Ίσως, αυτό που χρειάζεται κανείς, είναι μια παύση.
Μια στιγμή ,απλά, για να κοιτάξει.
Μια αμυδρή συνειδητοποίηση της ίδιας του της ύπαρξης.
Έτσι σταμάτησα κι εγώ στα μισά της διαδρομής.
Μιας, τόσο καλά, χαραγμένης πορείας.
Που ,αμέτρητες φορές, ευχήθηκα ,επιτέλους, να τελειώσει.
Κάτω απ'τη βροχή που τσαλάκωνε τα ίσια μου μαλλιά.
Και λέκιαζε τα ρούχα μου με σκόνη.
Χωρίς ομπρέλα, απροστάτευτη.
Στάθηκα απέναντι στον κόσμο.
Έκανα απλά μια παύση.
Και τότε είδα τη ζωή.
Και τότε είδα τη ζωή.
Όχι το "αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα".
Είδα απλά τη ζωή.
Ήταν εκεί στις φυλλωσιές των δέντρων ,που έτρεμαν.
Στο γνώριμο μονοπάτι που, στην πραγματικότητα, πρώτη φορά αντίκριζα.
Στον άνεμο που σφύριζε και μου κλεινε τα μάτια.
Ήταν εκεί.
Στις σταγόνες της βροχής που σκέπασαν το σώμα μου.
Κι ήταν η πρώτη φορά.
Που ο γυάλινος μικρόκοσμός μου ράγισε.
Και γέμισε ως πάνω με ζωή.
Ήταν τότε.
Που ο καλοσιδερωμένος εαυτός μου ένιωσε ,στ'αλήθεια,τη βροχή.
Που ο γυάλινος μικρόκοσμός μου ράγισε.
Και γέμισε ως πάνω με ζωή.
Ήταν τότε.
Που ο καλοσιδερωμένος εαυτός μου ένιωσε ,στ'αλήθεια,τη βροχή.
Και χάρηκα που βράχηκα.
Χάρηκα που ήμουν ζωντανή.