Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Το πέμπτο μαξιλάρι.


Ξύπνησα με μια γλυκόπικρη αίσθηση στα χείλη. 

Όχι, δεν είναι στα χείλη μου. 

Το στόμα μου έχει στεγνώσει. 

Καταπίνω τρεις φορές. 

Δεν είναι στα χείλη μου. 

Προσπαθώ να εισπνεύσω, αλλά κάτι μπλοκάρει το δεξί μου ρουθούνι.

Μένω μαρμαρωμένη για λίγο. 

Στο μυαλό μου έχω ήδη σηκωθεί, τεντωθεί, πετάξει τα σεντόνια.

Σύρθηκα ξυπόλυτη μέχρι το μπάνιο, ήπια λαίμαργα νερό στη χούφτα μου απ' τη βρύση του νιπτήρα- το ίδιο νερό με της κουζίνας έχει έτσι κι αλλιώς-, κατούρησα και ξαναγύρισα στο κρεβάτι.

Πίσω στην πραγματικότητα, εντελώς ακίνητη, με πλήρη απώλεια σάλιου και ικανότητας για οποιουδήποτε είδους κίνηση, κάνω την τελευταία μου προσπάθεια να ανοίξω τα μάτια μου.

Προς έκπληξή μου, το δεξί μου μάτι είναι εξίσου μπλοκαρισμένο.

Ανοίγω, λοιπόν το αριστερό, με μεγάλη βία, γιατί όχι δεν ξεβάφτηκα χθες.

Γιατί δεν ήμουν αρκετά ενήλικη, ώστε να πάρω το επαναχρησιμοποιούμενο βαμβακερό πανάκι μου, να ρίξω πάνω το οικολογικό λαδάκι μου και να τρίψω με μανία το- ήδη μισοξεβαμμένο- ματάκι μου. 

Η γλυκόπικρη αίσθηση είναι ακόμα εκεί. 

Χωρίς καμία λογική, ανοιγοκλείνω το ανοιχτό μου μάτι, πασχίζοντας να καταλάβω, αν ξαφνικά η όρασή μου είναι γλυκόπικρη απ' την ολονύκτια και απερίσκεπτη παραμονή μωβ μάσκαρας στα βλέφαρά μου. 

Την ίδια ακριβώς στιγμή, ξυπνάει το αριστερό μέρος του εγκεφάλου μου, με λέει ηλίθια που θεώρησα, έστω και μισοκοιμισμένη, ότι έχω γλυκόπικρη όραση και γελάω, από μέσα μου, υπνωτισμένη. 

Και τότε τα βλέπω. 

Πολύχρωμα λουλούδια, σε όλα τα μεγέθη απλώνονται μπροστά μου. 

Ένα λιβάδι απέραντο, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μου (το αριστερό). 

Τα κοιτάζω και προσπαθώ να καταλάβω. 

Πως βρέθηκα εδώ; 

Τι λουλούδια είναι αυτά; 

Πόσο βαριά κοιμήθηκα; 

Μήπως δεν ξύπνησα ακόμα;

Βιολέτες; Κυκλάμινα; Χαμομήλια; Τελικά δεν έχω ιδέα από λουλούδια.

Δηλαδή, αν δεν είναι τριαντάφυλλα που είναι τα πιο φέιμους, μαργαρίτες, που λατρεύει η Σελήνη, νερανγκούλες, που είχε γεμίσει τον κήπο η γιαγιά μου, ή λίλιουμ, που σκότωσαν το γάτο μου, ζω σε αυτή τη γη με μηδενικές γνώσεις σχετικά με τη χλωρίδα. 

Και βασικά νιώθω και εντελώς ανιστόρητη και αγεωγράφητη και άσχετη γενικώς. 

Ποια εγώ! Που στην έκτη δημοτικού έπεσα απ' την καρέκλα από το ζήλο μου να πω το μάθημα για την Αφρική και τελικά σηκώθηκε η μπροστινή μου και είπε και το Κιλιμάντζαρο - Καλικάντζαρο. 

Να 'ναι καλά η κοπέλα, έκανε και παιδάκι πρόσφατα, ίδιο με εκείνη.

Πίσω στο ημίγυμνο κορμί μου, με δεξί ρουθούνι και μάτι μπλοκαρισμένο, άφωνη, μπροστά στο μεγάλο λιβάδι με τα άγνωστα λουλούδια, με πιάνουν τα κλάματα. 

Τέσσερα μαξιλάρια στο πάτωμα κι εγώ στη μέση του κρεβατιού, γελοία και αδρανής, ψιλομπρούμητα, αλλά όχι κι εντελώς, να κλαίω μωβ, σούπερ ουάου δάκρυα, από την αριστερή μου πλευρά. 

Μυρωδιά είναι τελικά. Η γλυκόπικρη.

Το λιβάδι. 

Το αεράκι στο κατάστρωμα.

Η παγωμένη θάλασσα. 

Ο ήλιος που λαμπυρίζει στα μάτια σου.

Τα μάτια σου.

Εκείνο το τραγούδι στη διαπασών.

Το αυτοκίνητο στην εθνική.

Οι στίχοι που γλιστράνε απ' τα χείλη σου.

Τα χείλη σου.

Τσαλακωμένα σεντόνια στο κρεβάτι.

Οι γρίλιες κλειστές μέχρι πάνω.

Στη μέση μου, η ζέστη απ' τα χέρια σου.

Τα χέρια σου.

Το πέμπτο μαξιλάρι, κάτω απ' το μισό μου πρόσωπο.

Η μαξιλαροθήκη με τα πολύχρωμα λουλούδια ποτισμένη από το άρωμά σου. 






Photo Credit: Field of Flowers, drawing by Barbara Stanton





Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

Οι γάτες δε μιλάνε ανθρώπινα

Ήμουν ένα βήμα πριν πετάξω τον υπολογιστή μου από το παράθυρο, πάρω από μια γάτα σε κάθε μασχάλη και βουτήξω στο κενό. 
Απλώς δεν άντεχα την ξεφτίλα που θα ακολουθούσε, πέφτοντας απ' τον πρώτο όροφο, όπου απλώς οι γάτες θα το σκάγανε για μια καλύτερη ζωή κι εγώ θα έσπαγα μερικά κόκκαλα ίσα για να ταλαιπωρηθώ λίγο ακόμα μέσα μου, αλλά κυρίως έξω μου και να ταλαιπωρήσω κι όλα τα ήδη ταλαίπωρα άτομα που με περιτριγυρίζουν και με αγαπάνε τόσο δυνατά, που αντί να μου πουν "Γάμησέ μας Αθηνά μου, να μην έπεφτες μωρή αγκαλιά με τη Μωρή απ' τον πρώτο. Βάλε τώρα στη μασχάλη της πατερίτσες και πάρε τον κατήφορο που σου αξίζει, αυτόν που παίρνουμε όλοι μας στην τελική, αλλά δεν το κάνουμε συνέχεια θέμα γιατί δεν είμαστε εγωκεντρικοί καταθλιπτικοί, είμαστε απ' τους άλλους, που σκέφτονται λίγο και τα προβλήματα του συνανθρώπου τους. Οπότε σκάσε. Και κολύμπα. Ή απλά σκάσε. Και βλέπουμε.". Τι έλεγα; Α ναι, αυτούς τους καψερούς σκέφτηκα, λοιπόν, μέσα στην απελπισία μου κι αντί να φύγουν λαπτοπ και γυναικόπαιδα με απευθείας πτήση απ' τον πρώτο, κοπάνησα το χέρι στο τραπέζι και έκατσα κλαίγοντας στην καρέκλα μου να σιγοβράσω λίγο ακόμα στο ζουμί μου, πριν μου προτείνουν οι καψεροί που λέγαμε πριν, ζεστό μπάνιο και ηρεμιστικό.

Όλα ξεκίνησαν από μια απλή ειδοποίηση, που το κινητό μου βγάζει κάθε μέρα, σε μια ατέρμονη προσπάθεια, να φιλοτιμηθώ και να αδειάσω λίγο γαμημένο χώρο στην εσωτερική μνήμη και μπορέσει να λειτουργήσει το σύστημα λίγο καλύτερα. 

Όπως κάθε μέρα, λοιπόν, έτσι και σήμερα το κινητό έριξε την καθιερωμένη του μπηχτή για το πόσο τεμπέλα είμαι τόσο στην κανονική μου ζωή όσο και την εικονική λέγοντας "Ο χώρος της εσωτερικής μνήμης είναι σχεδόν πλήρης. Απελευθερώστε  χώρο, για την καλύτερη λειτουργία του συστήματος".  
Πήγα κι εγώ η καψερή, σήμερα απ' όλες τις μέρες , να το κάνω, μπας και σκάσει κι αυτό μαζί με την εσωτερική μου φωνή, που με λέει συνέχεια τεμπέλα. Τέλος πάντων όποια φωνή και να έσκαγε εγώ ευχαριστημένη θα ήμουν. Παράλληλα να τονίσω ότι μαζί με όλα τα εσωτερικά συστήματα του μυαλού και του κινητού μου, είναι απογοητευμένη μαζί μου και η γάτα μου η Φακίδα, που με το που ανοίγει ο καιρός θυμάται τον εγκλωβισμό που της επέβαλα μετά το περσινό της σκασιαρχείο, οπότε μέσα στην εξίσωση σας παρακαλώ να βάλετε και μια γάτα, που κλαίει σπαραχτικά μπροστά από ένα παράθυρο και με κοιτάει στα μάτια, με βλέμμα ομήρου. 

Τι έλεγα; Α, ναι. Εσωτερική μνήμη πλήρης. Πάω να κάνω την απελευθέρωση και τι να δω; Ένας προηγούμενος γάτος μου, που πήγε και αυτοκτόνησε μασώντας φύλλα Λίλιουμ, να λιάζεται ευτυχισμένος- και εντελώς ζωντανός- στον καναπέ. Να μου κάνει πρωινές αγκαλιές, να μου δίνει γατοφιλιά, να μου μιλάει, να με κοιτάει στα μάτια, να κοιμάται με τη μούρη του πάνω στο κεφάλι μου και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Μέχρι που έφτασα στα τελευταία του βίντεο απ' το νοσοκομείο ζώων, που θα ευχόμουν να καεί συθέμελα, αλλά κρίμα, γιατί πολλά ζωάκια γιατρεύονται εκεί λογικά, άσχετα που το δικό μου κάηκε. 

Τρια σκρολ πιο κάτω, εγώ και η πρώην μου πολύ ερωτευμένες, σε μια πρωτοχρονιάτικη εκδρομή με τους φίλους μας στα χιόνια, τότε που για μια και μοναδική φορά και για πολύ λίγο ήταν αυτονόητη η παρουσία ενός ανθρώπου δίπλα μου, ολοκληρωτικά, ακόμα κι αν το χάσμα μας ήταν τόσο μεγάλο, που σε κάθε κρίση πανικού, έπρεπε να της εξηγήσω, γιατί δε χρειάζεται να με πάει στο νοσοκομείο, αφού δεν πεθαίνω αληθινά, αλλά ψυχολογικά και πως σε μερικές ώρες ή μέρες όλα θα είναι όπως πριν και η έκρηξη άγχους, θα επανέλθει στην κανονική μορφή μικρής φωτιάς που σιγοκαίει. 

Τι έλεγα; Α ναι. Κάπου εκεί τα πήρα στο κρανίο, γιατί θυμήθηκα αυτό το ζευγάρι που ακολουθώ στο ίνσταγκραμ, που βγήκαν πρώτη και τελευταία φορά τίντερ ντέητ μεταξύ τους και τώρα παντρεύονται και είναι σούπερ χαρούμενες και πλούσιες (ινστα φέιμους κάπλ) και ένιωσα για άλλη μια φορά ότι σίγουρα κάτι κάνω λάθος και εκεί, οπότε αποφάσισα με τόλμη, να συνδέσω το κινητό μου με το λαπτοπ και να περάσω όοοοολες αυτές τις αναμνήσεις μια για πάντα στον σκληρό δίσκο, που τρέμω μη χάσω, αλλά που δεν γυρνάω ποτέ να κοιτάξω και να θυμηθώ, αφού μεταξύ μας, τα περισσότερα τα έχω ήδη ξεχάσει και τα υπόλοιπα που θυμάμαι θα ήθελα πολύ να έχω κάνει ντιλιτ. 

Και κάπου εκεί αρχίζω κοπανώντας ντουλάπια, συρτάρια, κουτάκια να γαμωσταυρίζω. Γιατί φυσικά συνδέω το κινητό, αλλά δε βρίσκω πουθενά τους φακέλους που τακτοποιούσα εδώ και δύο ώρες μέσα στην απόλυτη θλίψη, νοσταλγία και μιζέρια κι αφού καταφέρνω να παραβιάσω με καρφίτσα το κινητό μου, για να βγάλω την κάρτα μνήμης, δε μπορώ να βρω πουθενά εκείνο το γαμημένο αντάπτορα για κάρτες μνήμης που είχα αγοράσει τότε "¨ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ". Αυτή η γαμημένη περίπτωση η μία στο εκατομμύριο, για την οποία έχω αγοράσει κοψοχρονιά ένα σωρό μαλακίες, γεμίζοντας απλώς τα συρτάρια και τα ντουλάπια με αντικείμενα έκτακτης ανάγκης λες και γεννήθηκα στην κατοχή, αυτή η άγια στιγμή, που θα μου έδινε τη μικρή εσωτερική μου ικανοποίηση ότι "ναι δεν αγοράζω μαλακίες, αγοράζω πράγματα που κατά περιπτώσεις είναι φοβερά χρήσιμα, όπως τώρα που θέλω να πετάξω στο λαπτοπ όλες τις αναμνήσεις μου, για να αδειάσω τον εσωτερικό μου χώρο μήπως χωρέσω μέσα μου επιτέλους". 

Τι έλεγα; Α, ναι. Έφτασε η στιγμή, να χρησιμοποιήσω δύο χρόνια μετά την αγορά του τον αντάπτορα για μικρές καρτούλες μνήμης. Και ο κωλοαντάπτορας που ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή, που πάτησα προσθήκη στο καλάθι, δεν είναι πουθενά. Κι εγώ πετάω κουτάκια στο πάτωμα βρίζω την τύχη μου, τις ηλίθιες αγορές μου, τη γάτα μου που με κυνηγάει από πίσω και κλαίει για τη δική της τύχη, την καριόλα την εσωτερική μου μνήμη που δεν είναι μεγαλύτερη να τα χωράει όλα και να μη χρειαστεί ποτέ να αδειάσω τίποτα και να μη γυρίσω πίσω και να μη θυμηθώ τίποτα πονερό ποτέ ξανά, να τα ξεχάσω όλα, να γίνω ένας κουβάς που δε θα κουβαλάει τίποτα, ένας ελεύθερος κουβάς ελαφρύς κι ωραίος, που δεν έχει ανάγκη από γάτες και αγάπες, ούτε από χώρο, ούτε από τίποτα. 

Τον αντάπτορα δεν τον βρήκα ποτέ. Και το καλό που του θέλω να μην τον πετύχω μπροστά μου γιατί θα τον κάνω κομματάκια και θα τον φάω και μετά θα πάω μόνη μου για πλύση στομάχου, γιατί δε θέλω ούτε να αγγαρέψω κανέναν για τις εκδικητικές μου βλακώδεις ενέργειες, ούτε να μου τρυπήσει ο αντάπτορας το έντερο και να πεθάνω από αντάπτορα. Αποφεύγω ξανά την ξεφτίλα και προχωράω.

Γιατί βρίσκω στικάκι που παίρνει κάρτα μνήμης και ευχαριστώ τους ξεπερασμένους πλέον τρόπους μεταφοράς δεδομένων. Είμαι οριακά να βάλω τα κλάματα που έχει καταργηθεί η δισκέτα και δεν ξέρει κανείς για την ύπαρξή της πλέον. Ωστόσο προχωράω δυναμικά και βάζω τη βρωμοκάρτα μνήμης στον υπολογιστή και ήρθε η ώρα να αδειάσω. Να αδειάσω και να ξεφορτωθώ. Και να χωρέσω. Επιτέλους μετά από τόσα χρόνια, να χωρέσω μέσα μου. 

ΓΑΜΩΤΟΣΠΙΤΙΜΟΥ όμως, η ζωή δε θέλει να αδειάσω ούτε να χωρέσω, γιατί πέφτω πάνω στο βίντεο της γιαγιάς μου, που με μια γάτα αγκαλιά, άλλη γάτα όχι δική μου, τραγουδάει τη βρύση μου τη μαλαματένια, που κακό χρόνο να 'χει. Κι εγώ σκέφτομαι ότι αυτό το γατί, που τόσο αγαπάω, που το φωνάζουμε Λουλουκάκι ενώ είναι μια τεράστια γατάρα πλέον. Αυτό το κωλόγατο ζει και η γιαγιά μου δε ζει κι αυτή η βρύση η μαλαματένια, αν υπήρξε ποτέ, υπάρχει σίγουρα ακόμα, ενώ η γιαγιά μου πάει. Και κάπου εκεί χτυπάω το χέρι μου με τόση μανία στο τραπέζι που δεν ξέρω αν εύχομαι να σπάσει το τραπέζι ή το χέρι μου. Και φωνάζω και χτυπιέμαι και βαράω παλαμάκια και ικετεύω τις γάτες μου, που τα έχουν παίξει και η μια κλαίει μπροστά στο παράθυρο και η άλλη έχει πάριε παραμάζωμα μια σακούλα και τρέχει σε όλο το σπίτι, να σκάσουνε. Τις ικετεύω ουρλιάζοντας και κλαίγοντας να σκάσουνε, να με λυπηθούνε, να καταλάβουνε ότι όλα στη ζωή δεν είναι παιχνίδι με σακούλα και κλάμα στο παράθυρο. Θέλω να συνεννοηθούμε. Να καταλάβουν ότι είναι εδώ επειδή ο γάτος της ζωής μου αυτοκτόνησε με λίλουμ, αλλιώς θα πέθαιναν αυτές στο δρόμο κι ο γάτος μου θα ζούσε 15 χρόνια. Δε μιλάω γατίσια όμως γαμώτο, δε μιλάνε κι αυτές ανθρώπινα και έχουμε γίνει κώλος. Εγώ απλώς κοπανιέμαι στα τραπέζια κι αυτές τρέχουν και φωνάζουν κι εγώ κλαίω και τους λέω να με λυπηθούν γιατί πέθανε κι ο αγαπημένος μου άνθρωπος στη γη. 

Τους δείχνω την τρύπα μέσα μου, τους δείχνω για να καταλάβουν ότι δεν είμαι ολόκληρη, δεν είμαι καν μισή. Είμαι περίγραμμα, είμαι ένα λεπτό  περίγραμμα στη θέση που πριν υπήρχε ολόκληρος άνθρωπος. Που πίστευε στην αγάπη και πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο και που έκανε υπομονή γιατί το τάιμινγκ είναι το παν. Και περίμενε ο άνθρωπος, περίμενε καρτερικά να καταλάβει το γαμημένο λόγο. Να δει που σταματάει αυτή η άγρια κατηφόρα. Κι όσο περίμενε τόσο κυλούσε. Και τώρα αυτό το περίγραμμα δεν πιστεύει σε τίποτα. Δεν ελπίζει πουθενά. Μισεί τους αντάπτορες, τα κινητά, την τεχνολογία, τις αναμνήσεις, τις φωτογραφίες και τα βίντεο. Ό,τι κρατάει ζωντανό αυτό που έχει πια πεθάνει. Ένα περίγραμμα απελπισμένο, ματαιωμένο, μόνο κι έρημο και μετέωρο, χωρίς φτερά, αλεξίπτωτο. Ένα περίγραμμα που εύχεται να ήταν μαριονέτα. Να την παίζουν άλλοι. 

Αλλά οι γάτες δε μιλάνε ανθρώπινα. Κι εγώ είμαι πολύ κουρασμένη, πια, για να τους εξηγήσω.