Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Εσύ, η σούπα η ζεστή και το παλιό κουτάλι.

Η σούπα αχνιστή , αγορασμένη απ'έξω.
Το κουτάλι παλιό, ενθύμιο απ'το ακόμα πιο παλιό σου σπίτι.
Και μια  πετσέτα από κάτω, μη λερώσεις.
Τραπέζι μεγάλο, μα μόνο μια πετσέτα.

Το 'χεις, από καιρό, ονειρευτεί.
Να κάθεσαι μόνος σου σ' εκείνο το τραπέζι.
Όχι γιατί τα πας καλά με σένα. 
Λίγες οι μέρες που τα πας, συνήθως αδιάφορες.

Το 'χες υποσχεθεί πως εκεί θα τρως, μια μέρα.
Χωρίς φωνές της τηλεόρασης να σ' αποσπούν.
Να σκορπίζουν στο χώρο, δήθεν, συντροφιά.
Μόνος. Εσύ, η σούπα η ζεστή και το παλιό κουτάλι.

Είπες, "μια μέρα,θα πάψω να κοιτώ τη διπλανή καρέκλα".
"Θα πάψω, απελπισμένος, να ψαρεύω σιγουριά".
"Θα είμαι εγώ εκεί να τρώω μαζί μου".
"Θα είμαι εγώ και, μια μέρα, θα είναι αρκετό", είπες.

Και βρήκες ένα σήμερα σ' εκείνο το Δεκέμβρη.
Που έστρωσες τραπέζι, με μια, μόνο πετσέτα.
Πήρες τη θέση τη γνωστή, τράβηξες την καρέκλα.
Και έφαγες γαλήνιος, μέσα στην ησυχία. 

Δεν έριξες το βλέμμα σου αλλού.
Κι ούτε τη σκέψη άφησες να τρέξει προς τα πίσω.
Ήτανε αυτό το σήμερα, που έτυχε να σου φτάνεις.
Και που δε θες να μοιραστείς την τελευταία γουλιά σου.

Το πιάτο, καθαρό, στάζει, στην πιατοθήκη.
Και κάθεσαι κι εσύ, χορτάτος, στη γωνιά σου.
Στο ταβάνι φυσάς, σταθερά, τον καπνό σου.
"Άραγε, θα μου φτάνω κι αύριο";


Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Κοιμάμαι στη μέση, να ξέρεις.

Με ξύπνησαν. Ήταν πια μεσημέρι.
Κι ένα κενό πιάνει τη θέση σου,στο δίπλα μαξιλάρι.

Η μέρα κοιτάει μπροστά κι είναι μικρά τα βήματα.
Απόγευμα.

Έπαψα πια από καιρό να περιμένω.
Και δε ρωτάω πια, ούτε και συζητάω.

Κι όσες φορές φαντάστηκα να στέκεσαι στην πόρτα,
τόσες θηλιές μου έπλεξα για να ξυπνώ μαζί τους.

Είναι ακόμη απόγευμα.
Μα ο ήλιος δε διαπερνά τα φιμωμένα τζάμια.

Σε λίγο θα βραδιάσει.
Θα 'ναι, άραγε, πιο δύσκολα απ' ότι το πρωί;

Ξέχασα, κιόλας, τη μεριά σου, στο κρεβάτι.
Κι, αλήθεια, πια, δε με πειράζει.

Κι αν επιβίωσα από 'κείνες τις νύχτες,
εδώ θα 'μαι και αύριο.

Κοιμάμαι στη μέση, να ξέρεις.
Και θέμα αλλάζω, στη σκέψη μου.

Λεπτομέρειες. Μικρές, εθιστικές.
Τρέχουν και σβήνουν μαζί με τον ύπνο.

Τις μετράω μία μία. Φλέβες, σαγόνι, δάχτυλα.
Θολώνουν μαζί με κάθε τι γνώριμο.

Δε φοβάμαι πια. Κι ούτε αναπολώ.

Μου φτάνει να σε νιώθω εκεί έξω.
Να φυσάς, κάθε στιγμή, τις εκπνοές σου.

Κι αυτό το γέλιο, που πασχίζω να ξεχάσω,
να αντηχεί, κάπου εκεί, στον έξω κόσμο.

Δε φοβάμαι πια, ούτε ελπίζω.

Κι ίσως μου φτάνει πως υπάρχεις. Και υπάρχω.
Ίσως, μια μέρα, στ' αλήθεια να μου φτάνει.





Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Το πρόσωπό σου ξέχασα, μα είδα το δικό μου.

Δεν άκουσες ξανά τον ήχο της φωνής μου,
γιατί οι νύχτες και οι μέρες μου σε φώναζαν.

Δε μούσκεψες με δάκρυα τα δυο σου χέρια,
γιατί πάνω στα μάγουλά μου στέγνωσαν.

Δεν πνίγηκες στα χέρια μου που σ' έσφιγγαν με τρόμο,
γιατί ήταν χέρια αδειανά που τύλιγαν εμένα.

Δεν είδες τη μορφή , πίσω σου, να λυγίζει,
αφού θάρρος, ποτέ, δε βρήκες να γυρίσεις.

Κι όλα αυτά που φώναζα δε μπόρεσες ν'ακούσεις,
αφού άχνα, καμιά, δε βρήκα να σε πείσει.

Δεν έβλεπα τα πρόσωπα που τρυφερά κοιτούσαν,
αφού τα μάτια μου τα σφράγιζα ,με πείσμα.

Δεν πίστεψα, στιγμή, πως είμαι για καλύτερα,
αφού. ποτέ, δεν ήμουν ικανή να μ'αγαπήσω.

Δεν ένιωθα πως θα 'φτανε εκείνο το πρωί.
Μα να, σήμερα ξύπνησα χωρίς να με φοβάμαι.

Κι ούτε περίμενα ένα χέρι ν'απλωθεί.
Και να το ,που σφιχτά κρατάει τον καρπό μου.

Δεν έμαθα τι ήμουνα για σένα, δεν έμαθα αν ήμουν.
Μα να, το πρόσωπό σου ξέχασα και, είδα , το δικό μου.



Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Μπάρμπι σχιζοφρένεια.

“Νονέ θέλω για τα Xριστούγεννα τη μπάρμπι παιδική χαρά”, είπα.

Ξέρετε αυτή που είχε κι ένα παιδάκι μαζί και το 'κανε κούνια. 
 Και στην πλάτη του είχε ένα κουμπί που το πατούσες και γελούσε.
Τόσο απλά. Πατούσες ένα κουμπί και η Σάλλυ γινόταν ευτυχισμένη.
Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς αμφισβήτηση, χωρίς πως και γιατί.

Και ήταν η μπάρμπι παιδική χαρά το δικό σου κουμπί.
Ο δικός σου κόσμος .
Τον έφτιαχνες εσύ, με τη φαντασία σου.
Όλα γίνονταν με δική σου πρωτοβουλία. Χωρίς αντιρρήσεις.

Και ξαφνικά, εικοσιτέσσερα κεριά στολίζουν την τούρτα σου.

Και βλέπεις με μάτια ορθάνοιχτα τις κούκλες να ξυπνάνε.
Να έχουν σάρκα και οστά.
Να έχουν βούληση.

Είσαι κι εσύ μία απ' αυτές.

Ψάχνεις, απεγνωσμένα, στην πλάτη σου το κουμπί της ευτυχίας.
Κι όσο το ψάχνεις, τόσο πιο απίθανο μοιάζει το να το βρεις.
Γιατί δεν είναι πια κουμπί.
Είναι μια μικροσκοπική εσοχή, σαν το reset στο gameboy.
Μόνο μια πολύ λεπτή βελόνα είναι ικανή να το αγγίξει.

Αρχίζεις να τα χάνεις.
Όλα έχουν αλλάξει.
Ο κόσμος μοιάζει με φάρσα.
Κανείς δε γελάει. Κάνεναν δε μπορείς να ελέγξεις.
Οι κούκλες έρχονται και φεύγουν όποτε το θελήσουν.
Αν το θελήσουν.

Τίποτα δεν είναι τόσο απλό.
Ο πρίγκιπας είναι, πια, αμετανόητος εργένης.
Κι η μπάρμπι πολυκατάστημα, τώρα ψωνίζει meth από την κούκλα Walter White.

Ένας άλλος κόσμος και μέσα εσύ.
Μ' ένα reset στην πλάτη και κανέναν να στο πατήσει.
Κανέναν να θέλει να σε κάνει να γελάσεις.
Δεν είσαι πια, για κανέναν, η Σάλλυ.

Κι είσαι εσύ που νιώθεις, τώρα, σαν άψυχη κούκλα.
Τα χέρια σου δε λυγίζουν, το χαμόγελο έχει παγώσει.
Μέσα σου απλώνεται ένα απέραντο κενό.

Μια πλαστική κούκλα.
Που αρνείται να αποδεχτεί τον κόσμο όπως είναι.
Έρμαιο αυτού του “κάποιου λόγου” για τον οποίο γίνονται όλα.

Από καθοδηγητής, μαριονέτα.
Κι από μπάρμπι παιδική χαρά, μπάρμπι σχιζοφρένεια.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Το μετά.

Μετά.
Ο ανεμιστήρας συνεχίζει να γυρνά.
Χωρίς εσένα, η ζωή σου προχωρά.

Μετά.
Και το ταβάνι σου ποτέ δεν απαντά.
Και τα σεντόνια παίρνουν γύρω σου φωτιά.

Μετά. 
Και στο τηλέφωνο , μια φίλη σταθερά.
Και η μαμά σου στέλνει πάλι φαγητά.

Μετά.
Για σένα λέει η φωνή που τραγουδά.
Σφίγγει τριγύρω στο λαιμό σου η θηλιά.

Μετά.
Άλλες δυο νότες και τα μάγουλα υγρά.
Ένα κρεβάτι που δε σε χωράει πια.

Μετά.
Και στη ντουλάπα σου φαντάσματα αχνά.
Και η βαλίτσα σου γεμάτη μυστικά.

Μετά.
Κρύβεσαι γι' άλλη μια φορά, στα φανερά.
Κι η βάρκα γέμισε ως πάνω με νερά.

Μετά.
Τα μάτια ανοίγεις κι είσαι πάλι στο μετά.
Ο ανεμιστήρας συνεχίζει να γυρνά.



Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Η νύχτα που πάλι τελειώνει.

Δεν ήταν δυο χέρια , μα ήταν σκιές.
Κανείς δε σ' οδήγησε εδώ που ' χεις πέσει.
Η νύχτα θυμώνει ,η μέρα γελά.
Ετούτος ο δρόμος τελειώνει στη μέση.

Άγνωστος είσαι δεν ξέρεις που πας.
Ανάσα δεν παίρνεις μονάχος.
Φοβάσαι και βρίζεις κι η γλώσσα φωτιά.
Στο ίδιο σου πλέεις το λάθος.

Το φως σε ξυπνάει, στη σκιά περπατάς.
Η άσφαλτος καίει τα πόδια.
Βουλιάζει ο χρόνος μπροστά στη στεριά.
Κορμί και μυαλό πάνε χώρια.

Γυμνό το κρεβάτι και στάχτη παντού.
Χορεύει στον ήλιο η σκόνη.
Καφές από χθες ,σκοτάδι ξανά.
Μια νύχτα που πάλι τελειώνει.


Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Μαύρο.

Δεν ήταν όμορφη
σαν πριγκίπισσα. 
Η μύτη του ήτανε μεγάλη. 
Είχε σχιστά μάτια κι ήταν λιγάκι κοντός.
Δεν έπαιζε με τις κούκλες όπως τα άλλα κοριτσάκια. 
Δεν ήταν καλός στο ποδόσφαιρο. 
Ήταν και λίγο παχουλή.
Του άρεσαν τα αγόρια. 
Τα πόδια της ήτανε στραβά. 
Φορούσε γυαλιά και σιδεράκια. 
Την ένοιαζαν μόνο τα μαθήματα.
Εκείνη δε χόρευε καλά κι εκείνος
μύριζε άσχημα. 
Ο μπαμπάς της ήταν φτωχός.
Κι η μαμά του, χωρισμένη. 
Εκείνη αγαπούσε μια κοπέλα. 
Εκείνος δε γεννήθηκε εδώ.

Μαύρο στον κόσμο που δεν ανέχεται να είσαι αλλιώτικος.
Μαύρο σ' εκείνον που χρήζει αλλιώτικο
αυτό που δεν του μοιάζει.
Κι αν είσαι ένας απ'αυτούς που μ'έκαναν να γράφω σε αόριστο, μαύρο και σε σένα.

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Τα θαλασσιά του ρούχα.

Μια μέρα που νύχτωσε με έρωτα.
Μια νύχτα που χάραξε με πόνο.
Κι άλλη μια κι ήρθε στον κόσμο.
Η μάνα το σφιξε στην αγκαλιά της.
Και στάθηκε ο πατέρας από πάνω του σαν ίσκιος.
Εδώ θα είμαστε. Για πάντα.
Στα πάντα.

Και το μικρό παιδί έχτισε υπομονετικά το ασημένιο του κλουβί.
Του είχαν πει, εσύ θα χτίσεις ασημένιο.
Δε ρώτησε γιατί.
Δεν έμαθε γιατί.
Το μικρό παιδί φόρεσε τα θαλασσιά του ρούχα.
Εσύ θα βάλεις θαλασσιά, του είπαν.
Δε μίλησε.
Μόνο έμπηξε στο χώμα τα φτερά του για θεμέλιο.
Εσένα το κλουβί σου θα βλέπει ανατολή, του είπαν.
Στοίβαξε φόβους για παράθυρο, να μην το καίει ο ήλιος.
Φτιάξε και σύνορα και μέχρι εκεί θα ζεις, είπαν.
Και πήρε προκατάληψη να φτιάξει ένα φράχτη.
Και μη σηκώσεις το κεφάλι πριν τελειώσεις.

Κι όσο χτιζόταν το κλουβί, το γυάλιζε η μάνα.
Κι έφερνε πρόκες ο πατέρας και τσιμέντο.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες και τα χρόνια.
Και το κλουβί τελείωσε , μα ,πια, δεν τον χωρούσε.
Ποτέ ξανά δε μπόρεσε κεφάλι να σηκώσει.
Τα χρόνια του καρφώσανε στη γη τα δυο του μάτια.

Καθρέφτη από ελπίδα σκάλισε. Λαβή από ανάγκη.
Τον έστρεψε να δει τι γίνεται πιο πέρα.
Τα μάτια του πλημμύρισαν με δάκρυα.
Γεμάτη πράγματα η γη.
Από χρυσάφι και χαλκό ή πλαστικό ακόμα.
Μα όλα διαφορετικά, ίσως και λίγο ίδια.
Στόλιζε η μάνα το κλουβί ,μα το κορμί πονούσε.
Κι απελπισία γέμιζε ως πάνω το λαιμό του.

Και φώναξε και ούρλιαξε και άνοιξε τα χέρια.
Και το κλουβί γκρεμίστηκε μπροστά στα δυο του πόδια.
Καμπουριασμένος και νωθρός βγήκε στον έξω κόσμο.
Κι η μάνα έκλαιγε πικρά , γυάλιζε τα συντρίμια.
Και άνθρωποι πολύχρωμοι του απλώσανε τα χέρια.
Φορούσαν μαύρα ,κόκκινα, και θαλασσιά ακόμα.
Έκανε βήματα αργά και ίσιωνε το σώμα.
Η μάνα δεν τον έψαξε ,εκεί τον περιμένει,
Να ξαναχτίσει το κλουβί , να είναι όπως τον θέλει.

Μα εκείνος έκανε τη γη, σπίτι να τον χωράει.
Και σκέφτεται τη μάνα του, σαν θαλασσιά φοράει.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Σημάδια από σίδερο.

Κάποιες φορές τα χέρια σου 
τριγύρω μου τυλίγονται
κι αφήνουν τα σημάδια τους σα σίδερο καυτό.
Είναι σα να 'βαλαν σκοπό,
ποτέ, αυτή η αγκαλιά ,να μη σβηστεί στο χρόνο..
Πολύ βαθιά να χαραχτεί 
στο δέρμα, που ,διστακτικά ,μέσα τους θα κουρνιάσει. 
Κι όσο μετράω τις αγκαλιές,
κι ανασκαλεύω τις φωτιές,
στοιβάζονται το ένα πάνω στ' άλλο τα σημάδια..
Κι αγώνα δίνουν να στριμώξουν τις στιγμές,
σε κάθε απόκρημνη, κρυφή, του σώματός μου ,σπιθαμή..
Κι όσο ανάβω πυρκαγιές, 
ανάμεσα σε τούτες τις φορές ,απλώνοντας το χρόνο..
Νιώθω πως θέλει δυο ζωές να σβήσω τα σημάδια..
Κι αν τύχει κάποιο και σβηστεί, 
στα σπλάχνα καίγεται η ψυχή,
μέσα σε λάγνα προσμονή ,
να έρθει εκείνη η στιγμή,
σίδερο να μ' αγγίξει..