Η σούπα αχνιστή , αγορασμένη απ'έξω.
Το κουτάλι παλιό, ενθύμιο απ'το ακόμα πιο παλιό σου σπίτι.
Και μια πετσέτα από κάτω, μη λερώσεις.
Τραπέζι μεγάλο, μα μόνο μια πετσέτα.
Το 'χεις, από καιρό, ονειρευτεί.
Να κάθεσαι μόνος σου σ' εκείνο το τραπέζι.
Όχι γιατί τα πας καλά με σένα.
Λίγες οι μέρες που τα πας, συνήθως αδιάφορες.
Το 'χες υποσχεθεί πως εκεί θα τρως, μια μέρα.
Χωρίς φωνές της τηλεόρασης να σ' αποσπούν.
Να σκορπίζουν στο χώρο, δήθεν, συντροφιά.
Μόνος. Εσύ, η σούπα η ζεστή και το παλιό κουτάλι.
Είπες, "μια μέρα,θα πάψω να κοιτώ τη διπλανή καρέκλα".
"Θα πάψω, απελπισμένος, να ψαρεύω σιγουριά".
"Θα είμαι εγώ εκεί να τρώω μαζί μου".
"Θα είμαι εγώ και, μια μέρα, θα είναι αρκετό", είπες.
Και βρήκες ένα σήμερα σ' εκείνο το Δεκέμβρη.
Που έστρωσες τραπέζι, με μια, μόνο πετσέτα.
Πήρες τη θέση τη γνωστή, τράβηξες την καρέκλα.
Και έφαγες γαλήνιος, μέσα στην ησυχία.
Δεν έριξες το βλέμμα σου αλλού.
Κι ούτε τη σκέψη άφησες να τρέξει προς τα πίσω.
Ήτανε αυτό το σήμερα, που έτυχε να σου φτάνεις.
Και που δε θες να μοιραστείς την τελευταία γουλιά σου.
Το πιάτο, καθαρό, στάζει, στην πιατοθήκη.
Και κάθεσαι κι εσύ, χορτάτος, στη γωνιά σου.
Στο ταβάνι φυσάς, σταθερά, τον καπνό σου.
"Άραγε, θα μου φτάνω κι αύριο";