Δεν ξέρω αν μ'άφησες να πέσω ή ,άθελά σου, μ' έσπρωξες.
Δεν είδα χέρι.Δεν άκουσα φωνή.
Βρέθηκα μετέωρη πάνω απ'τον κόσμο.
Πάνω από γκρίζες πόλεις και λευκά ψέματα.
Είδα ανθρώπους να γελάνε με το τίποτα.
Κι άλλους να κλαίνε, να φωνάζουν ,να πονάνε για ένα τίποτα.
Ήταν ψηλά.Και τρόμαξα.
Φοβήθηκα μη χάσω το δικό μου τίποτα, για ένα τίποτα.
Και τότε ένα χέρι σ'άρπαξε.
Σε κράτησε γερά , σφιχτά, απεγνωσμένα.
Ήταν χέρι δικό μου.
Δεν έπεφτα. Έπεφτες.
Δε μ' έσπρωξες, μ'άφησες.
Ήσουν εσύ το μετέωρο σώμα.
Κι ήταν ο φόβος μου πάνω απ'τον κόσμο.
Δεν έπρεπε να φύγεις.
Δεν είχε έρθει η ώρα.
Ήσουν τα πάντα κι ήσουν το τίποτα.
Δικό μου τίποτα.
Σε κράτησα σφιχτά για να σε νιώσω.
Σε κοίταξα επίμονα για να σιγουρευτώ.
Ότι ήσουν εκεί.
Οι άνθρωποι γελάνε με το τίποτα.
Κι ήσουν το τίποτα.
Δικό μου τίποτα.
Δεν είδα χέρι.Δεν άκουσα φωνή.
Βρέθηκα μετέωρη πάνω απ'τον κόσμο.
Πάνω από γκρίζες πόλεις και λευκά ψέματα.
Είδα ανθρώπους να γελάνε με το τίποτα.
Κι άλλους να κλαίνε, να φωνάζουν ,να πονάνε για ένα τίποτα.
Ήταν ψηλά.Και τρόμαξα.
Φοβήθηκα μη χάσω το δικό μου τίποτα, για ένα τίποτα.
Και τότε ένα χέρι σ'άρπαξε.
Σε κράτησε γερά , σφιχτά, απεγνωσμένα.
Ήταν χέρι δικό μου.
Δεν έπεφτα. Έπεφτες.
Δε μ' έσπρωξες, μ'άφησες.
Ήσουν εσύ το μετέωρο σώμα.
Κι ήταν ο φόβος μου πάνω απ'τον κόσμο.
Δεν έπρεπε να φύγεις.
Δεν είχε έρθει η ώρα.
Ήσουν τα πάντα κι ήσουν το τίποτα.
Δικό μου τίποτα.
Σε κράτησα σφιχτά για να σε νιώσω.
Σε κοίταξα επίμονα για να σιγουρευτώ.
Ότι ήσουν εκεί.
Οι άνθρωποι γελάνε με το τίποτα.
Κι ήσουν το τίποτα.
Δικό μου τίποτα.