Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Ξύπνησα

Δεν άκουσα να λέει ούτε λέξη.
Ένα ρεύμα με χαστούκισε με δύναμη.
Δε θέλησα ακόμη να ξυπνήσω.
Ο βρόντος αντηχεί στο δωμάτιο.
Σα να μου θυμίζει αυτό που φοβήθηκα.
Δεν είναι βρόντος πια , μα είναι γέλιο.
Σαρκαστικό και εκκωφαντικό σαν την τελευταία μας σιωπή.
Δεν ήταν πόρτα αυτό που έκλεισε.
Ήταν η εποχή μας.
Το εμείς που έσπασε και γέμισε το πάτωμα γυαλιά.
Δεν είπε ούτε λέξη.
Δεν είπα ούτε λέξη.
Και το δωμάτιο χορεύει στον καπνό.
Και καταπίνει αλκοόλ μες το χορό του.
Και φωνάζει όλα αυτά που έκρυψα πίσω απ'τα βλέφαρα.
Κάθε τί που πίστεψα πως δε συνέβη.
Μα εκείνο κραυγάζει, τ'αυτιά μου πονάνε.
Δεν είναι κανείς εδώ.
Άδειο το δωμάτιο που φωνάζει.
Άδειο το μέσα μου.
Άδεια η φωνή μου.
Δεν άκουσα να λέει ούτε λέξη.
Ένα ρεύμα με χαστούκισε με δύναμη.
Ξύπνησα.
Ο βρόντος αντηχεί στο δωμάτιο.
Έφυγε.
Δεν είναι γέλιο πια, μα είναι σιωπή.
Δεν άκουσα να λέει ούτε λέξη.
                 

  ,στον V.V. 

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Τέλος Εποχής

Ήρθε το τέλος εποχής και ξεπουλήσαμε.
Απόμειναν στα ράφια κούφιες συσκευασίες.
Που κλείσανε στις δόξες μας τα όνειρα.
Και τώρα στέκουν άδειες,γερασμένες.

Ήρθε το τέλος εποχής μα εσύ επέμενες.
Πως θα κρατήσουνε για πάντα τα τραγούδια.
Είπες του τότε ,θα αντηχούν, τις ομορφιές.
Μα εγώ ακούω μονάχα τη σιωπή τους.

Ήρθε το τέλος εποχής κι άλλη ξεκίνησε.
Και έκλεισε τον πόνο στο ντουλάπι.
Μα όσες υποσχέσεις κι αν μου έδωσε.
Κάθε εποχή χωρίς εσένα με τρομάζει.

Ήρθε το τέλος εποχής μα εγώ δεν ξέχασα.
Σε κράτησα στις πρώτες μας κουβέντες.
Τα βράδια ονειρεύτηκα του φόβους σου.
Και φύσηξα τα εμπόδια να ρίξω.

Κι εσύ εκεί.
Να περπατάς.
Τα βήματα σου σταθερά.
Να μεγαλώνουν ένα ένα την απόσταση.
Κι εγώ εδώ.
Να εκλιπαρώ.
Και να ελπίζω για κάθε επόμενο βήμα.
Πως θα ναι αυτό του γυρισμού.

Ήρθε το τέλος εποχής, μα πες μου, σ'έχασα;

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Εδώ είμαι.Μίλα μου.Αντέχεις;

Ξύπνησε ελπίζοντας πως έχει πια ξεχάσει.
Ανέπνευσε.Ξανά και ξανά.
Αέρας πάγωσε τα σκονισμένα σωθικά.
Το παράθυρο μισάνοιχτο από χθες.
Κι απ'έξω τρύπωσε βουή και χάος.
Λίγες ανάσες πέρασαν.
Όλα φωτίστηκαν στους κύκλους του καπνού.
Είναι εκεί.Όλα εκεί.
Όπως τα άφησε πριν σβήσει η αλήθεια.
Εκεί τα στοίβαξε η αυγή εξαντλημένη.
Εκεί,χορεύουν κι ανασαίνουν τον καπνό.
Ήλπιζε να καούν στο φως τη μέρας.
Μα είναι εκεί.
Φωνές και κόσμος.Κίνηση.
Όλα προχώρησαν κι εσύ δε λες να ξεκινήσεις.
Ξύπνα.Οι άνθρωποι μιλάνε.
Πηγαίνουν ,έρχονται.
Αγαπάνε.
Ξύπνα,άνθρωποι σε κοιτάνε.
Εκείνοι τρέχουν,κατακτούν.
Αποτυγχάνουν.
Κι εσύ που διάλεξες τί θέλεις για να ζήσεις;
Κοιμάσαι και ελπίζεις να ξεχάσεις.
Ξυπνάς και πάλι εκεί είναι όλα.
Εκεί είναι όλοι.
Σε πνίγουν οι  δικοί σου δαίμονες.
Κι εσύ τους πολεμάς φυσώντας τους ζωή.
Τη δική σου ζωή.
Κοίτα.Οι άνθρωποι γέρασαν.
Κι εσύ;
Ακόμα εκείνους πολεμάς;
Εκείνους που δεν άντεξαν το τέρας που 'χεις γίνει;
Εκείνοι έφυγαν, εσύ αντέχεις;
Αντέχεις όσους  προσπερνάνε την αλήθεια σου;
Αντέχεις τη ζωή ,που χάνεται πιο πίσω απ'τον καπνό σου;
Οι άνθρωποι αντέξανε.
Εσύ;
Αντέχεις;
Το βάρος το αβάσταχτο στην πλάτη;
Αντέχεις;
Τη φωνή σου ν'ακούς για παρέα;
Εσένα;
Εσένα σε αντέχεις;
Με σένα ξέμεινες. Εσένα έχεις.
Εσένα να πονάς.Εσένα να υπομένεις.
Οι άνθρωποι μου μίλησαν.
Εσύ; Θα κάνεις πίσω;
Εδώ είμαι.Μίλα μου.
Αντέχεις;
Εμένα και εσένα μας αντέχεις;
Έφυγα εγώ και πες μου πάλι.
Τη μοναξιά σου την αντέχεις;




Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Υπάρχω κανείς;


Ζει μέσα μου.
Φουντώνει και καταλαγιάζει.
Άβυσσος.Κενή.
Χρόνια ολόκληρα.
Με ρούφηξε.Με στράγγιξε.
Μου έδειχνε τον κόσμο.
Δεν κοίταζα.
Δεν ήθελα.
Μου φώναζε.
Δεν άκουγα.
Με άφηνε.
Την κράταγα.
Σε στροφές κι αδιέξοδα.
Ήταν εκεί.
Ήταν γύρω μου.
Ζει μέσα μου.
Κλείνω τα μάτια μήπως χαθεί.
Με χαστουκίζει.
Μου υπενθυμίζει.
Το αέναο κενό.
Το μάταιο.
Το προτετελεσμένο.
Άβυσσος.
Δε φαίνεται.
Με τρώει.
Κραυγές βουβές.
Μ'ακούει κανείς;
Ηχώ.
Με βλέπει κανείς;
Σκοτάδι.
Υπάρχει κανείς;
Υπάρχω κανείς;
Άβυσσος.
Με καταπίνει.


Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Μια βόλτα

Πού πήγες;
Μια βόλτα.
Να πάρεις αέρα;
Να ξεφύγω.
Από τί;
Από μένα.

Μια βόλτα.Λίγα βήματα.Δεν ξέρω τι χρειάστηκε.
Δεν ήταν πια ξεκάθαρα τα πάντα όταν γύρισα.
Δεν ξέρω αν βοήθησε το βλέμμα μου στον κόσμο.
Ή αν τα χέρια μου 'δειξαν το βλέμμα πού να στρέψω.

Μια βόλτα. Δυο αναπνοές.Δεν ξέρω για πού το 'βαλα.
Δεν είδε η ψυχή μου την έξοδο κινδύνου.
Δρόμο δε βρήκαν να διαβούν τα όνειρα σαν ξύπνησα.
Τα χέρια μου όταν έκλεισαν ήταν και πάλι άδεια.

Μια βόλτα. Ένας άνθρωπος.Δεν ξέρω πως με γνώρισε.
Ήταν η τύχη μου εκεί  ή μόνο ο εαυτός μου;
Δώρο ήταν ή χάρισμα δεν έμαθα ποτέ μου.
Μα διάλεξε το δρόμο μου κι ας έβλεπε γκρεμό.

Μια βόλτα.Ένα όνειρο.Δεν ξέρω αν το έζησα.
Φωνή δεν είχα ν'ακουστώ ή φως για να με δούνε.
Τα πρόσωπα αδιάφορα πίσω απ'τις κραυγές μου.
Το έδαφος ατάραχο μετά τα βήματά μου.

Μια βόλτα ήταν.Τέλειωσε.Δεν ξέρω που κατέληξα.
Αν ήταν όλοι τους σκιές και χάθηκαν το βράδυ.
Αν διάλεξα ο δρόμος μου να βγάζει σε σκοτάδι.
Κι αν φόρεσα στην άπνοια ιδανική ταμπέλα.

Μια βόλτα πήγα, άσε με.Δε θέλω να μιλήσω.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Γυναίκα που ανασαίνεις Αθήνα

Ξύπνησες εκείνο το πρωί στη γνώριμη Αθήνα.
Τέσσερις το απόγευμα-αυτό είναι το πρωί σου.
Καφές και τσιγάρο κι ώρες ατέλειωτες και άσκοπες.
Χωρίς σκοπό και προορισμό πλανήθηκες εκείνο το απόγευμα.
Ο άνεμος σε σκόρπισε σε μέρη που νοστάλγησες.
Γνώριμο δρομολόγιο.
Το έκανες με μάτια μισάνοιχτα.
Δεν ήθελες να δεις τη ζωή να καταστρέφει τον τόπο που ερωτεύτηκες.
Τα μονοπάτια που ζωγράφισες,με χρώμα μολυβί,όπως το απομεσήμερο.
Είναι μαγνήτης η Αθήνα έλεγες.
Κι αν προσπαθείς να τρέξεις μακριά της,τα βήματα σε πάνε προς τα πίσω.
Είναι εθιστική αυτή η θέα από δω.
Επάνω η Ακρόπολη και κάτω η ζωή.
Κυλάει ασταμάτητο ποτάμι λυσσασμένο.
Κι εσύ -σύγχρονη γυναίκα-σε μια αρχαία πέτρα καθισμένη.
Με το μισοσβησμένο σου τσιγάρο για παρέα..
Ν'ανασαίνεις τη μοναξιά ανάμεσα στα τόσα εκατομμύρια.
Είναι εθιστική αυτή η αύρα.
Οι ξένοι πνίγονται κι αναζητούν άλλο αέρα.
Αυτός είναι ο αέρας της.
Μυρίζει ανθρωπιά από δω πάνω.
Το χάος μοιάζει ήρεμο..
Σαν κύμα που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του.
Είναι η πόλη σου αυτή.
Είναι κομμένη και ραμμένη για να ζεις και να πεθαίνεις.
Το θάνατο ή τη ζωή σου εκτιμάς μέσα στο γκρίζο σύννεφό της.
Είσαι γαλήνια εδώ.
Θα ήθελες να ζήσεις το ταξίδι σου σ'αυτή την πόλη.
Και να'ναι αυτή μακριά που θα στο πάρει.
Κι εσύ σα μαγνήτης τραβάς όποιον θέλεις στη δύνη της.
Γίνεσαι ένα με την αύρα αυτή την εθιστική.
Κι εγώ αγάπησα τον εθισμό σε σένα.
Γυναίκα που ανασαίνεις Αθήνα ,είσαι εσύ όπως πρέπει να είσαι.
Είσαι εσύ όπως θέλεις να είσαι.
Γυναίκα που γεννιέσαι τη νύχτα και σβήνεις τη μέρα.
Είσαι εδώ για να γίνεις αυτό που χρειαζόσουν.
Κι έγινες εδώ αυτό που χρειαζόμουν.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Ένα πρωί όπως τόσα

 Και ξύπνησε κι εκείνο το πρωί εγκλωβισμένη σε ένα κορμί ξένο.Ένα κορμί που δε μπορούσε να ελέγξει. Κόπηκαν τα σχοινιά που την καθοδηγούσαν και σα μαριονέτα,με την ανέπαφη έκφραση που της είχαν ζωγραφίσει στο σμιλεμένο πρόσωπο,σωριάστηκε στο πάτωμα.Κι έμεινε εκεί να κείτεται ,μέσα στο αφιλόξενο σώμα ,που ήταν αναγκασμένη να περιφέρει σα βιτρίνα του εαυτού της.Ενός εαυτού που έβλεπε σα τιμωρία, απ'τον υποτιθέμενο Θεό, για κάποιο σφάλμα που έκανε και ίσως δε θυμάται ή που ακόμη δεν έχει αναγνωρίσει.
 Έχει ,σχεδόν, ξεχάσει πια την αψεγάδιαστη μορφή που έζησε στο σώμα της πριν έρθει το σκοτάδι. Που γεύτηκε στο τότε κάθε σταγόνα ξεγνοιασιάς και τα άσχημα τα άφησε κληρονομιά στο τώρα. Κι αυτό το τώρα είναι βαρύ για μια μόνο πλάτη.
 Κι έτσι γονάτισε και έκλεισε τα μάτια ,την ψεύτικη και κρύα λύπηση θέλοντας ν'αποφύγει. Όχι δεν παραιτήθηκε.Δεν έμαθε να είναι απ'τους χαμένους. Αφέθηκε μονάχα στο ρευστό σκοτάδι .Στο μαύρο που κατέκλυσε  το είναι της.Και διάλεξε να  βυθιστεί μαζί του ,εκεί όπου δεν υπήρχε κανείς να την αναγνωρίσει. Κάνεις να κρίνει και να καταδικάσει αυτό στο οποίο μεταμορφωνόταν. Κάνεις ικανός να ανακαλύψει πως ήταν απλά ο εαυτός της.Ο ίδιος εαυτός που κρύφτηκε για χρόνια πίσω από τη φτιαχτή ευτυχία. Αυτός που τώρα γιγαντώθηκε και σταμάτησε να χωρά σ'εκείνο το χαριτωμένο καλούπι που τη βόλεψε τότε. Αυτός που εκείνη δεν αγάπησε κι ας πέρασαν τόσοι που κατάφεραν τ'αντίθετο.
 Κι έτσι,σαν έρμαιο στα χέρια μιας ζωής που συνεχιζόταν με παγερή αδιαφορία , έπαιξε το ρόλο του θεατή, περιμένοντας τους τίτλους τέλους για να δει αν η ζωή της θα τερμάτιζε στο "..και ζήσαν αυτοί καλά". Όμως εκείνη είχε άλλα σχέδια.
 Βλέπεις η ζωή δε φτάνει έτσι απλά στο τέρμα της. Για κείνη δεν είσαι εσύ κι εκείνος κι ο άλλος. Είναι η ροή ,ατέρμονη και επιβλητική. Κι εσύ τυχαίος και μηδαμινός,πέφτεις θύμα της και κυλάς μαζί της μέχρι να σε πετάξει στο επόμενο στενό. Μόνος κι ασήμαντος εσύ, πρέπει να μάθεις απ'την αρχή να περπατάς και να μιλάς και να αντέχεις.
 Μοιάζει σαν , στη ζωή ,να γεννιέσαι πάνω από μια φορές.  Γεννιέσαι κάθε φορά που εκείνη δεν είναι σίγουρη πως πρέπει να πεθάνεις κι έτσι σου δίνει μια κλωτσιά να δει αν θες να ξαναρχίσεις.
 Βρέθηκε κι εκείνη σε ένα τέτοιο στενό και τώρα το κοιτάζει τρομοκρατημένη και απρόθυμη.
 Κι όσο περιμένει,ακίνητη, έναν ανέλπιστο σωτήρα ,κάποιον γήινο Μεσσία,νιώθει περίγελος της ματαιότητας. Βιώνει τη μοναξιά σα να 'ναι τελικά αυτή ο προορισμός της.
 Μα εκείνο το πρωί ,που πίστευε πως θα χάνονταν στη νύχτα ,όπως τόσα και τόσα πρωινά, είδε την ύπαρξή της να παίρνει μορφή.Εκείνη τη γνώριμη μορφή,κάπως αλλαγμένη και φθαρμένη ,μα το ίδιο ζωντανή με τότε. 
 Δεν ήταν τίποτα άλλο παρά σάρκα και οστά ,ίσως και λίγη λογική. Κάτι που τώρα της φαινόταν πολύ ασήμαντο για να του αφιερώσει τόση θλίψη. Κάτι πολύ ρηχό για να της κλέψει αυτή τη μια ευκαιρία για ζωή.
 Δε χρειαζόταν τίποτα άλλο για να σηκωθεί να πιάσει και πάλι τα σχοινιά και να αρχίσει την παράσταση ,με τους δικούς της όρους τώρα πια.
 Ήταν μια μαριονέτα με σάρκα και οστά.Αυτό ήταν.