούτσι μου. Δεν ήθελα να υπάρξει γυρισμός.
Τσακώνομαι με τη μάνα μου, για τρίτη φορά σήμερα, αλλά δίνω τόπο στην οργή, μέρα που είναι. Γιατί είναι τόσο εύκολο να τσακωθώ με εκείνη και τόσο μα τόσο δύσκολο να τσακωθώ με τον υπόλοιπο κόσμο; Κάπως με έχουν πιάσει τα υπαρξιακά μου σήμερα. Όλα είναι έτοιμα. Οι καλεσμένοι έχουν φτάσει, τα κουτιά του ζαχαροπλαστείου στο ψυγείο. Αν έμεναν έξω, με τέτοια ζέστη, δε θα υπήρχε γυρισμός.
Το κινητό μου δεν έχει σταματήσει να χτυπάει. Απεριόριστη
αγάπη διαπερνά την οθόνη και καρφώνει στα μάτια μου δάκρυα. «Να είσαι δυνατή», «Θα
είμαι εδώ για ό,τι χρειαστείς», «Σ’ αγαπάω».
Η γιορτή τελείωσε. Η φασαρία, τα μαχαιροπίρουνα, οι φωνές,
τα γέλια, τα κλάματα. Η αυλή άδειασε. Τα τραπέζια γύρισαν στη θέση τους. Οι
γάτες ξαπλώνουν τώρα στα πλακάκια, που είναι δροσερά. Τα πιάτα, στάζουν στην
πιατοθήκη. Το τελευταίο ποτήρι, γλιστράει στη σαπουνάδα, πέφτει και γίνεται θρύψαλα. Λυπάμαι, ποτήρι, μα δεν υπάρχει γυρισμός.
Κάθομαι στο κρεβάτι σου και τρίβω με μανία τα αυτιά μου.
Αυτά τα μικρά χρυσά σκουλαρίκια, που έβλεπα μια ζωή μπροστά μου, τώρα είναι
πάνω μου. Στα λάθος αυτιά. Η κρέμα που σου έπαιρνα δώρο κάθε χρόνο, έχει αποτυπώματα
απ’ τα δάχτυλά σου. Κοιτάζομαι στο καθρεφτάκι, που έχεις δίπλα στο
κρεβάτι. Βλέπω τις ρυτίδες στο μέτωπο και τα ανοιχτόχρωμα μάτια του μπαμπά, στα
ίσια μαλλιά μου, τις σγουρές φύτρες της μαμάς. Και πιο κάτω βλέπω εσένα. Τη
μύτη και το στόμα σου.
Κάνω μια βαθιά βουτιά, στο παγούρι από φελιζόλ που κρατούσε
δροσερό το νερό στη θάλασσα. Στα βράδια, στη βεράντα, που ακούγαμε το Γκιώνη. Στα
λουτρά, που ερχόμουν μαζί σου ενώ ήμουν μόλις έξι ετών. Στον τραχανά σου, που με
τάιζες, στις καραμέλες, που σου έκλεβα, στο χώρο ανάμεσά μας στο κρεβάτι, που ήταν
το πιο ασφαλές μέρος στη γη. Και σε όλες τις φορές που μου είπες «Δε σε φοβάμαι
εσένα. Πετάς.»
Δεν υπάρχει γυρισμός, γιαγιά μου.
Αλλά, υπάρχει η μύτη και το στόμα σου κολλημένα στο πρόσωπό
μου.
Και τώρα είσαι εσύ που πετάς.