Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Κυριακή

Δεν ήταν άλλη μία από εκείνες σου τις σκοτεινιές.
Δεν ήταν άλλη μια μέρα από εκείνες.
Που όλα ,ξανά, σου φαίνονται μάταια.
Που ό,τι κέρδισες χάνεται ,μπροστά σε όσα δεν έχεις ,ακόμη,κερδίσει.
Και οι φόβοι σου μοιάζουν με γίγαντες.
Και μικρό ανθρωπάκι εσύ, κάτω απ'την επόμενη πατημασιά τους..

Ήταν απλά μια Κυριακή.

Όχι δεν έβρεχε.
Το ράδιο δεν έπαιζε τραγούδια που πονάνε.
Μια ωραία Κυριακή , που, λίγο πολύ ,όλοι οι άλλοι εκτιμούσαν.
Μια μέρα για βόλτες , πικ νικ και παρέα.
Και είχε υπέροχο καιρό.
Με έναν ήλιο, που έλαμπε, κι  αέρα ,ελαφρύ,να δροσίζει τους ώμους.

Αναθεματισμένα απογεύματα.
Ο καφές είναι κρύος και σε πνίγει ο καπνός.
Και οι φίλοι σου, πάλι, κοιμούνται ως αργά.
Κι όλα αυτά που θυμάσαι , γίναν τόσο παλιά.
Δέκα βήματα πίσω για ένα βήμα μπροστά.
Και στο τζάμι ,αργά, να κυλά άλλη μία σου μέρα.

Αναθεματισμένες Κυριακές.

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Αν θάλασσα είσαι..


Το κορμί μου έπλεε στη θάλασσα.
Χόρευε στο ρυθμό της χωρίς να αντιδρά.
Σιγή.
Άκουγα μόνο το νερό.
Και την ανάσα μου.
Που στη σκέψη σου βάραινε.
Άπλωσα τα χέρια όσο περισσότερο μπορούσα.
Στην ψευδαίσθηση πως ξαφνικά θα μου τα κράταγες.
Ψευδαίσθηση.
Η ανάσα μου έγινε γρήγορη και κοφτή.
Το σώμα μου έρμαιο στα μικρά κύματα.
Και τα χέρια τεντωμένα.
Να ψάχνουν τα δικά σου χέρια.
Αχ τα χέρια σου.
Και μια μονάχα σκέψη.
Να με βρεις πριν τη στεριά.
Να με βρεις και να με κλέψεις.
Τα κύματα μεγάλωσαν.
Το σώμα μου σε ξέφρενο χορό.
Φόβος.
Και η φωνή σου στ' αυτιά μου.
 "Εγώ είμαι εδώ ,μη φοβάσαι"
Μα μειναν τα χέρια μου άδεια.
Τα μάτια μου άνοιξαν.
Δεν είσαι εδώ.
Το κύμα με σέρνει μακριά απο σένα.
Στεριά.
Το βλέμμα μου τρέχει .
Φωνάζει και ψάχνει.
Άνθρωποι.
Μορφές δεν ορίζω,αλλιώτικοι είναι.
Στεριά δε θα βρω να σου μοιάζει.
Τα χέρια ματώνουν, στα βράχια ανεβαίνω.
Και σκέψη καμιά δε μπορεί να με δέσει.
Το βήμα μου κάνω και μέσα σου πέφτω.
Θάλασσα.
Γαλήνεψε πάλι ,μαζί της κι εγώ.
Κορμί και νερό και ανάσες.
Και χέρια απλωμένα και μάτια κλειστά.
Εισπνέω αρμύρα κι εσένα εκπνέω.

Αν θάλασσα είσαι,για πάντα θα πλέω.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Μέχρι να φύγεις.

Έδωσα όλο μου το είναι , όμως, ποτέ δε δόθηκα.
Δε γνώρισα δυό μάτια να με βλέπουν.
Χιλιάδες κοίταξαν, κανείς δεν είδε.
Κανείς δεν έσπασε την όμορφη βιτρίνα.
Ματιές πολλές, κανένα βλέμμα.

Ούτε κι εσένα ήξερα.
Φορές αμέτρητες σε κοίταξα,
μα ούτε μια δε σ'είδα.

Δεν ήταν βράχος, ούτε πέτρα.
Μήτε και βότσαλο αλαφρό.
Φύσημα απ'το στόμα σου, έσπασε τη βιτρίνα.
Κόπηκες απ'τα θραύσματα, που γέμισε ο τόπος.
Τα λαβωμένα πόδια σου, βήματα έκαναν μπροστά.
Και τα δικά μου, γυμνά και τρομαγμένα,
δειλά, πάτησαν πίσω.

Μα όσα πίσω εγώ τόσα εσύ μπροστά.

Μέχρι η πλάτη μου να ακουμπήσει τοίχο.
Μέχρι σ'απόσταση να 'ρθείς αναπνοής.
Μέχρι να εκπνεύσεις μέσα μου τη δύναμή σου.
Μέχρι η φωνή μου να γίνει φωνή σου.
Μέχρι τα μάτια σου να γίνουν δικά μου.
Μέχρι να βλέπω ό,τι κι εσύ.
Τα όμορφα μάτια ,τη γκρίζα ψυχή.
Μέχρι να μ'έχω ερωτευτεί.
Μέχρι να φύγεις θα είσαι εκεί.
Και αν ποτέ δε μ' αγαπήσω.
Βήμα κανένα δεν κάνεις πιο πίσω.

Μέχρι να φύγεις,να είσαι εκεί.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Παύση.

Ίσως, αυτό που χρειάζεται κανείς, είναι μια παύση.
Μια στιγμή ,απλά, για να κοιτάξει.
Μια αμυδρή συνειδητοποίηση της ίδιας του της ύπαρξης.
Έτσι σταμάτησα κι εγώ στα μισά της διαδρομής.
Μιας, τόσο καλά, χαραγμένης πορείας. 
Που ,αμέτρητες φορές, ευχήθηκα ,επιτέλους, να τελειώσει.
Κάτω απ'τη βροχή που τσαλάκωνε τα ίσια μου μαλλιά.
Και λέκιαζε τα ρούχα μου με σκόνη.
Χωρίς ομπρέλα, απροστάτευτη.
Στάθηκα απέναντι στον κόσμο.
Έκανα απλά μια παύση.
Και τότε είδα τη ζωή.
Όχι το "αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα".
Είδα απλά τη ζωή.
Ήταν εκεί στις φυλλωσιές των δέντρων ,που έτρεμαν.
Στο γνώριμο μονοπάτι που, στην πραγματικότητα, πρώτη φορά αντίκριζα.
Στον άνεμο που σφύριζε και μου κλεινε τα μάτια.
Ήταν εκεί.
Στις σταγόνες της βροχής που σκέπασαν το σώμα μου.
Κι ήταν η πρώτη φορά.
Που ο γυάλινος μικρόκοσμός μου ράγισε.
Και γέμισε ως πάνω με ζωή.
Ήταν τότε.
Που ο καλοσιδερωμένος εαυτός μου ένιωσε ,στ'αλήθεια,τη βροχή.
Και χάρηκα που βράχηκα.

Χάρηκα που ήμουν ζωντανή.

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Φεύγω

Εκείνη έπλενε το τελευταίο πιάτο. Και το μόνο που πραγματικά σκεφτόταν ήταν η στιγμή που θα καθόταν σον καναπέ. Η τηλεόραση θα έπαιζε κάποια χαζή επανάληψη, που θα τις φαινόταν παράδεισος μετά από μια ατελείωτη μέρα μέσα στα ξεσκονόπανα και τις μπουγάδες. Εκείνος θα καθόταν δίπλα της ως συνήθως. Θα κάπνιζε ένα τελευταίο τσιγάρο με το μισοτελειωμένο του ουίσκι, πριν πάει για ύπνο. Ίσως δεν αντάλλαζαν καμία κουβέντα. Και η μόνη τους επαφή, το φιλί του στα μαλλιά της για καληνύχτα. Η σιωπή που ακολούθησε το κλείσιμο της βρύσης ήταν η στιγμή ευτυχίας που αναλογεί σε κάθε άνθρωπο μια στο τόσο. Εκείνη σκούπισε τα χέρια της κι έλυσε τα μαλλιά της. Προχώρησε με βήμα αργό, μη θέλοντας να τελειώσει γρήγορα αυτή η μικρή προσωπική της ιεροτελεστία. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της όταν η φλόγα του αναπτήρα φώτισε το σκοτεινό σαλόνι. Τα κεριά έδιναν στην απολαυστική στιγμή της μια νότα ρομαντισμού. Ούτε και θυμάται πια πως είναι να είσαι ρομαντικός. Κι όσο και να προσπαθεί δεν καταφέρνει να γίνει το κορίτσι που ήταν. Της άρεσαν τα ροζ τριαντάφυλλα, αυτό θυμάται μόνο. Κλείνει τα μάτια της για λίγο και περπατά έτσι μέχρι τον καναπέ. Αμέτρητες φορές, κανείς δε φαντάζεται πόσες, έχει κάνει ακριβώς την ίδια διαδρομή τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Φυσικά δε μπορούσε καν να περάσει από το μυαλό της, πως θα ήταν η τελευταία φορά που θα την έκανε. Όταν κάθισε στον καναπέ συνειδητοποίησε κάτι. Δεν ήταν όλα όπως συνήθως. Κάτι έλειπε και αδυνατούσε να κατανοήσει τί ήταν αυτό. Μέχρι τη στιγμή που μύρισε το άρωμά της. Ό,τι είχε απομείνει δηλαδή από το πρωινό της φρεσκάρισμα λίγο πριν βγει στους δρόμους να προλάβει όλες εκείνες τις δουλειές. Μα γιατί μύριζε το άρωμα της; Μέσα σε τέσσερα χρόνια συμβίωσης, πρώτη φορά μύριζε κάτι άλλο πέρα από τον καπνό του τσιγάρου του. Άνοιξε απότομα τα μάτια. Εκείνος δεν ήταν δίπλα της. Ένιωσε ένα κύμα τρόμου να διαπερνά κάθε κύτταρο της ,που εκείνη τη στιγμή ήταν πιο ζωντανό από ποτέ. "Φεύγω". Εκείνος ήταν στην πόρτα. Τα μάτια της κοιτούσαν τη γνώριμη φιγούρα ,αλλά δε μπορούσαν να δουν. Εκείνος κοίταζε τη γυναίκα που τον έκανε να πιστέψει στον έρωτα, αλλά δε μπορούσε να τη δει. Είχε κρυφτεί πίσω από το προγραμματισμένο ρομπότ, που πάσχιζε για την τέλεια ζωή, το τέλειο σπίτι, την τέλεια οικογένεια. Εκείνη άρχισε να φωνάζει, ξεσπώντας σε σπαρακτικούς λυγμούς. Ανεξέλεγκτη οργή έψαχνε τρόπο να βγει από μέσα της. Εκείνος δεν αντιδρούσε. Απλά την κοιτούσε."Γιατί με κοιτάς;  Μίλα!!! Τί έκανα λάθος; Μίλα". "Γιατί δε μιλάει"; σκέφτηκε. Η πόρτα έκλεισε. Ο ήχος της ήταν πιο τρομακτικός απ’ ότι μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Κι ο πόνος; Ήταν σα καυτή λάβα που έκαιγε όλο το κορμί της και δεν την άφηνε να αναπνεύσει."Γιατί";;;;" Τί έκανα λάθος";;; Και τότε έμεινε έκπληκτη μπροστά στην αλήθεια. Έπιασε τα μάτια της. Τίποτα. Το στόμα της ήταν κλειστό. Ήταν βουβό. Δεν είχε κλάψει. Δεν είχε φωνάξει. Δεν είχε κουνηθεί από τη θέση ,που τις χάριζε όλα αυτά τα χρόνια αυτές τις μικρές ευτυχισμένες στιγμές. Δεν είχε πει στον άντρα, που είχε αγαπήσει με όλη της τη δύναμη , πως τον αγαπά. Δεν έτρεξε πίσω του. Δεν προσπάθησε. Δεν είπε "περίμενε". Έμεινε εκεί. Σαν ψυχή που εγκλωβίστηκε μέσα στο χρόνο. Έμεινε εκεί να ακούει το βασανιστικό του "φεύγω". Και τότε, μέσα στο τέλειο σπίτι της, στην τέλεια ζωή της, ήταν μόνη. Κι εκείνος δεν έμαθε ποτέ, πόσο τον είχε ανάγκη. Εκείνος δεν άκουσε ποτέ για την αγάπη της. Τα συναισθήματά της ήταν τόσο δυνατά, που νόμιζε πως ήταν εύκολο για εκείνον να τ’ αναγνωρίσει. Κι έτσι, δεν είπε ποτέ τίποτα. Απλά έμεινε να κοιτάζει την κλειστή πόρτα. Και να ακούει το "φεύγω" του, σα φάντασμα που είχε στοιχειώσει το μυαλό της. Εκείνος έφυγε. Κι εκείνη ζει ακόμη ακούγοντας τον να φεύγει.

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Είχαμε χρόνο.

             
  - Αύριο φεύγω. 

 -Έχουμε χρόνο.

-Την αυγή θα είμαι ήδη μακριά.

-Φτιάξε μου χρόνο.
           


-Μη φοβάσαι.
                             
-Το σκοτάδι φοβόμουν ,μα τώρα τρέμω την αυγή.



-Είχαμε χρόνο.

-Τον σπατάλησα.

-Έβαζες ταμπέλα σε κάθε εποχή μας.

-Νόμιζα πως είχα όλο το χρόνο του κόσμου.



-Κουράστηκα.

-Μείνε λίγο ακόμα.
    
-Τελείωσε ο χρόνος.

-Ούτε που κατάλαβα πως είχε, καν, αρχίσει.



-Θα φύγω πριν ξυπνήσεις.
  
  -Για πάντα, αν το θες, θα μείνω ξύπνια.



-Τρεις ώρες μείνανε.

-Μια ζωή κρεμάσαμε, σε τρεις μονάχα ώρες.



-Κοιμήσου.

-Και το πρωί;

-Η μέρα θα ξασπρίσει τα σκοτάδια σου.

-Κι άμα βραδιάσει πάλι;

-Ο χρόνος θα καλύψει τα σημάδια.

-Δεν έχω χρόνο.

-Τον ξεπούλησες.

-Για μια στιγμή μαζί σου.



-Ξημερώνει.

-Τέλος χρόνου;



-Κλείσε τα μάτια σου.

-Και τί θα γίνει  αν τα ξανανοίξω;

-Ζωή.Αυτό θα γίνει.

-Κι εσύ;

-Την αυγή θα είμαι ήδη μακριά .

-Κι εμείς;

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Μη σπαταλάς τις ώρες.

Κι αν κάποτε υπήρξα αληθινά.
Αν είχα σάρκα και οστά.
Αν γέλασα με φίλους δυνατά.
Κι αν πότισε το δάκρυ μου μαντήλια.
Μη με θυμάσαι.
Ξέχασα.
Μη γελαστείς πως θα 'ρθω.

Αν κάποτε η μάνα μου με μάλωσε.
Κι αν χτύπησα το γόνατο στις κούνιες.
Αν κάλπαζα σαν άλογο τη σκούπα μου.
Το πάτωμα κι αν έμοιαζε με λάβα.
Μη λυπηθείς.
Κουράστηκα.
Μην ευχηθείς να ζήσω.

Κι αν χάραξα μια σκέψη μου στη γη.
Κι οι άλλοι αν γνωρίζαν τ' όνομά μου.
Το όνειρο κι αν έγινε βροχή.
Της μοίρας μου κι αν έχασα το δρόμο.
Μη με λυπάσαι.
Έσβησα.
Μην κλαις για το χαμό μου.

Κι αν μ'αγαπούσες πιο πολύ.
Αν λέρωσα τις ήσυχές σου μέρες.
Ανάμνηση αν έγινα με μιας.
Κι αν βήματα ζωγράφισες μακριά μου.
Μη μετανιώνεις.
Ένιωσα.
Μη σπαταλάς τις ώρες.


Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Μόνο εσένα πήρες.

Όχι, δεν πήρες την καρδιά μου όταν έφυγες.
Δεν πήρες ραγισμένα , γυάλινα κομμάτια.
Όσα σου φώναξα ήτανε ψέματα.
Και όσα έκρυψα , τα 'κρυψα κι από μένα.
Όχι, δε θα πεθάνω αν δε γυρίσεις.
Δεν έχω αυτή την πολυτέλεια.
Ήμουν χαρτί και τσαλακώθηκα.
Κι αν  προσπαθώ να ισιωθώ , θα μείνουν τα σημάδια.

Κανένα σύμπαν δε σταμάτησε τη βόλτα του.
Ούτε η γη έπαψε να γυρίζει.
Δεν ήμασταν ούτε ένας κόκκος άμμου σε τούτη την ολότητα.
Όχι .
Δεν ήσουν το καλύτερο ή το χειρότερο που μου συνέβη.
Δε συνωμότησαν τα άστρα για εμάς.
Κι όταν μας διέλυσες δεν έπεσε ούτε ένα φύλλο.

Όχι δεν έγιναν βροχή τα δάκρυά μου.
Ούτε τραντάζουνε το χώμα οι κραυγές.
Έφυγες.
Τ' άφησες όλα σκόρπια κι ακατάστατα.
Μ'άφησες να ονειρεύομαι το γυρισμό.

Μα ο ήλιος ξαναβγήκε αμέτρητες φορές.
Κι όλα τα "γιατί" του κόσμου στοιβάχτηκαν μες το κεφάλι.
Γιατί τίποτα δεν έχει αλλάξει;
Γιατί αυτό το σήμερα μοιάζει με το χθες;
Και ξέρω, κάθε επόμενο σήμερα θα 'ναι ξανά το ίδιο.

Όχι, δεν έσβησε η ψυχή μου όταν έφυγες.
Και κάθε ανάσα διαδέχθηκε την προηγούμενη.
Και όπως ζούσα , πριν ,έτσι και τώρα ζω.
Μόνο την αγκαλιά σου πήρες.
Μόνο τη σιγουριά.
Και να 'μαι. Ζω χωρίς αυτή.
Μόνο τα μάτια σου πήρες.
Κι αυτά τα βλέπω όταν κλείνω τα δικά μου.
Μόνο τον εαυτό σου πήρες.

Κανένα σύμπαν δε σταμάτησε τη βόλτα του.
Κι η γη γυρίζει.
Και όπως ζούσα , πριν ,έτσι και τώρα ζω.
Και η καρδιά χτυπάει μέσα μου.
Μόνο εσένα πήρες.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Κάθε που το φως ανάβει

Ξέρεις πως θα 'ναι ένα ακόμη βράδυ.
Όταν η λάμπα του δρόμου γίνει ξανά η συντροφιά σου.
Ξέρεις καλά πως θα τ' αντέξεις.Πάλι και πάλι.
Μέχρι η λάμπα να σβήσει κι εσύ να κοιμηθείς.
Νιώθεις τα κενά σου αισθήματα να χοροπηδούν.
Λες και το σκοτάδι τα γεμίζει αδρεναλίνη.
Βλέπεις τους κόσμους σου να γίνονται συντρίμια.
Το είδωλο στο τζάμι ασχημαίνει, με την ώρα.
Καπνός και αλκοόλ σε κατακλύζουν .
Η πιο γελοία σου παρηγοριά.
Ξέρεις ,καιρό τώρα, πως δε βοηθούν..
Έζησες αμέτρητες επαναλήψεις.
Έμαθες ,με τον καιρό, να υπομένεις.
Κι απόφαση ακόμα δεν το πήρες.
Δε βρήκες τίποτα ικανό ,να σβήσει την απόγνωση.
Το φως θα έρχεται κάθε τέτοια νύχτα.
Να σου θυμίζει αυτά που έκαψε ο ήλιος ,το πρωί.
Κι εσύ επιμένεις να καταπίνεις καταχρήσεις.
Ελπίζοντας να εκπνεύσεις ,κάποια νύχτα, μία λύση.
Και πόσο σε πληγώνει που μέσα σου ξέρεις.
Θα' ναι ακόμη ένα τέτοιο βραδυ.
Κι ,όμως, επιμένεις να παιρνιέσαι για σπουδαίος.
Που ,κάθε που το φως ανάβει, "ξεγελάς" απ'την αρχή τον εαυτό σου.
Και που δεν έφτασε ακόμα εκείνο το πρωί.

Μα, κοίτα, το φως άναψε.
Έτοιμος, κι απόψε, να ξεγελαστείς;

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Είδες;

Ήταν βαθύ.
Ήτανε μαύρο κι ακανόνιστο.
Σκοτάδι. 
Ήταν κενό που ποτέ δε σε χωρούσε.
Ήταν σκληρό.
Σαν φως ,κατάματα, που σβήνει τις μορφές.
Ούτε εσένα δεν ξεχώριζες.
Κεφάλι κι άκρα και κορμός.
Μια μάζα, άτακτα ,σχηματισμένη.
Κουλουριασμένη στον πάτο.

Έχασες.
Δε σ'άφησαν να παίξεις ,κι όμως έχασες.
Κι η μάζα σου έγινε κραυγή.
Κραυγή στον ατσάλινο πυρήνα.
Κανένα φως δεν άναψε.

Δίκασες τους θεούς και βγήκαν ένοχοι.
Έριξες κώνειο στο νέκταρ για εκδίκηση.
Κείτονταν πια νεκροί.
Έμεινες πάλι μόνη.

Και το σκοτάδι γιγαντώθηκε.
Χαράχτηκε στο δέρμα σου.
Το αίμα έρεε σε ζωντανές σταγόνες.
Μόνο κόκκινες μικρές κηλίδες ζωής.

Σκοτάδι πάλι.
Σβήσαν οι σταγόνες.
Μίκρυνε κι άλλο το κενό.
Δεν είχες πια κανέναν να σταυρώσεις.

Κι ο φαύλος κύκλος σου άρχισε να σ'αρέσει.
Σκοτάδι ,κενό,σκοτάδι πάλι.

Μα ξάφνου το σκοτάδι έσπασε.
Κι είδες τα χέρια σου να ξεκολλούν από τη μάζα.
Να δείχνουν κάπου στο ατέρμονο κενό.
Είδες τα χέρια σου..
Είδες.
Μα γιατί βλέπω;