Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021









Μήπως μπορείς να με φροντίσεις;

Όχι πολύ.

Θέλω μόνο να βγάλεις αυτή την τριχούλα που έχει μπλεχτεί στα βλέφαρά μου και κάνει το μάτι μου να τσούζει διαολεμένα.

Ή να μου φέρεις καροτόσουπα, επειδή κρύωσα, πάλι , ακόμα κι αν δεν κλείσεις καλά το τάπερ και χύσεις τη μισή μέσα στη σακούλα.

Κι αν βρεις, κατά τύχη, στην τσέπη σου ένα μικρό, τοσοδούλικο σοκολατάκι, θέλω να μ' αφήσεις να δαγκώσω το μισό.

Ίσως και να μου κάνεις παρέα όσο κάθομαι γυμνή με τις σαπουνάδες, στη μπανιέρα, επειδή τελικά δεν είχε τόσο ζεστό νερό, όσο νόμιζες. 

Μήπως μπορείς να με φροντίσεις, αν γίνεται;

Μόνο λίγο.

Ίσα να πας, εσύ, να πάρεις ένα μπιτόνι βενζίνη, όταν θα μείνουμε, πεντακόσια μέτρα απ' το βενζινάδικο κι εγώ θα  πάθω υστερία και θα κλαίω και δε θα  καταλαβαίνεις γιατί.

Ή να μου φέρεις νερό την επόμενη φορά που θα πνιγώ απ' το σάλιο μου και θα βλέπεις, στην μούρη μου, να ζωγραφίζεται ο τρόμος του θανάτου.

Και, το βράδυ, στον καναπέ, να μου τρίψεις τα χέρια μου τα παγωμένα, που σε ξαφνιάζουν κάθε φορά, ακόμα κι αν είναι υπό το μηδέν, εδώ και τριάντα χρόνια.

Ή όταν ξαναπάθω κρίση πανικού, να πιέσεις το στέρνο μου, εκεί που ξέρεις ότι με κάνει να νιώθω καλύτερα και να μετράς μαζί μου αναπνοές. Όσες χρειαστεί.

Μήπως μπορείς , μόνο αν μπορείς, να με φροντίσεις;

Ελάχιστα.

Όσο θα τρώω, ρίξε μου τα μαλλιά στην πλάτη, για να μην κάνουν βουτιά στα φασολάκια και κοροϊδεψέ με, όταν σου πω ότι κάνεις σαν τη μάνα μου.

Και μην αφήσεις ποτέ - μα ποτέ- να με πάρει ο ύπνος στην ξαπλώστρα, ενώ το πρόσωπό μου, δεν είναι πια στη σκιά, ακόμα κι αν ξέρεις ότι φοράω πενηντάρι αντηλιακό.

Βάλε με να στεγνώσω τα μαλλιά μου, μετά το μπάνιο, για να μη βγω έξω και κρυώσω κι όταν σου πω "εντάξει, σε λίγο", εσύ πες μου "τώρα".

Και, αν μπορείς, έλα μαζί μου στην ουρά της τράπεζας και διάβαζέ μου, σιγανά, διηγήματα απ' το βιβλίο σου, αφού ξέρεις ότι προτιμώ να τα ακούω από σένα.

Μήπως μπορείς, αν είναι εύκολο, να με φροντίσεις;

Ίσα- ίσα.

Τραγούδα μου , όταν κολλήσουμε στην κίνηση, κι άσε με  να σου κάνω δεύτερες. Κι όταν πετύχουμε τη διφωνία, κάνε μου "κόλλα πέντε", λες και είμαστε πεντάχρονα.

Και βάλε μου το τυρί πάνω απ' τα μακαρόνια, αλλά κάτω από τη σάλτσα και ξανά στο τέλος από πάνω, όπως μ' αρέσει, και πες με παράξενη μετά, δε με πειράζει.

Ή φτιάξε μια λίστα με όλα όσα σου έχω πει πως θέλω να κάνω, ακόμα κι αυτά που εγώ η ίδια έχω ξεχάσει, κι ανάγκασέ με, μια μέρα, να βάλω σε όλα τικ.

Κι, αν δε σου κάνει κόπο, πήγαινέ με εσύ στην κλινική να δω το γάτο μου- για να μην οδηγήσω κλαίγοντας- και πες μου, ψέματα, πως όλα θα πάνε καλά.

Ξέρεις τι; 

Αν έχεις λίγο χρόνο και αν στ' αλήθεια δε σου γίνομαι βάρος, 

θα ήθελα πολύ να με φροντίσεις.

Όσο μπορείς. 


Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Το κύμα



Κάπως φοβόμουν να περπατήσω εκείνο το πρωί.
Το γόνατό μου πονούσε από την υγρασία και ένιωθα πολύ μικρή,
για να περιφέρομαι, άλλη μία μέρα, μέσα στο κορμί μιας ηλικιωμένης.
Στο δωμάτιο, ο αέρας είχε λιγοστέψει.
Λες και το έσκασε, κρυφά το βράδυ, την ώρα που εγώ κοιμόμουν, μ' ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα.
Όσο και να προσπαθούσα να ρουφήξω μερικές τζούρες, το οξυγόνο 
έμπαινε με φόρα στη μύτη, δρόσιζε λιγάκι τις αμυγδαλές μου, 
γλιστρούσε με μανία στο λάρυγγα και έσκαγε με ορμή πάνω στο τσιμέντο.
Αυτό, που έφραζε, τώρα, το κομμάτι του οισοφάγου μου, πάνω απ' το διάφραγμα.
Εισπνοή, εκπνοή. Κωδικός: Αποτυχία.
Λες και μια τεράστια ταμπέλα "Εκτελούνται έργα" είχε κατσικωθεί,
ανάμεσα στα πνευμόνια μου και εμπόδιζε τον αέρα να κατέβει προς τα κάτω. 
Και κάπου εκεί άρχισε το βουητό στ' αυτιά μου.
Και μια μικρή, μοναχική φωτιά, να σιγοκαίει το στέρνο μου.
Σηκώθηκα, αποφασιστικά, και έκανα τα ίδια εφτά βήματα,
που κάνω κάθε πρωί, για να φτάσω στο νιπτήρα.
Κι άλλα οχτώ πίσω, για να ανοίξω τη ντουλάπα.
Ένιωσα μια ψύχρα, πίσω απ' το κλειστό παντζούρι,
Φόρεσα τζιν, κοντομάνικο και αντιανεμικό. 
Μπορεί να υπερέβαλα. 
Μπορεί πάλι και όχι.
Σνίφαρα τη μυρωδιά της βροχής, που είχε ρίξει, το προηγούμενο βράδυ.
Αυτή τη φορά, ο αέρας τρύπησε, λιγάκι, το τσιμέντο και μου γαργάλησε την κοιλιά.
Ήταν άλλη μια Τετάρτη, που ο κόσμος ζούσε τη ζωή του κανονικά.
Άνθρωποι περπατούσαν βιαστικοί, ρουφούσαν τον αχνιστό καφέ τους , αγόραζαν αχλάδια στη λαϊκή.
Λες και ο δικός τους αέρας μπαινόβγαινε στα ρουθούνια τους εντελώς ασυναίσθητα.
Παραξενεύτηκα λίγο.
"Από την άλλη", σκέφτηκα, "ίσως κάποιοι κατάφεραν να σβήσουν τη δική τους φωτιά, 
το βράδυ, πριν κοιμηθούν. Ή μπορεί για κάποιους, να μην έχει ανάψει ακόμη". 
Με παρηγόρησε, κάπως, η σκέψη, του να βουίζουν τ' αυτιά όλης της Αθήνας.
Μέτρησα 602 βήματα ακριβώς, πριν μπω στο βιβλιοπωλείο.
Ήλπιζα, ότι αν συγκεντρωνόμουν στον αριθμό των βημάτων μου, ίσως το οξυγόνο ξεγελούσε τον εγκέφαλό μου και εξαφάνιζε το τσιμέντο, που του έκλεινε τον ιερό δρόμο για το διάφραγμά μου.
Μάταια. 
Έριξα μια ματιά στα γύρω ράφια.
Δεν ήξερα τι πήγα να κάνω, εκεί μέσα.
Ήθελα, απλώς, να απασχολήσω τη σκέψη μου, με κάτι. Οτιδήποτε.
Άρπαξα ένα παλιό βιβλίο απ' το ράφι με τα μεταχειρισμένα.
Το άνοιξα απαλά στη μέση, κι έχωσα τη μύτη μου στο κέντρο.
Για μερικά δευτερόλεπτα, ανέπνευσα κανονικά. 
Από την κορυφή του κεφαλιού μου, ως το πέλμα μου και πίσω.
Το βιβλίο έκλεισε και τα μπετά επέστρεψαν στον οισοφάγο μου.
Γύρισα το βλέμμα μου στην ξένη λογοτεχνία και τότε το είδα, να έρχεται προς το μέρος μου.
Έτριψα τα μάτια μου. 
Τα ανοιγόκλεισα 4 φορές (μετρημένες).
"Δε μπορεί, έχω παραισθήσεις", ψέλλισα.
Κι όμως, το έβλεπα πεντακάθαρα.
Στο βάθος του γεμάτου λακκούβες δρόμου, στο κέντρο της πόλης, μέσα στην ξερακιανή στεριά, είδα 
ένα κύμα.
Ένα πελώριο, φουσκωτό κύμα, με λευκούς φραμπαλάδες, κατέβαινε την Κερκύρας κι ερχόταν κατευθείαν προς τα πάνω μου.
Πανικοβλήθηκα.
Κοίταξα γύρω μου, έντρομη.
Έψαχνα να βρω, ένα ζευγάρι μάτια, να πανικοβληθούμε μαζί.
Άπλωσα το χέρι στη διπλανή μου, που ξεφύλλιζε βαριεστημένα, μια αστυνομική νουβέλα.
Αποφάσισα ότι το τέλος του κόσμου, θα μας έβρισκε μαζί.
Κι όμως εκείνη, με αγνόησε επιδεικτικά και μου γύρισε την πλάτη.
"Κουφάθηκα;". 
"Ή, όντως, δεν ακούω καμία κραυγή;".
Υπολόγιζα πως το κύμα απείχε περίπου 400 βήματα, από τα πόδια μου.
Το έβλεπα να πλησιάζει με ορμή και να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του.
Αυτοκίνητα, κάδους, σκουπίδια, πεσμένα φύλλα. 
Κι, όμως ,γύρω μου, όλοι συνέχιζαν τη ζωή τους, λες και το τέλος του κόσμου, ήταν μια απλή φιλοσοφική έννοια, που μπορεί να ήταν κοντά, αλλά σίγουρα όχι στα 280 βήματα!
Προσπάθησα να φύγω.
Να τρέξω μακριά, να σωθώ.
Να βρω μια τρύπα να κρυφτώ.
Όμως για κακή μου τύχη, δε μπορούσα να κουνήσω τίποτα.
Στεκόμουν εκεί, σαν άγαλμα. 
"Κοίτα να δεις! Μάλλον παρέλυσα απ' το φόβο".
Μόνο οι κόρες των ματιών μου και τα χείλη μου, τρεμόπαιζαν ακόμα. 
Άνοιξα, έντρομη, το στόμα μου κι άρχισα να ουρλιάζω.
"Πεθαίνουμε, δεν το βλέπετε; Σας παρακαλώ, πάρτε με από δω, έχω κοκαλώσει! Βοήθεια!".
Καμία απάντηση.
Έκλεισα ξανά, το στόμα μου, φανερά ξενερωμένη, όταν συνειδητοποίησα πως δεν είχα βγάλει άχνα.
Ο μόνος ήχος που άκουσα, ήταν η διπλανή μου που έσκασε τη φούσκα απ' την τσίχλα της, την ώρα που έφτανε στις 10 τελευταίες σελίδες της πρωινής λαθρανάγνωσης.
Άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας. 
Το κύμα στα 93 βήματα και όλοι οι άνθρωποι, γύρω μου, ΣΤΗΝ ΚΟΣΜΑΡΑ ΤΟΥΣ.
Μ' έπιασε μια θλίψη.
Θα περνούσα τα τελευταία μου δευτερόλεπτα στη γη, ακίνητη, αμίλητη και ανήμπορη, 
σε έναν κόσμο, που όλα, του περνούσαν παγερά αδιάφορα.
Ξεκίνησα την αντίστροφη μέτρηση.
80, 79, 78...
Έκλεισα τα μάτια μου με δύναμη, πασχίζοντας να θυμηθώ κάτι.
Το αγαπημένο μου τραγούδι, το πιο συγκινητικό φινάλε ταινίας, τους ανθρώπους που αγάπησα.
Κάτι!
Προς μεγάλη μου απογοήτευση, ο γεμάτος συναισθήματα, σκέψεις και ιδέες εγκέφαλός μου...
Αυτός, που τα βράδια με κρατούσε ξύπνια κάνοντας σενάρια και το πρωί με τρέλαινε στην υπερπληροφόρηση...
Αυτό το ταλαίπωρο μυαλό μου, που θυμόταν γενέθλια, επετείους και ημερομηνίες λήξης...
Είχε μετατραπεί σε ένα γιγάντιο, απέραντό, τρομακτικό κενό.
19,18,17...
"Σκέψου, γαμώτο Δε μπορεί να τα ξέχασες όλα!". 
Πελαγωμένη και φοβισμένη, χωρίς φωνή, χωρίς ανάσα, γεμάτη τσιμέντο ως απάνω, με τη φωτιά στο στέρνο, να φτάνει, πια, ως την ψυχή μου, άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα το κύμα. 
Και τότε τα είδα.
5,4,3...
Τα μάτια σου.



"Μάλλον της έπεσε η πίεση. Φέρτε λίγο νερό".
Η διπλανή κυρία, μασούσε την τσίχλα της μέσα στο αυτί μου.


Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

Ταξιδάκι αναψυχής

Άραγε θα μ' αγαπήσει κανείς;
Ταπ ταπ ταπ

Η βροχή παίζει ρυθμικά, στο μπαρμπριζ. Ταπ ταπ. Κάποιο τραγούδι παίζει, που δε μπορώ να θυμηθώ. Σπάω το κεφάλι μου, πως πήγαινε, να δεις. Αρβανιτάκη; Μπα. Θα το θυμηθώ, που θα πάει.
Είναι καλοκαίρι και βρέχει καταρρακτωδώς. Ανοίγω το παράθυρο. Εισπνέω. Ζεστό, μουσκεμένο τσιμέντο. Η μυρωδιά μου θυμίζει φθινόπωρο. Τα κόκκινα φωτάκια των αυτοκινήτων, παραταγμένα το ένα πίσω απ' τ' άλλο, σε μια πελώρια κυματιστή γραμμή, με κάνουν να σκέφτομαι τα Χριστούγεννα. Ταπ ταπ ταπ.
Πολλές φορές μοιάζω με καλοκαίρι, αλλά νιώθω φθινόπωρο.

Άραγε θα νοιαστεί κανείς;
Ταπ ταπ ταπ

Της- εξοχής ταπ ταπ τα πρωι-νά ταπ ταπ θα τα βρού-με ξανά ταπ ταπ
α-γκαλιά ταπ ταπ στο κρεβάτι ταπ ταπ.
Πρωτοψάλτη παίζει. Η βροχή, στο μπαρμπρίζ μου, παίζει Πρωτοψάλτη. 
Δύο μέτρα πρώτη και, ξανά, νεκρά. Πήξημο. Ταπ ταπ.
Η μέρα ξεκίνησε με ήλιο και ζέστη και τώρα, οι βροντές συνεχόμενες και δυνατές, σκεπάζουν, που και που, τη συναυλία της βροχής στο τζάμι. 
Ταπ ταπ Και δεν πειρά-ζει ταπ ταπ που τό-σο νωρίς ταπ ταπ θα κοιτά-με χωρίς ταπ ταπ να γυρεύ-ου-με κά-τι ταπ ταπ
Πολλές φορές μοιάζω με ήλιο, αλλά νιώθω βροχή.

Άραγε θα με δεχτεί κανείς;
Ταπ ταπ ταπ

Καραμπόλα. Γλιστράει η ρημάδα η βροχή. Πάλι καλά δεν έπαθε τίποτα ο άνθρωπος, στο μηχανάκι. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι ζω από θαύμα. 
Ταπ ταπ. Δεν κοιμάμαι πολύ καλά το βράδυ. Παίρνω βιταμίνες, βάζω παγάκια, ροδέλες από αγγούρια, κρέμες, αλλά οι μαύροι κύκλοι συνεχίζουν να είναι ξαπλωμένοι, πεισματικά, κάτω από τα μάτια μου. Παρ' όλα αυτά, όλοι μου λένε πως φαίνομαι πιο όμορφη και πιο ξεκούραστη από ποτέ. 
Ταπ ταπ γι' αυτά που ή-ρθανε ταπ ταπ τό-σο αργά ταπ ταπ μα τα πή-ρε η καρδιά ταπ ταπ με τα χέ-ρια α-νοιγμέ-να ταπ ταπ.
Πολλές φορές μοιάζω ξεκούραστη, αλλά νιώθω πτώμα. 

Άραγε θα με δει κανείς;
Ταπ ταπ ταπ 

Η βροχή έχει αρχίσει να με εκνευρίζει. Δε δυναμώνει, δε σταματάει, μόνο συνεχίζει να παίζει, ρυθμικά, Λίνα Νικολακοπούλου. Και ξέρουμε όλοι το πρόβλημά μου με τη Λίνα. Γενικά, με εκνευρίζει να νιώθω ότι κάποια άγνωστη, ακόμα κι αν είναι διάσημη στιχουργός, έχει τόσο μεγάλη επίδραση πάνω μου. 
Ταπ ταπ μια παρα-λί-α ταπ ταπ ε-ρημική ταπ ταπ.
Μπορεί να φαίνομαι εκδηλωτική και κουλ, αλλά, μεταξύ μας, τρέμω τη στιγμή, που κάποιος θα δει ποια πραγματικά κρύβω μέσα μου. Είμαι σίγουρη ότι δε θα τη συμπαθήσει κι ας λέει η ψυχολόγος μου ό,τι θέλει. 
Ταπ ταπ και ν' απλώ-να-με εκεί ταπ ταπ της ζω-ής μας το κύ-μα ταπ ταπ.
Πολλές φορές μοιάζω κουλ, αλλά νιώθω φοβισμένη.

Άραγε θα καταλάβει κανείς;
Ταπ ταπ ταπ.

Φτάνει. Ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου και βγαίνω έξω στη βροχή. Άλλον ένα στίχο να ακούσω και θα αρχίσω να τσιρίζω. Τα αμάξια δεν κουνιούνται ούτε ίντσα. Η Πειραιώς μοιάζει με μια τεράστια Χριστουγεννιάτικη φιέστα, που στήθηκε μέσα στο κατακαλόκαιρο, ενώ τα τσιμέντα μυρίζουν φθινόπωρο. Αφήνω τα πράγματά μου στο αυτοκίνητο και το αυτοκίνητο στη μέση της ανορθόδοξης γιορτής και παίρνω τους δρόμους. 
Ταπ ταπ και δεν πει-ρά-ζει ταπ ταπ που τό-σα φι-λιά ταπ ταπ 
Προχωράω, ανάμεσα στα αυτοκίνητα, αποφασισμένη, να μη γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου. Η βροχή δυναμώνει και μαζί της δυναμώνει κι η Πρωτοψάλτη. Ταπ ταπ πριν να γί-νουν παλιά ταπ ταπ θα τα πά-ρει το κύ-μα ταπ ταπ.
Πολλές φορές μοιάζω συγκρατημένη, αλλά νιώθω παρορμητική.

Άραγε θα με ζητήσει κανείς;
Ταπ ταπ ταπ

Τρέχω. Τα πέδιλά μου γλιστράνε. Με τραβάνε πίσω. Εκεί, που δεν αγαπάει, δε νοιάζεται, δε δέχεται, δε βλέπει, δεν καταλαβαίνει, δε ζητάει κανείς. Τα βγάζω, ξεχνάω, στη στιγμή, ότι ήταν τα αγαπημένα μου, και χωρίς καν να γυρίσω να τα κοιτάξω, συνεχίζω να τρέχω. Ξυπόλυτη. Ελεύθερη. Δεν κοιτάζω πίσω. Δεν κλαίω, δε φοβάμαι, δεν αποχαιρετώ. 
Ίσως καταλάβουν, μια μέρα.
Ταπ ταπ η σωτηρί-α της ψυ-χής ταπ ταπ εί-ναι πο-λύ μεγά-λο πράγ-μα ταπ ταπ.
Δε με νοιάζει τι λένε. Δεν ακούω καμία φωνή. Δε βλέπω κανένα λοξό βλέμμα, κανένα προτεταμένο χέρι. Δεν είμαι, πια, εδώ. Είμαι κάπου, που δεν πειράζει να είσαι καλοκαίρι, φθινόπωρο, ήλιος, βροχή, ξεκούραστη, πτώμα, κουλ ή φοβισμένη, συγκρατημένη ή παρορμητική.
Δεν είμαι, πια, τίποτα απ' όλα αυτά. 
Είμαι ένα ρόδο, κάπου ψηλά, στον ουρανό. 


*σαν ταξιδάκι αναψυχής, μ' ένα κρυμμένο τραύμα. 



,σε δύο κόκκινα ψηλοτάκουνα μποτάκια.


Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Ένα Σάββατο απόγευμα, μπορεί και να-


Ένα Σάββατο απόγευμα, μελαγχόλησα.

Τα μαλλιά μου ήταν κυματιστά.

Τα μάτια μου βαμμένα ηλιοβασιλί.

Ήμουν πιο όμορφη απ' τις άλλες μέρες.

Ένα Σάββατο απόγευμα, φοβήθηκα.

Οι μέρες δεν περνούσαν με τίποτα και περνούσαν σαν αστραπή.

Ήταν Φλεβάρης, αλλά μύριζε καλοκαίρι.

Ήμουν γεμάτη φίλους, άλλα ήμουν άδεια.

Ένα Σάββατο απόγευμα, σε ρώτησα.

Που πήγαν οι μέρες που περπατούσαμε χέρι - χέρι.

Που σε φιλούσα στο στόμα, στη μέση του δρόμου.

Που με περίμενες στο σπίτι και είχες ανάψει θερμοσίφωνα.

Ένα Σάββατο απόγευμα, μου έμοιαζε με Κυριακή.

Αύριο δεν έχω σχολείο.

Οι γονείς μου δε με πήγαν στις κούνιες.

Τα παιδιά της γειτονιάς μου, δεν είναι, πια, παιδιά.

Ένα Σάββατο απόγευμα, ονειρεύτηκα.

Ήρθες με τα μάτια βαμμένα χαραυγί.

Μου έφερες ζεστό καφέ και κουλουράκια βανίλιας.

Μου είπες ότι μ' αγαπάς.

Ένα Σάββατο απόγευμα, που έμοιαζε με Κυριακή, που δεν περνούσε με τίποτα, αλλά πέρασε σαν αστραπή, που τα μάτια μου ήταν βαμμένα ηλιοβασιλί, δεν ήσουν εκεί. Να σε ρωτήσω που πήγαν οι μέρες. Να σε φιλήσω στο στόμα, στη μέση του δρόμου, να μου πεις πως μ' αγαπάς.

Ένα Σάββατο απόγευμα που μελαγχόλησα και φοβήθηκα και ονειρεύτηκα, δεν είδες τα κυματιστά μαλλιά μου, ούτε μου έφερες καφέ και κουλουράκια βανίλιας. Δε με περίμενες στο σπίτι με αναμμένο θερμοσίφωνα.

Ένα Σάββατο απόγευμα του Φλεβάρη, που μύριζε καλοκαίρι, και τα παιδιά της γειτονιάς δεν ήταν πια παιδιά, ευχήθηκα να δω τα μάτια σου βαμμένα χαραυγί. Και να σου πω ότι είσαι πιο όμορφη απ' τις άλλες μέρες. Να περπατήσουμε χέρι- χέρι και να με πας στις κούνιες. Να είμαι γεμάτη από σένα και να μη νιώθω άδεια.

Ένα Σάββατο απόγευμα, μπορεί και να.