Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Το μετά.

Μετά.
Ο ανεμιστήρας συνεχίζει να γυρνά.
Χωρίς εσένα, η ζωή σου προχωρά.

Μετά.
Και το ταβάνι σου ποτέ δεν απαντά.
Και τα σεντόνια παίρνουν γύρω σου φωτιά.

Μετά. 
Και στο τηλέφωνο , μια φίλη σταθερά.
Και η μαμά σου στέλνει πάλι φαγητά.

Μετά.
Για σένα λέει η φωνή που τραγουδά.
Σφίγγει τριγύρω στο λαιμό σου η θηλιά.

Μετά.
Άλλες δυο νότες και τα μάγουλα υγρά.
Ένα κρεβάτι που δε σε χωράει πια.

Μετά.
Και στη ντουλάπα σου φαντάσματα αχνά.
Και η βαλίτσα σου γεμάτη μυστικά.

Μετά.
Κρύβεσαι γι' άλλη μια φορά, στα φανερά.
Κι η βάρκα γέμισε ως πάνω με νερά.

Μετά.
Τα μάτια ανοίγεις κι είσαι πάλι στο μετά.
Ο ανεμιστήρας συνεχίζει να γυρνά.



Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Η νύχτα που πάλι τελειώνει.

Δεν ήταν δυο χέρια , μα ήταν σκιές.
Κανείς δε σ' οδήγησε εδώ που ' χεις πέσει.
Η νύχτα θυμώνει ,η μέρα γελά.
Ετούτος ο δρόμος τελειώνει στη μέση.

Άγνωστος είσαι δεν ξέρεις που πας.
Ανάσα δεν παίρνεις μονάχος.
Φοβάσαι και βρίζεις κι η γλώσσα φωτιά.
Στο ίδιο σου πλέεις το λάθος.

Το φως σε ξυπνάει, στη σκιά περπατάς.
Η άσφαλτος καίει τα πόδια.
Βουλιάζει ο χρόνος μπροστά στη στεριά.
Κορμί και μυαλό πάνε χώρια.

Γυμνό το κρεβάτι και στάχτη παντού.
Χορεύει στον ήλιο η σκόνη.
Καφές από χθες ,σκοτάδι ξανά.
Μια νύχτα που πάλι τελειώνει.


Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Μαύρο.

Δεν ήταν όμορφη
σαν πριγκίπισσα. 
Η μύτη του ήτανε μεγάλη. 
Είχε σχιστά μάτια κι ήταν λιγάκι κοντός.
Δεν έπαιζε με τις κούκλες όπως τα άλλα κοριτσάκια. 
Δεν ήταν καλός στο ποδόσφαιρο. 
Ήταν και λίγο παχουλή.
Του άρεσαν τα αγόρια. 
Τα πόδια της ήτανε στραβά. 
Φορούσε γυαλιά και σιδεράκια. 
Την ένοιαζαν μόνο τα μαθήματα.
Εκείνη δε χόρευε καλά κι εκείνος
μύριζε άσχημα. 
Ο μπαμπάς της ήταν φτωχός.
Κι η μαμά του, χωρισμένη. 
Εκείνη αγαπούσε μια κοπέλα. 
Εκείνος δε γεννήθηκε εδώ.

Μαύρο στον κόσμο που δεν ανέχεται να είσαι αλλιώτικος.
Μαύρο σ' εκείνον που χρήζει αλλιώτικο
αυτό που δεν του μοιάζει.
Κι αν είσαι ένας απ'αυτούς που μ'έκαναν να γράφω σε αόριστο, μαύρο και σε σένα.

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Τα θαλασσιά του ρούχα.

Μια μέρα που νύχτωσε με έρωτα.
Μια νύχτα που χάραξε με πόνο.
Κι άλλη μια κι ήρθε στον κόσμο.
Η μάνα το σφιξε στην αγκαλιά της.
Και στάθηκε ο πατέρας από πάνω του σαν ίσκιος.
Εδώ θα είμαστε. Για πάντα.
Στα πάντα.

Και το μικρό παιδί έχτισε υπομονετικά το ασημένιο του κλουβί.
Του είχαν πει, εσύ θα χτίσεις ασημένιο.
Δε ρώτησε γιατί.
Δεν έμαθε γιατί.
Το μικρό παιδί φόρεσε τα θαλασσιά του ρούχα.
Εσύ θα βάλεις θαλασσιά, του είπαν.
Δε μίλησε.
Μόνο έμπηξε στο χώμα τα φτερά του για θεμέλιο.
Εσένα το κλουβί σου θα βλέπει ανατολή, του είπαν.
Στοίβαξε φόβους για παράθυρο, να μην το καίει ο ήλιος.
Φτιάξε και σύνορα και μέχρι εκεί θα ζεις, είπαν.
Και πήρε προκατάληψη να φτιάξει ένα φράχτη.
Και μη σηκώσεις το κεφάλι πριν τελειώσεις.

Κι όσο χτιζόταν το κλουβί, το γυάλιζε η μάνα.
Κι έφερνε πρόκες ο πατέρας και τσιμέντο.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες και τα χρόνια.
Και το κλουβί τελείωσε , μα ,πια, δεν τον χωρούσε.
Ποτέ ξανά δε μπόρεσε κεφάλι να σηκώσει.
Τα χρόνια του καρφώσανε στη γη τα δυο του μάτια.

Καθρέφτη από ελπίδα σκάλισε. Λαβή από ανάγκη.
Τον έστρεψε να δει τι γίνεται πιο πέρα.
Τα μάτια του πλημμύρισαν με δάκρυα.
Γεμάτη πράγματα η γη.
Από χρυσάφι και χαλκό ή πλαστικό ακόμα.
Μα όλα διαφορετικά, ίσως και λίγο ίδια.
Στόλιζε η μάνα το κλουβί ,μα το κορμί πονούσε.
Κι απελπισία γέμιζε ως πάνω το λαιμό του.

Και φώναξε και ούρλιαξε και άνοιξε τα χέρια.
Και το κλουβί γκρεμίστηκε μπροστά στα δυο του πόδια.
Καμπουριασμένος και νωθρός βγήκε στον έξω κόσμο.
Κι η μάνα έκλαιγε πικρά , γυάλιζε τα συντρίμια.
Και άνθρωποι πολύχρωμοι του απλώσανε τα χέρια.
Φορούσαν μαύρα ,κόκκινα, και θαλασσιά ακόμα.
Έκανε βήματα αργά και ίσιωνε το σώμα.
Η μάνα δεν τον έψαξε ,εκεί τον περιμένει,
Να ξαναχτίσει το κλουβί , να είναι όπως τον θέλει.

Μα εκείνος έκανε τη γη, σπίτι να τον χωράει.
Και σκέφτεται τη μάνα του, σαν θαλασσιά φοράει.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Σημάδια από σίδερο.

Κάποιες φορές τα χέρια σου 
τριγύρω μου τυλίγονται
κι αφήνουν τα σημάδια τους σα σίδερο καυτό.
Είναι σα να 'βαλαν σκοπό,
ποτέ, αυτή η αγκαλιά ,να μη σβηστεί στο χρόνο..
Πολύ βαθιά να χαραχτεί 
στο δέρμα, που ,διστακτικά ,μέσα τους θα κουρνιάσει. 
Κι όσο μετράω τις αγκαλιές,
κι ανασκαλεύω τις φωτιές,
στοιβάζονται το ένα πάνω στ' άλλο τα σημάδια..
Κι αγώνα δίνουν να στριμώξουν τις στιγμές,
σε κάθε απόκρημνη, κρυφή, του σώματός μου ,σπιθαμή..
Κι όσο ανάβω πυρκαγιές, 
ανάμεσα σε τούτες τις φορές ,απλώνοντας το χρόνο..
Νιώθω πως θέλει δυο ζωές να σβήσω τα σημάδια..
Κι αν τύχει κάποιο και σβηστεί, 
στα σπλάχνα καίγεται η ψυχή,
μέσα σε λάγνα προσμονή ,
να έρθει εκείνη η στιγμή,
σίδερο να μ' αγγίξει..

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Κυριακή

Δεν ήταν άλλη μία από εκείνες σου τις σκοτεινιές.
Δεν ήταν άλλη μια μέρα από εκείνες.
Που όλα ,ξανά, σου φαίνονται μάταια.
Που ό,τι κέρδισες χάνεται ,μπροστά σε όσα δεν έχεις ,ακόμη,κερδίσει.
Και οι φόβοι σου μοιάζουν με γίγαντες.
Και μικρό ανθρωπάκι εσύ, κάτω απ'την επόμενη πατημασιά τους..

Ήταν απλά μια Κυριακή.

Όχι δεν έβρεχε.
Το ράδιο δεν έπαιζε τραγούδια που πονάνε.
Μια ωραία Κυριακή , που, λίγο πολύ ,όλοι οι άλλοι εκτιμούσαν.
Μια μέρα για βόλτες , πικ νικ και παρέα.
Και είχε υπέροχο καιρό.
Με έναν ήλιο, που έλαμπε, κι  αέρα ,ελαφρύ,να δροσίζει τους ώμους.

Αναθεματισμένα απογεύματα.
Ο καφές είναι κρύος και σε πνίγει ο καπνός.
Και οι φίλοι σου, πάλι, κοιμούνται ως αργά.
Κι όλα αυτά που θυμάσαι , γίναν τόσο παλιά.
Δέκα βήματα πίσω για ένα βήμα μπροστά.
Και στο τζάμι ,αργά, να κυλά άλλη μία σου μέρα.

Αναθεματισμένες Κυριακές.

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Αν θάλασσα είσαι..


Το κορμί μου έπλεε στη θάλασσα.
Χόρευε στο ρυθμό της χωρίς να αντιδρά.
Σιγή.
Άκουγα μόνο το νερό.
Και την ανάσα μου.
Που στη σκέψη σου βάραινε.
Άπλωσα τα χέρια όσο περισσότερο μπορούσα.
Στην ψευδαίσθηση πως ξαφνικά θα μου τα κράταγες.
Ψευδαίσθηση.
Η ανάσα μου έγινε γρήγορη και κοφτή.
Το σώμα μου έρμαιο στα μικρά κύματα.
Και τα χέρια τεντωμένα.
Να ψάχνουν τα δικά σου χέρια.
Αχ τα χέρια σου.
Και μια μονάχα σκέψη.
Να με βρεις πριν τη στεριά.
Να με βρεις και να με κλέψεις.
Τα κύματα μεγάλωσαν.
Το σώμα μου σε ξέφρενο χορό.
Φόβος.
Και η φωνή σου στ' αυτιά μου.
 "Εγώ είμαι εδώ ,μη φοβάσαι"
Μα μειναν τα χέρια μου άδεια.
Τα μάτια μου άνοιξαν.
Δεν είσαι εδώ.
Το κύμα με σέρνει μακριά απο σένα.
Στεριά.
Το βλέμμα μου τρέχει .
Φωνάζει και ψάχνει.
Άνθρωποι.
Μορφές δεν ορίζω,αλλιώτικοι είναι.
Στεριά δε θα βρω να σου μοιάζει.
Τα χέρια ματώνουν, στα βράχια ανεβαίνω.
Και σκέψη καμιά δε μπορεί να με δέσει.
Το βήμα μου κάνω και μέσα σου πέφτω.
Θάλασσα.
Γαλήνεψε πάλι ,μαζί της κι εγώ.
Κορμί και νερό και ανάσες.
Και χέρια απλωμένα και μάτια κλειστά.
Εισπνέω αρμύρα κι εσένα εκπνέω.

Αν θάλασσα είσαι,για πάντα θα πλέω.