Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Ήμουν εγώ κι εσύ

Δεν ήταν λέξεις σκόρπιες σε χαρτί.
Ούτε άδειες από νόημα σοφίες..
Δεν ήταν απόσταση αυτό που θα μας ένωνε.
Ούτε και μοίρα, ριζικό ή πεπρωμένο.
Απλά σε βρήκα.
Ήσουν εκεί, στο ηλιοβασίλεμα.
Να κοιτάς τα όνειρα να δύουν.
Και να 'χεις λησμονήσει ,πια, γιατί τα έκανες.
Ήσουν εκεί.
Και δεν κρατούσες κόκκινο μπαλόνι.
Ούτε φορούσες χρυσαφιά κορδέλα.
Δεν ήσουν ήρωας ταινίας.
Ούτε παραμυθένιο,πλάσμα, άτρωτο.
Ήσουν μια αγκαλιά.
Μα ήσουν άδεια.
Ήμουν κι εγώ λίγο πιο κει.
Έβλεπα όνειρα ν' ανατέλλουν.
Δεν ήξερα πως ήτανε δικά σου.
Κι όταν σε βρήκα έμοιαζες χαμένη.
Δεν ήθελες πολύ , μα ακολούθησες.
Και φτάσαμε μαζί λίγο πιο πέρα.
Σου είπα "Κοίτα ,τα όνειρα γεννιούνται".
Τρόμαξες.
Εσύ τα είδες να πεθαίνουν.
Θα ορκιζόσουν πως τα είδες.
Σου γέλασα.
Σου είπα "Πέθαναν.Μα γύρισαν καινούργια".
Μου γέλασες.
Ήμουν εγώ κι εσύ.
Εκεί που τα όνειρα ανατέλλουν.

 Στην Asp

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Ξύπνησα

Δεν άκουσα να λέει ούτε λέξη.
Ένα ρεύμα με χαστούκισε με δύναμη.
Δε θέλησα ακόμη να ξυπνήσω.
Ο βρόντος αντηχεί στο δωμάτιο.
Σα να μου θυμίζει αυτό που φοβήθηκα.
Δεν είναι βρόντος πια , μα είναι γέλιο.
Σαρκαστικό και εκκωφαντικό σαν την τελευταία μας σιωπή.
Δεν ήταν πόρτα αυτό που έκλεισε.
Ήταν η εποχή μας.
Το εμείς που έσπασε και γέμισε το πάτωμα γυαλιά.
Δεν είπε ούτε λέξη.
Δεν είπα ούτε λέξη.
Και το δωμάτιο χορεύει στον καπνό.
Και καταπίνει αλκοόλ μες το χορό του.
Και φωνάζει όλα αυτά που έκρυψα πίσω απ'τα βλέφαρα.
Κάθε τί που πίστεψα πως δε συνέβη.
Μα εκείνο κραυγάζει, τ'αυτιά μου πονάνε.
Δεν είναι κανείς εδώ.
Άδειο το δωμάτιο που φωνάζει.
Άδειο το μέσα μου.
Άδεια η φωνή μου.
Δεν άκουσα να λέει ούτε λέξη.
Ένα ρεύμα με χαστούκισε με δύναμη.
Ξύπνησα.
Ο βρόντος αντηχεί στο δωμάτιο.
Έφυγε.
Δεν είναι γέλιο πια, μα είναι σιωπή.
Δεν άκουσα να λέει ούτε λέξη.
                 

  ,στον V.V. 

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Τέλος Εποχής

Ήρθε το τέλος εποχής και ξεπουλήσαμε.
Απόμειναν στα ράφια κούφιες συσκευασίες.
Που κλείσανε στις δόξες μας τα όνειρα.
Και τώρα στέκουν άδειες,γερασμένες.

Ήρθε το τέλος εποχής μα εσύ επέμενες.
Πως θα κρατήσουνε για πάντα τα τραγούδια.
Είπες του τότε ,θα αντηχούν, τις ομορφιές.
Μα εγώ ακούω μονάχα τη σιωπή τους.

Ήρθε το τέλος εποχής κι άλλη ξεκίνησε.
Και έκλεισε τον πόνο στο ντουλάπι.
Μα όσες υποσχέσεις κι αν μου έδωσε.
Κάθε εποχή χωρίς εσένα με τρομάζει.

Ήρθε το τέλος εποχής μα εγώ δεν ξέχασα.
Σε κράτησα στις πρώτες μας κουβέντες.
Τα βράδια ονειρεύτηκα του φόβους σου.
Και φύσηξα τα εμπόδια να ρίξω.

Κι εσύ εκεί.
Να περπατάς.
Τα βήματα σου σταθερά.
Να μεγαλώνουν ένα ένα την απόσταση.
Κι εγώ εδώ.
Να εκλιπαρώ.
Και να ελπίζω για κάθε επόμενο βήμα.
Πως θα ναι αυτό του γυρισμού.

Ήρθε το τέλος εποχής, μα πες μου, σ'έχασα;

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Εδώ είμαι.Μίλα μου.Αντέχεις;

Ξύπνησε ελπίζοντας πως έχει πια ξεχάσει.
Ανέπνευσε.Ξανά και ξανά.
Αέρας πάγωσε τα σκονισμένα σωθικά.
Το παράθυρο μισάνοιχτο από χθες.
Κι απ'έξω τρύπωσε βουή και χάος.
Λίγες ανάσες πέρασαν.
Όλα φωτίστηκαν στους κύκλους του καπνού.
Είναι εκεί.Όλα εκεί.
Όπως τα άφησε πριν σβήσει η αλήθεια.
Εκεί τα στοίβαξε η αυγή εξαντλημένη.
Εκεί,χορεύουν κι ανασαίνουν τον καπνό.
Ήλπιζε να καούν στο φως τη μέρας.
Μα είναι εκεί.
Φωνές και κόσμος.Κίνηση.
Όλα προχώρησαν κι εσύ δε λες να ξεκινήσεις.
Ξύπνα.Οι άνθρωποι μιλάνε.
Πηγαίνουν ,έρχονται.
Αγαπάνε.
Ξύπνα,άνθρωποι σε κοιτάνε.
Εκείνοι τρέχουν,κατακτούν.
Αποτυγχάνουν.
Κι εσύ που διάλεξες τί θέλεις για να ζήσεις;
Κοιμάσαι και ελπίζεις να ξεχάσεις.
Ξυπνάς και πάλι εκεί είναι όλα.
Εκεί είναι όλοι.
Σε πνίγουν οι  δικοί σου δαίμονες.
Κι εσύ τους πολεμάς φυσώντας τους ζωή.
Τη δική σου ζωή.
Κοίτα.Οι άνθρωποι γέρασαν.
Κι εσύ;
Ακόμα εκείνους πολεμάς;
Εκείνους που δεν άντεξαν το τέρας που 'χεις γίνει;
Εκείνοι έφυγαν, εσύ αντέχεις;
Αντέχεις όσους  προσπερνάνε την αλήθεια σου;
Αντέχεις τη ζωή ,που χάνεται πιο πίσω απ'τον καπνό σου;
Οι άνθρωποι αντέξανε.
Εσύ;
Αντέχεις;
Το βάρος το αβάσταχτο στην πλάτη;
Αντέχεις;
Τη φωνή σου ν'ακούς για παρέα;
Εσένα;
Εσένα σε αντέχεις;
Με σένα ξέμεινες. Εσένα έχεις.
Εσένα να πονάς.Εσένα να υπομένεις.
Οι άνθρωποι μου μίλησαν.
Εσύ; Θα κάνεις πίσω;
Εδώ είμαι.Μίλα μου.
Αντέχεις;
Εμένα και εσένα μας αντέχεις;
Έφυγα εγώ και πες μου πάλι.
Τη μοναξιά σου την αντέχεις;




Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Υπάρχω κανείς;


Ζει μέσα μου.
Φουντώνει και καταλαγιάζει.
Άβυσσος.Κενή.
Χρόνια ολόκληρα.
Με ρούφηξε.Με στράγγιξε.
Μου έδειχνε τον κόσμο.
Δεν κοίταζα.
Δεν ήθελα.
Μου φώναζε.
Δεν άκουγα.
Με άφηνε.
Την κράταγα.
Σε στροφές κι αδιέξοδα.
Ήταν εκεί.
Ήταν γύρω μου.
Ζει μέσα μου.
Κλείνω τα μάτια μήπως χαθεί.
Με χαστουκίζει.
Μου υπενθυμίζει.
Το αέναο κενό.
Το μάταιο.
Το προτετελεσμένο.
Άβυσσος.
Δε φαίνεται.
Με τρώει.
Κραυγές βουβές.
Μ'ακούει κανείς;
Ηχώ.
Με βλέπει κανείς;
Σκοτάδι.
Υπάρχει κανείς;
Υπάρχω κανείς;
Άβυσσος.
Με καταπίνει.


Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Μια βόλτα

Πού πήγες;
Μια βόλτα.
Να πάρεις αέρα;
Να ξεφύγω.
Από τί;
Από μένα.

Μια βόλτα.Λίγα βήματα.Δεν ξέρω τι χρειάστηκε.
Δεν ήταν πια ξεκάθαρα τα πάντα όταν γύρισα.
Δεν ξέρω αν βοήθησε το βλέμμα μου στον κόσμο.
Ή αν τα χέρια μου 'δειξαν το βλέμμα πού να στρέψω.

Μια βόλτα. Δυο αναπνοές.Δεν ξέρω για πού το 'βαλα.
Δεν είδε η ψυχή μου την έξοδο κινδύνου.
Δρόμο δε βρήκαν να διαβούν τα όνειρα σαν ξύπνησα.
Τα χέρια μου όταν έκλεισαν ήταν και πάλι άδεια.

Μια βόλτα. Ένας άνθρωπος.Δεν ξέρω πως με γνώρισε.
Ήταν η τύχη μου εκεί  ή μόνο ο εαυτός μου;
Δώρο ήταν ή χάρισμα δεν έμαθα ποτέ μου.
Μα διάλεξε το δρόμο μου κι ας έβλεπε γκρεμό.

Μια βόλτα.Ένα όνειρο.Δεν ξέρω αν το έζησα.
Φωνή δεν είχα ν'ακουστώ ή φως για να με δούνε.
Τα πρόσωπα αδιάφορα πίσω απ'τις κραυγές μου.
Το έδαφος ατάραχο μετά τα βήματά μου.

Μια βόλτα ήταν.Τέλειωσε.Δεν ξέρω που κατέληξα.
Αν ήταν όλοι τους σκιές και χάθηκαν το βράδυ.
Αν διάλεξα ο δρόμος μου να βγάζει σε σκοτάδι.
Κι αν φόρεσα στην άπνοια ιδανική ταμπέλα.

Μια βόλτα πήγα, άσε με.Δε θέλω να μιλήσω.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Γυναίκα που ανασαίνεις Αθήνα

Ξύπνησες εκείνο το πρωί στη γνώριμη Αθήνα.
Τέσσερις το απόγευμα-αυτό είναι το πρωί σου.
Καφές και τσιγάρο κι ώρες ατέλειωτες και άσκοπες.
Χωρίς σκοπό και προορισμό πλανήθηκες εκείνο το απόγευμα.
Ο άνεμος σε σκόρπισε σε μέρη που νοστάλγησες.
Γνώριμο δρομολόγιο.
Το έκανες με μάτια μισάνοιχτα.
Δεν ήθελες να δεις τη ζωή να καταστρέφει τον τόπο που ερωτεύτηκες.
Τα μονοπάτια που ζωγράφισες,με χρώμα μολυβί,όπως το απομεσήμερο.
Είναι μαγνήτης η Αθήνα έλεγες.
Κι αν προσπαθείς να τρέξεις μακριά της,τα βήματα σε πάνε προς τα πίσω.
Είναι εθιστική αυτή η θέα από δω.
Επάνω η Ακρόπολη και κάτω η ζωή.
Κυλάει ασταμάτητο ποτάμι λυσσασμένο.
Κι εσύ -σύγχρονη γυναίκα-σε μια αρχαία πέτρα καθισμένη.
Με το μισοσβησμένο σου τσιγάρο για παρέα..
Ν'ανασαίνεις τη μοναξιά ανάμεσα στα τόσα εκατομμύρια.
Είναι εθιστική αυτή η αύρα.
Οι ξένοι πνίγονται κι αναζητούν άλλο αέρα.
Αυτός είναι ο αέρας της.
Μυρίζει ανθρωπιά από δω πάνω.
Το χάος μοιάζει ήρεμο..
Σαν κύμα που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του.
Είναι η πόλη σου αυτή.
Είναι κομμένη και ραμμένη για να ζεις και να πεθαίνεις.
Το θάνατο ή τη ζωή σου εκτιμάς μέσα στο γκρίζο σύννεφό της.
Είσαι γαλήνια εδώ.
Θα ήθελες να ζήσεις το ταξίδι σου σ'αυτή την πόλη.
Και να'ναι αυτή μακριά που θα στο πάρει.
Κι εσύ σα μαγνήτης τραβάς όποιον θέλεις στη δύνη της.
Γίνεσαι ένα με την αύρα αυτή την εθιστική.
Κι εγώ αγάπησα τον εθισμό σε σένα.
Γυναίκα που ανασαίνεις Αθήνα ,είσαι εσύ όπως πρέπει να είσαι.
Είσαι εσύ όπως θέλεις να είσαι.
Γυναίκα που γεννιέσαι τη νύχτα και σβήνεις τη μέρα.
Είσαι εδώ για να γίνεις αυτό που χρειαζόσουν.
Κι έγινες εδώ αυτό που χρειαζόμουν.