Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Το κύμα



Κάπως φοβόμουν να περπατήσω εκείνο το πρωί.
Το γόνατό μου πονούσε από την υγρασία και ένιωθα πολύ μικρή,
για να περιφέρομαι, άλλη μία μέρα, μέσα στο κορμί μιας ηλικιωμένης.
Στο δωμάτιο, ο αέρας είχε λιγοστέψει.
Λες και το έσκασε, κρυφά το βράδυ, την ώρα που εγώ κοιμόμουν, μ' ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα.
Όσο και να προσπαθούσα να ρουφήξω μερικές τζούρες, το οξυγόνο 
έμπαινε με φόρα στη μύτη, δρόσιζε λιγάκι τις αμυγδαλές μου, 
γλιστρούσε με μανία στο λάρυγγα και έσκαγε με ορμή πάνω στο τσιμέντο.
Αυτό, που έφραζε, τώρα, το κομμάτι του οισοφάγου μου, πάνω απ' το διάφραγμα.
Εισπνοή, εκπνοή. Κωδικός: Αποτυχία.
Λες και μια τεράστια ταμπέλα "Εκτελούνται έργα" είχε κατσικωθεί,
ανάμεσα στα πνευμόνια μου και εμπόδιζε τον αέρα να κατέβει προς τα κάτω. 
Και κάπου εκεί άρχισε το βουητό στ' αυτιά μου.
Και μια μικρή, μοναχική φωτιά, να σιγοκαίει το στέρνο μου.
Σηκώθηκα, αποφασιστικά, και έκανα τα ίδια εφτά βήματα,
που κάνω κάθε πρωί, για να φτάσω στο νιπτήρα.
Κι άλλα οχτώ πίσω, για να ανοίξω τη ντουλάπα.
Ένιωσα μια ψύχρα, πίσω απ' το κλειστό παντζούρι,
Φόρεσα τζιν, κοντομάνικο και αντιανεμικό. 
Μπορεί να υπερέβαλα. 
Μπορεί πάλι και όχι.
Σνίφαρα τη μυρωδιά της βροχής, που είχε ρίξει, το προηγούμενο βράδυ.
Αυτή τη φορά, ο αέρας τρύπησε, λιγάκι, το τσιμέντο και μου γαργάλησε την κοιλιά.
Ήταν άλλη μια Τετάρτη, που ο κόσμος ζούσε τη ζωή του κανονικά.
Άνθρωποι περπατούσαν βιαστικοί, ρουφούσαν τον αχνιστό καφέ τους , αγόραζαν αχλάδια στη λαϊκή.
Λες και ο δικός τους αέρας μπαινόβγαινε στα ρουθούνια τους εντελώς ασυναίσθητα.
Παραξενεύτηκα λίγο.
"Από την άλλη", σκέφτηκα, "ίσως κάποιοι κατάφεραν να σβήσουν τη δική τους φωτιά, 
το βράδυ, πριν κοιμηθούν. Ή μπορεί για κάποιους, να μην έχει ανάψει ακόμη". 
Με παρηγόρησε, κάπως, η σκέψη, του να βουίζουν τ' αυτιά όλης της Αθήνας.
Μέτρησα 602 βήματα ακριβώς, πριν μπω στο βιβλιοπωλείο.
Ήλπιζα, ότι αν συγκεντρωνόμουν στον αριθμό των βημάτων μου, ίσως το οξυγόνο ξεγελούσε τον εγκέφαλό μου και εξαφάνιζε το τσιμέντο, που του έκλεινε τον ιερό δρόμο για το διάφραγμά μου.
Μάταια. 
Έριξα μια ματιά στα γύρω ράφια.
Δεν ήξερα τι πήγα να κάνω, εκεί μέσα.
Ήθελα, απλώς, να απασχολήσω τη σκέψη μου, με κάτι. Οτιδήποτε.
Άρπαξα ένα παλιό βιβλίο απ' το ράφι με τα μεταχειρισμένα.
Το άνοιξα απαλά στη μέση, κι έχωσα τη μύτη μου στο κέντρο.
Για μερικά δευτερόλεπτα, ανέπνευσα κανονικά. 
Από την κορυφή του κεφαλιού μου, ως το πέλμα μου και πίσω.
Το βιβλίο έκλεισε και τα μπετά επέστρεψαν στον οισοφάγο μου.
Γύρισα το βλέμμα μου στην ξένη λογοτεχνία και τότε το είδα, να έρχεται προς το μέρος μου.
Έτριψα τα μάτια μου. 
Τα ανοιγόκλεισα 4 φορές (μετρημένες).
"Δε μπορεί, έχω παραισθήσεις", ψέλλισα.
Κι όμως, το έβλεπα πεντακάθαρα.
Στο βάθος του γεμάτου λακκούβες δρόμου, στο κέντρο της πόλης, μέσα στην ξερακιανή στεριά, είδα 
ένα κύμα.
Ένα πελώριο, φουσκωτό κύμα, με λευκούς φραμπαλάδες, κατέβαινε την Κερκύρας κι ερχόταν κατευθείαν προς τα πάνω μου.
Πανικοβλήθηκα.
Κοίταξα γύρω μου, έντρομη.
Έψαχνα να βρω, ένα ζευγάρι μάτια, να πανικοβληθούμε μαζί.
Άπλωσα το χέρι στη διπλανή μου, που ξεφύλλιζε βαριεστημένα, μια αστυνομική νουβέλα.
Αποφάσισα ότι το τέλος του κόσμου, θα μας έβρισκε μαζί.
Κι όμως εκείνη, με αγνόησε επιδεικτικά και μου γύρισε την πλάτη.
"Κουφάθηκα;". 
"Ή, όντως, δεν ακούω καμία κραυγή;".
Υπολόγιζα πως το κύμα απείχε περίπου 400 βήματα, από τα πόδια μου.
Το έβλεπα να πλησιάζει με ορμή και να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του.
Αυτοκίνητα, κάδους, σκουπίδια, πεσμένα φύλλα. 
Κι, όμως ,γύρω μου, όλοι συνέχιζαν τη ζωή τους, λες και το τέλος του κόσμου, ήταν μια απλή φιλοσοφική έννοια, που μπορεί να ήταν κοντά, αλλά σίγουρα όχι στα 280 βήματα!
Προσπάθησα να φύγω.
Να τρέξω μακριά, να σωθώ.
Να βρω μια τρύπα να κρυφτώ.
Όμως για κακή μου τύχη, δε μπορούσα να κουνήσω τίποτα.
Στεκόμουν εκεί, σαν άγαλμα. 
"Κοίτα να δεις! Μάλλον παρέλυσα απ' το φόβο".
Μόνο οι κόρες των ματιών μου και τα χείλη μου, τρεμόπαιζαν ακόμα. 
Άνοιξα, έντρομη, το στόμα μου κι άρχισα να ουρλιάζω.
"Πεθαίνουμε, δεν το βλέπετε; Σας παρακαλώ, πάρτε με από δω, έχω κοκαλώσει! Βοήθεια!".
Καμία απάντηση.
Έκλεισα ξανά, το στόμα μου, φανερά ξενερωμένη, όταν συνειδητοποίησα πως δεν είχα βγάλει άχνα.
Ο μόνος ήχος που άκουσα, ήταν η διπλανή μου που έσκασε τη φούσκα απ' την τσίχλα της, την ώρα που έφτανε στις 10 τελευταίες σελίδες της πρωινής λαθρανάγνωσης.
Άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας. 
Το κύμα στα 93 βήματα και όλοι οι άνθρωποι, γύρω μου, ΣΤΗΝ ΚΟΣΜΑΡΑ ΤΟΥΣ.
Μ' έπιασε μια θλίψη.
Θα περνούσα τα τελευταία μου δευτερόλεπτα στη γη, ακίνητη, αμίλητη και ανήμπορη, 
σε έναν κόσμο, που όλα, του περνούσαν παγερά αδιάφορα.
Ξεκίνησα την αντίστροφη μέτρηση.
80, 79, 78...
Έκλεισα τα μάτια μου με δύναμη, πασχίζοντας να θυμηθώ κάτι.
Το αγαπημένο μου τραγούδι, το πιο συγκινητικό φινάλε ταινίας, τους ανθρώπους που αγάπησα.
Κάτι!
Προς μεγάλη μου απογοήτευση, ο γεμάτος συναισθήματα, σκέψεις και ιδέες εγκέφαλός μου...
Αυτός, που τα βράδια με κρατούσε ξύπνια κάνοντας σενάρια και το πρωί με τρέλαινε στην υπερπληροφόρηση...
Αυτό το ταλαίπωρο μυαλό μου, που θυμόταν γενέθλια, επετείους και ημερομηνίες λήξης...
Είχε μετατραπεί σε ένα γιγάντιο, απέραντό, τρομακτικό κενό.
19,18,17...
"Σκέψου, γαμώτο Δε μπορεί να τα ξέχασες όλα!". 
Πελαγωμένη και φοβισμένη, χωρίς φωνή, χωρίς ανάσα, γεμάτη τσιμέντο ως απάνω, με τη φωτιά στο στέρνο, να φτάνει, πια, ως την ψυχή μου, άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα το κύμα. 
Και τότε τα είδα.
5,4,3...
Τα μάτια σου.



"Μάλλον της έπεσε η πίεση. Φέρτε λίγο νερό".
Η διπλανή κυρία, μασούσε την τσίχλα της μέσα στο αυτί μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου