Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Κάθε που το φως ανάβει

Ξέρεις πως θα 'ναι ένα ακόμη βράδυ.
Όταν η λάμπα του δρόμου γίνει ξανά η συντροφιά σου.
Ξέρεις καλά πως θα τ' αντέξεις.Πάλι και πάλι.
Μέχρι η λάμπα να σβήσει κι εσύ να κοιμηθείς.
Νιώθεις τα κενά σου αισθήματα να χοροπηδούν.
Λες και το σκοτάδι τα γεμίζει αδρεναλίνη.
Βλέπεις τους κόσμους σου να γίνονται συντρίμια.
Το είδωλο στο τζάμι ασχημαίνει, με την ώρα.
Καπνός και αλκοόλ σε κατακλύζουν .
Η πιο γελοία σου παρηγοριά.
Ξέρεις ,καιρό τώρα, πως δε βοηθούν..
Έζησες αμέτρητες επαναλήψεις.
Έμαθες ,με τον καιρό, να υπομένεις.
Κι απόφαση ακόμα δεν το πήρες.
Δε βρήκες τίποτα ικανό ,να σβήσει την απόγνωση.
Το φως θα έρχεται κάθε τέτοια νύχτα.
Να σου θυμίζει αυτά που έκαψε ο ήλιος ,το πρωί.
Κι εσύ επιμένεις να καταπίνεις καταχρήσεις.
Ελπίζοντας να εκπνεύσεις ,κάποια νύχτα, μία λύση.
Και πόσο σε πληγώνει που μέσα σου ξέρεις.
Θα' ναι ακόμη ένα τέτοιο βραδυ.
Κι ,όμως, επιμένεις να παιρνιέσαι για σπουδαίος.
Που ,κάθε που το φως ανάβει, "ξεγελάς" απ'την αρχή τον εαυτό σου.
Και που δεν έφτασε ακόμα εκείνο το πρωί.

Μα, κοίτα, το φως άναψε.
Έτοιμος, κι απόψε, να ξεγελαστείς;

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Είδες;

Ήταν βαθύ.
Ήτανε μαύρο κι ακανόνιστο.
Σκοτάδι. 
Ήταν κενό που ποτέ δε σε χωρούσε.
Ήταν σκληρό.
Σαν φως ,κατάματα, που σβήνει τις μορφές.
Ούτε εσένα δεν ξεχώριζες.
Κεφάλι κι άκρα και κορμός.
Μια μάζα, άτακτα ,σχηματισμένη.
Κουλουριασμένη στον πάτο.

Έχασες.
Δε σ'άφησαν να παίξεις ,κι όμως έχασες.
Κι η μάζα σου έγινε κραυγή.
Κραυγή στον ατσάλινο πυρήνα.
Κανένα φως δεν άναψε.

Δίκασες τους θεούς και βγήκαν ένοχοι.
Έριξες κώνειο στο νέκταρ για εκδίκηση.
Κείτονταν πια νεκροί.
Έμεινες πάλι μόνη.

Και το σκοτάδι γιγαντώθηκε.
Χαράχτηκε στο δέρμα σου.
Το αίμα έρεε σε ζωντανές σταγόνες.
Μόνο κόκκινες μικρές κηλίδες ζωής.

Σκοτάδι πάλι.
Σβήσαν οι σταγόνες.
Μίκρυνε κι άλλο το κενό.
Δεν είχες πια κανέναν να σταυρώσεις.

Κι ο φαύλος κύκλος σου άρχισε να σ'αρέσει.
Σκοτάδι ,κενό,σκοτάδι πάλι.

Μα ξάφνου το σκοτάδι έσπασε.
Κι είδες τα χέρια σου να ξεκολλούν από τη μάζα.
Να δείχνουν κάπου στο ατέρμονο κενό.
Είδες τα χέρια σου..
Είδες.
Μα γιατί βλέπω;