Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Μαύρο.

Δεν ήταν όμορφη
σαν πριγκίπισσα. 
Η μύτη του ήτανε μεγάλη. 
Είχε σχιστά μάτια κι ήταν λιγάκι κοντός.
Δεν έπαιζε με τις κούκλες όπως τα άλλα κοριτσάκια. 
Δεν ήταν καλός στο ποδόσφαιρο. 
Ήταν και λίγο παχουλή.
Του άρεσαν τα αγόρια. 
Τα πόδια της ήτανε στραβά. 
Φορούσε γυαλιά και σιδεράκια. 
Την ένοιαζαν μόνο τα μαθήματα.
Εκείνη δε χόρευε καλά κι εκείνος
μύριζε άσχημα. 
Ο μπαμπάς της ήταν φτωχός.
Κι η μαμά του, χωρισμένη. 
Εκείνη αγαπούσε μια κοπέλα. 
Εκείνος δε γεννήθηκε εδώ.

Μαύρο στον κόσμο που δεν ανέχεται να είσαι αλλιώτικος.
Μαύρο σ' εκείνον που χρήζει αλλιώτικο
αυτό που δεν του μοιάζει.
Κι αν είσαι ένας απ'αυτούς που μ'έκαναν να γράφω σε αόριστο, μαύρο και σε σένα.

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Τα θαλασσιά του ρούχα.

Μια μέρα που νύχτωσε με έρωτα.
Μια νύχτα που χάραξε με πόνο.
Κι άλλη μια κι ήρθε στον κόσμο.
Η μάνα το σφιξε στην αγκαλιά της.
Και στάθηκε ο πατέρας από πάνω του σαν ίσκιος.
Εδώ θα είμαστε. Για πάντα.
Στα πάντα.

Και το μικρό παιδί έχτισε υπομονετικά το ασημένιο του κλουβί.
Του είχαν πει, εσύ θα χτίσεις ασημένιο.
Δε ρώτησε γιατί.
Δεν έμαθε γιατί.
Το μικρό παιδί φόρεσε τα θαλασσιά του ρούχα.
Εσύ θα βάλεις θαλασσιά, του είπαν.
Δε μίλησε.
Μόνο έμπηξε στο χώμα τα φτερά του για θεμέλιο.
Εσένα το κλουβί σου θα βλέπει ανατολή, του είπαν.
Στοίβαξε φόβους για παράθυρο, να μην το καίει ο ήλιος.
Φτιάξε και σύνορα και μέχρι εκεί θα ζεις, είπαν.
Και πήρε προκατάληψη να φτιάξει ένα φράχτη.
Και μη σηκώσεις το κεφάλι πριν τελειώσεις.

Κι όσο χτιζόταν το κλουβί, το γυάλιζε η μάνα.
Κι έφερνε πρόκες ο πατέρας και τσιμέντο.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες και τα χρόνια.
Και το κλουβί τελείωσε , μα ,πια, δεν τον χωρούσε.
Ποτέ ξανά δε μπόρεσε κεφάλι να σηκώσει.
Τα χρόνια του καρφώσανε στη γη τα δυο του μάτια.

Καθρέφτη από ελπίδα σκάλισε. Λαβή από ανάγκη.
Τον έστρεψε να δει τι γίνεται πιο πέρα.
Τα μάτια του πλημμύρισαν με δάκρυα.
Γεμάτη πράγματα η γη.
Από χρυσάφι και χαλκό ή πλαστικό ακόμα.
Μα όλα διαφορετικά, ίσως και λίγο ίδια.
Στόλιζε η μάνα το κλουβί ,μα το κορμί πονούσε.
Κι απελπισία γέμιζε ως πάνω το λαιμό του.

Και φώναξε και ούρλιαξε και άνοιξε τα χέρια.
Και το κλουβί γκρεμίστηκε μπροστά στα δυο του πόδια.
Καμπουριασμένος και νωθρός βγήκε στον έξω κόσμο.
Κι η μάνα έκλαιγε πικρά , γυάλιζε τα συντρίμια.
Και άνθρωποι πολύχρωμοι του απλώσανε τα χέρια.
Φορούσαν μαύρα ,κόκκινα, και θαλασσιά ακόμα.
Έκανε βήματα αργά και ίσιωνε το σώμα.
Η μάνα δεν τον έψαξε ,εκεί τον περιμένει,
Να ξαναχτίσει το κλουβί , να είναι όπως τον θέλει.

Μα εκείνος έκανε τη γη, σπίτι να τον χωράει.
Και σκέφτεται τη μάνα του, σαν θαλασσιά φοράει.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Σημάδια από σίδερο.

Κάποιες φορές τα χέρια σου 
τριγύρω μου τυλίγονται
κι αφήνουν τα σημάδια τους σα σίδερο καυτό.
Είναι σα να 'βαλαν σκοπό,
ποτέ, αυτή η αγκαλιά ,να μη σβηστεί στο χρόνο..
Πολύ βαθιά να χαραχτεί 
στο δέρμα, που ,διστακτικά ,μέσα τους θα κουρνιάσει. 
Κι όσο μετράω τις αγκαλιές,
κι ανασκαλεύω τις φωτιές,
στοιβάζονται το ένα πάνω στ' άλλο τα σημάδια..
Κι αγώνα δίνουν να στριμώξουν τις στιγμές,
σε κάθε απόκρημνη, κρυφή, του σώματός μου ,σπιθαμή..
Κι όσο ανάβω πυρκαγιές, 
ανάμεσα σε τούτες τις φορές ,απλώνοντας το χρόνο..
Νιώθω πως θέλει δυο ζωές να σβήσω τα σημάδια..
Κι αν τύχει κάποιο και σβηστεί, 
στα σπλάχνα καίγεται η ψυχή,
μέσα σε λάγνα προσμονή ,
να έρθει εκείνη η στιγμή,
σίδερο να μ' αγγίξει..

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Κυριακή

Δεν ήταν άλλη μία από εκείνες σου τις σκοτεινιές.
Δεν ήταν άλλη μια μέρα από εκείνες.
Που όλα ,ξανά, σου φαίνονται μάταια.
Που ό,τι κέρδισες χάνεται ,μπροστά σε όσα δεν έχεις ,ακόμη,κερδίσει.
Και οι φόβοι σου μοιάζουν με γίγαντες.
Και μικρό ανθρωπάκι εσύ, κάτω απ'την επόμενη πατημασιά τους..

Ήταν απλά μια Κυριακή.

Όχι δεν έβρεχε.
Το ράδιο δεν έπαιζε τραγούδια που πονάνε.
Μια ωραία Κυριακή , που, λίγο πολύ ,όλοι οι άλλοι εκτιμούσαν.
Μια μέρα για βόλτες , πικ νικ και παρέα.
Και είχε υπέροχο καιρό.
Με έναν ήλιο, που έλαμπε, κι  αέρα ,ελαφρύ,να δροσίζει τους ώμους.

Αναθεματισμένα απογεύματα.
Ο καφές είναι κρύος και σε πνίγει ο καπνός.
Και οι φίλοι σου, πάλι, κοιμούνται ως αργά.
Κι όλα αυτά που θυμάσαι , γίναν τόσο παλιά.
Δέκα βήματα πίσω για ένα βήμα μπροστά.
Και στο τζάμι ,αργά, να κυλά άλλη μία σου μέρα.

Αναθεματισμένες Κυριακές.

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Αν θάλασσα είσαι..


Το κορμί μου έπλεε στη θάλασσα.
Χόρευε στο ρυθμό της χωρίς να αντιδρά.
Σιγή.
Άκουγα μόνο το νερό.
Και την ανάσα μου.
Που στη σκέψη σου βάραινε.
Άπλωσα τα χέρια όσο περισσότερο μπορούσα.
Στην ψευδαίσθηση πως ξαφνικά θα μου τα κράταγες.
Ψευδαίσθηση.
Η ανάσα μου έγινε γρήγορη και κοφτή.
Το σώμα μου έρμαιο στα μικρά κύματα.
Και τα χέρια τεντωμένα.
Να ψάχνουν τα δικά σου χέρια.
Αχ τα χέρια σου.
Και μια μονάχα σκέψη.
Να με βρεις πριν τη στεριά.
Να με βρεις και να με κλέψεις.
Τα κύματα μεγάλωσαν.
Το σώμα μου σε ξέφρενο χορό.
Φόβος.
Και η φωνή σου στ' αυτιά μου.
 "Εγώ είμαι εδώ ,μη φοβάσαι"
Μα μειναν τα χέρια μου άδεια.
Τα μάτια μου άνοιξαν.
Δεν είσαι εδώ.
Το κύμα με σέρνει μακριά απο σένα.
Στεριά.
Το βλέμμα μου τρέχει .
Φωνάζει και ψάχνει.
Άνθρωποι.
Μορφές δεν ορίζω,αλλιώτικοι είναι.
Στεριά δε θα βρω να σου μοιάζει.
Τα χέρια ματώνουν, στα βράχια ανεβαίνω.
Και σκέψη καμιά δε μπορεί να με δέσει.
Το βήμα μου κάνω και μέσα σου πέφτω.
Θάλασσα.
Γαλήνεψε πάλι ,μαζί της κι εγώ.
Κορμί και νερό και ανάσες.
Και χέρια απλωμένα και μάτια κλειστά.
Εισπνέω αρμύρα κι εσένα εκπνέω.

Αν θάλασσα είσαι,για πάντα θα πλέω.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Μέχρι να φύγεις.

Έδωσα όλο μου το είναι , όμως, ποτέ δε δόθηκα.
Δε γνώρισα δυό μάτια να με βλέπουν.
Χιλιάδες κοίταξαν, κανείς δεν είδε.
Κανείς δεν έσπασε την όμορφη βιτρίνα.
Ματιές πολλές, κανένα βλέμμα.

Ούτε κι εσένα ήξερα.
Φορές αμέτρητες σε κοίταξα,
μα ούτε μια δε σ'είδα.

Δεν ήταν βράχος, ούτε πέτρα.
Μήτε και βότσαλο αλαφρό.
Φύσημα απ'το στόμα σου, έσπασε τη βιτρίνα.
Κόπηκες απ'τα θραύσματα, που γέμισε ο τόπος.
Τα λαβωμένα πόδια σου, βήματα έκαναν μπροστά.
Και τα δικά μου, γυμνά και τρομαγμένα,
δειλά, πάτησαν πίσω.

Μα όσα πίσω εγώ τόσα εσύ μπροστά.

Μέχρι η πλάτη μου να ακουμπήσει τοίχο.
Μέχρι σ'απόσταση να 'ρθείς αναπνοής.
Μέχρι να εκπνεύσεις μέσα μου τη δύναμή σου.
Μέχρι η φωνή μου να γίνει φωνή σου.
Μέχρι τα μάτια σου να γίνουν δικά μου.
Μέχρι να βλέπω ό,τι κι εσύ.
Τα όμορφα μάτια ,τη γκρίζα ψυχή.
Μέχρι να μ'έχω ερωτευτεί.
Μέχρι να φύγεις θα είσαι εκεί.
Και αν ποτέ δε μ' αγαπήσω.
Βήμα κανένα δεν κάνεις πιο πίσω.

Μέχρι να φύγεις,να είσαι εκεί.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Παύση.

Ίσως, αυτό που χρειάζεται κανείς, είναι μια παύση.
Μια στιγμή ,απλά, για να κοιτάξει.
Μια αμυδρή συνειδητοποίηση της ίδιας του της ύπαρξης.
Έτσι σταμάτησα κι εγώ στα μισά της διαδρομής.
Μιας, τόσο καλά, χαραγμένης πορείας. 
Που ,αμέτρητες φορές, ευχήθηκα ,επιτέλους, να τελειώσει.
Κάτω απ'τη βροχή που τσαλάκωνε τα ίσια μου μαλλιά.
Και λέκιαζε τα ρούχα μου με σκόνη.
Χωρίς ομπρέλα, απροστάτευτη.
Στάθηκα απέναντι στον κόσμο.
Έκανα απλά μια παύση.
Και τότε είδα τη ζωή.
Όχι το "αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα".
Είδα απλά τη ζωή.
Ήταν εκεί στις φυλλωσιές των δέντρων ,που έτρεμαν.
Στο γνώριμο μονοπάτι που, στην πραγματικότητα, πρώτη φορά αντίκριζα.
Στον άνεμο που σφύριζε και μου κλεινε τα μάτια.
Ήταν εκεί.
Στις σταγόνες της βροχής που σκέπασαν το σώμα μου.
Κι ήταν η πρώτη φορά.
Που ο γυάλινος μικρόκοσμός μου ράγισε.
Και γέμισε ως πάνω με ζωή.
Ήταν τότε.
Που ο καλοσιδερωμένος εαυτός μου ένιωσε ,στ'αλήθεια,τη βροχή.
Και χάρηκα που βράχηκα.

Χάρηκα που ήμουν ζωντανή.