Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Ταμπέλες.


Δεν ήταν τα κάστρα, που έριξα, που μ' έφεραν κοντά σου.
Ούτε οι μέρες που πέρασα κρυμμένη στις σκιές.
Δεν ήταν οι λέξεις που έχαναν, αργά, το νόημά τους,
το άδειο σπίτι που πνιγόταν απ' τις ώρες,
ούτε ο εαυτός μου, ο κλεισμένος στο πατάρι.

Ήταν τα χέρια σου.
Που έκλεισαν στον κύκλο τους τις αιχμηρές γωνιές μου.
Τα δυο σου πόδια.
Που πάτησαν γερά στη γη, αντί για τα δικά μου.
Ήτανε δυο φτερά.
Φυγάδευσαν το ρημαδιό μου, μες τη νύχτα.
Και ήταν τα δυο σου μάτια.
Γεμάτα ως πάνω με βροχή, ζωγράφιζαν αιώνιες λιακάδες.

Ήταν τα χείλη σου.
Που μ' εναν ψίθυρο μου φώναξαν την πιο κρυφή αλήθεια.

Δεν είναι οι γκρεμισμένοι φόβοι που μας έφεραν εδώ.
Είναι ταμπέλες φωτεινές που αναβοσβήνουν.



Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Τριάντα επί δέκα.

Εννέα ακριβώς.
Φόρεσα φόρμα, μη φανεί πως σε περίμενα. 
Κάθομαι στην πολυθρόνα και διαβάζω.
Δέκα φορές τη διάβασα την τελευταία φράση,
κι ακόμα να καταλάβω τι λέει.
Άστο, θα βάλω παντελόνι.

Δέκα και μισή.
Άργησες. 
Εννέα τελειώνεις, βάλε και την κίνηση..
Φόρεσα τη μπλούζα, που σ'αρέσει.
Καταπίνω την τελευταία γουλιά.
Δύο υπέρδιπλες κουβέρτες στην τιμή της μίας.

Έντεκα παρά πέντε.
Δε θα 'ρθεις; 
Τα πόδια μου χτυπάνε νευρικά το πάτωμα.
Ούτε που ακούω, πια, τη μουσική.
Ελπίζω να μην έχεις πάθει κάτι.
Θα ξαναβάλω φόρμα.

Δώδεκα και δυο.
Αναρωτιέμαι πόσες μέρες έχει ο μήνας.
Τριάντα επί δέκα.
Πέρασαν τριάντα επί δέκα τέτοια βράδια.
Φόρεσα πυτζάμες. 

Δυο και τέταρτο.
Γιατί ξύπνησα; 
Θα σκεφτώ κάτι άλλο.

Τρεις και σαράντα.
Εύχομαι αύριο να με ξαφνιάσεις.



Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Πες μου, μη μου πεις.

Λοιπόν; Τι ήμασταν;
Ένα πάντα ή κάθε τίποτα;
Εκείνα τ' αστέρια, τα δίπλα δίπλα, που μας μοιάζαν;
Ή ανάγκη, απλή, βαρετή, που κανείς ,τώρα πια, δε θυμάται;
Κι όλα εκείνα τα μέσα; Τα μέσα μου;
Οι γροθιές και οι κόμποι, οι φωτιές και τα χάδια;
Ανάμνηση θολή, πίσω απ'τα δυο σου βλέφαρα.
Και ο χρόνος, αχ, αυτός.
Γι' άλλους λεπτό, γι' άλλους αιώνας.
Κι εμένα;
Στον ίδιο αριθμό με βρίσκει η νύχτα.
Δε βγαίνουν τα νούμερα, κολλάνε οι λέξεις.
Κι όλα πάλι απ'την αρχή.
Σα να΄ταν χθες,σαν σε άλλη ζωή.
Σα να μην έγινε ποτέ, σα να συμβαίνει τώρα.
Κι εκείνα; Τα μεταξύ μας;
Λέξεις και κώδικες κι αστεία;
Τις λέμε και σ' άλλους ή ,απλώς, θα σβηστούν;
Ημούν εγώ κι εσύ; Ή δεν ήμουν καθόλου;
Κι αυτό το ρολόι;
Ακούγονταν πάντα; Ή τώρα φωνάζει, που έφυγες;
Μέρες και νύχτες δεν ξεχωρίζω.
Όλα είναι ίδια κι όλα μοιάζουν αγνώριστα.
Ξυπνάω και τόσα έχουν γίνει, ξυπνάω και δεν ξέρω τίποτα.
Κι αν κλείσω τα μάτια, ελπίδες χορεύουν.
Δεν τις χρειάζομαι, μα μη μου τις πάρεις.
Δεν ξέρω, ακόμα, αν μπορώ,χωρίς να τις έχω.
Και σήμερα που όλο γελάω;
Τι έγινε, σε ξέχασα; Υπάρχω και μόνη;
Αχ πόσο χαζή, ώρες ώρες.
Ο κόσμος βουλιάζει κι εγώ μετράω, ξανά και ξανά.
Όχι θύματα, μέρες.Όχι ανθρώπους στιγμές.
Κι όλο θέλω, θέλω, θέλω.
Κι όλο,πάλι, κουβάρι ξυπνώ.
Κι εσύ; Πού να είσαι εσύ;
Σε έμαθα  καλύτερα από σένα;
Ή δε σε γνώρισα ποτέ;
Γελάς και χορεύεις και ζεις όπως πριν;
Φοβάσαι ακόμα; Λυπάσαι ;Πονάς;
Αν είσαι εντάξει, θα πληγωθώ.
Κι αν δεν είσαι; Όχι, ας πληγωθώ.
Είμαι τόσο καλή ή θέλω να είμαι;
Λοιπόν; Τι ήμασταν, δε μου πες.
Πες μου, μη μου πεις.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Εσύ, η σούπα η ζεστή και το παλιό κουτάλι.

Η σούπα αχνιστή , αγορασμένη απ'έξω.
Το κουτάλι παλιό, ενθύμιο απ'το ακόμα πιο παλιό σου σπίτι.
Και μια  πετσέτα από κάτω, μη λερώσεις.
Τραπέζι μεγάλο, μα μόνο μια πετσέτα.

Το 'χεις, από καιρό, ονειρευτεί.
Να κάθεσαι μόνος σου σ' εκείνο το τραπέζι.
Όχι γιατί τα πας καλά με σένα. 
Λίγες οι μέρες που τα πας, συνήθως αδιάφορες.

Το 'χες υποσχεθεί πως εκεί θα τρως, μια μέρα.
Χωρίς φωνές της τηλεόρασης να σ' αποσπούν.
Να σκορπίζουν στο χώρο, δήθεν, συντροφιά.
Μόνος. Εσύ, η σούπα η ζεστή και το παλιό κουτάλι.

Είπες, "μια μέρα,θα πάψω να κοιτώ τη διπλανή καρέκλα".
"Θα πάψω, απελπισμένος, να ψαρεύω σιγουριά".
"Θα είμαι εγώ εκεί να τρώω μαζί μου".
"Θα είμαι εγώ και, μια μέρα, θα είναι αρκετό", είπες.

Και βρήκες ένα σήμερα σ' εκείνο το Δεκέμβρη.
Που έστρωσες τραπέζι, με μια, μόνο πετσέτα.
Πήρες τη θέση τη γνωστή, τράβηξες την καρέκλα.
Και έφαγες γαλήνιος, μέσα στην ησυχία. 

Δεν έριξες το βλέμμα σου αλλού.
Κι ούτε τη σκέψη άφησες να τρέξει προς τα πίσω.
Ήτανε αυτό το σήμερα, που έτυχε να σου φτάνεις.
Και που δε θες να μοιραστείς την τελευταία γουλιά σου.

Το πιάτο, καθαρό, στάζει, στην πιατοθήκη.
Και κάθεσαι κι εσύ, χορτάτος, στη γωνιά σου.
Στο ταβάνι φυσάς, σταθερά, τον καπνό σου.
"Άραγε, θα μου φτάνω κι αύριο";


Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Κοιμάμαι στη μέση, να ξέρεις.

Με ξύπνησαν. Ήταν πια μεσημέρι.
Κι ένα κενό πιάνει τη θέση σου,στο δίπλα μαξιλάρι.

Η μέρα κοιτάει μπροστά κι είναι μικρά τα βήματα.
Απόγευμα.

Έπαψα πια από καιρό να περιμένω.
Και δε ρωτάω πια, ούτε και συζητάω.

Κι όσες φορές φαντάστηκα να στέκεσαι στην πόρτα,
τόσες θηλιές μου έπλεξα για να ξυπνώ μαζί τους.

Είναι ακόμη απόγευμα.
Μα ο ήλιος δε διαπερνά τα φιμωμένα τζάμια.

Σε λίγο θα βραδιάσει.
Θα 'ναι, άραγε, πιο δύσκολα απ' ότι το πρωί;

Ξέχασα, κιόλας, τη μεριά σου, στο κρεβάτι.
Κι, αλήθεια, πια, δε με πειράζει.

Κι αν επιβίωσα από 'κείνες τις νύχτες,
εδώ θα 'μαι και αύριο.

Κοιμάμαι στη μέση, να ξέρεις.
Και θέμα αλλάζω, στη σκέψη μου.

Λεπτομέρειες. Μικρές, εθιστικές.
Τρέχουν και σβήνουν μαζί με τον ύπνο.

Τις μετράω μία μία. Φλέβες, σαγόνι, δάχτυλα.
Θολώνουν μαζί με κάθε τι γνώριμο.

Δε φοβάμαι πια. Κι ούτε αναπολώ.

Μου φτάνει να σε νιώθω εκεί έξω.
Να φυσάς, κάθε στιγμή, τις εκπνοές σου.

Κι αυτό το γέλιο, που πασχίζω να ξεχάσω,
να αντηχεί, κάπου εκεί, στον έξω κόσμο.

Δε φοβάμαι πια, ούτε ελπίζω.

Κι ίσως μου φτάνει πως υπάρχεις. Και υπάρχω.
Ίσως, μια μέρα, στ' αλήθεια να μου φτάνει.





Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Το πρόσωπό σου ξέχασα, μα είδα το δικό μου.

Δεν άκουσες ξανά τον ήχο της φωνής μου,
γιατί οι νύχτες και οι μέρες μου σε φώναζαν.

Δε μούσκεψες με δάκρυα τα δυο σου χέρια,
γιατί πάνω στα μάγουλά μου στέγνωσαν.

Δεν πνίγηκες στα χέρια μου που σ' έσφιγγαν με τρόμο,
γιατί ήταν χέρια αδειανά που τύλιγαν εμένα.

Δεν είδες τη μορφή , πίσω σου, να λυγίζει,
αφού θάρρος, ποτέ, δε βρήκες να γυρίσεις.

Κι όλα αυτά που φώναζα δε μπόρεσες ν'ακούσεις,
αφού άχνα, καμιά, δε βρήκα να σε πείσει.

Δεν έβλεπα τα πρόσωπα που τρυφερά κοιτούσαν,
αφού τα μάτια μου τα σφράγιζα ,με πείσμα.

Δεν πίστεψα, στιγμή, πως είμαι για καλύτερα,
αφού. ποτέ, δεν ήμουν ικανή να μ'αγαπήσω.

Δεν ένιωθα πως θα 'φτανε εκείνο το πρωί.
Μα να, σήμερα ξύπνησα χωρίς να με φοβάμαι.

Κι ούτε περίμενα ένα χέρι ν'απλωθεί.
Και να το ,που σφιχτά κρατάει τον καρπό μου.

Δεν έμαθα τι ήμουνα για σένα, δεν έμαθα αν ήμουν.
Μα να, το πρόσωπό σου ξέχασα και, είδα , το δικό μου.



Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Μπάρμπι σχιζοφρένεια.

“Νονέ θέλω για τα Xριστούγεννα τη μπάρμπι παιδική χαρά”, είπα.

Ξέρετε αυτή που είχε κι ένα παιδάκι μαζί και το 'κανε κούνια. 
 Και στην πλάτη του είχε ένα κουμπί που το πατούσες και γελούσε.
Τόσο απλά. Πατούσες ένα κουμπί και η Σάλλυ γινόταν ευτυχισμένη.
Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς αμφισβήτηση, χωρίς πως και γιατί.

Και ήταν η μπάρμπι παιδική χαρά το δικό σου κουμπί.
Ο δικός σου κόσμος .
Τον έφτιαχνες εσύ, με τη φαντασία σου.
Όλα γίνονταν με δική σου πρωτοβουλία. Χωρίς αντιρρήσεις.

Και ξαφνικά, εικοσιτέσσερα κεριά στολίζουν την τούρτα σου.

Και βλέπεις με μάτια ορθάνοιχτα τις κούκλες να ξυπνάνε.
Να έχουν σάρκα και οστά.
Να έχουν βούληση.

Είσαι κι εσύ μία απ' αυτές.

Ψάχνεις, απεγνωσμένα, στην πλάτη σου το κουμπί της ευτυχίας.
Κι όσο το ψάχνεις, τόσο πιο απίθανο μοιάζει το να το βρεις.
Γιατί δεν είναι πια κουμπί.
Είναι μια μικροσκοπική εσοχή, σαν το reset στο gameboy.
Μόνο μια πολύ λεπτή βελόνα είναι ικανή να το αγγίξει.

Αρχίζεις να τα χάνεις.
Όλα έχουν αλλάξει.
Ο κόσμος μοιάζει με φάρσα.
Κανείς δε γελάει. Κάνεναν δε μπορείς να ελέγξεις.
Οι κούκλες έρχονται και φεύγουν όποτε το θελήσουν.
Αν το θελήσουν.

Τίποτα δεν είναι τόσο απλό.
Ο πρίγκιπας είναι, πια, αμετανόητος εργένης.
Κι η μπάρμπι πολυκατάστημα, τώρα ψωνίζει meth από την κούκλα Walter White.

Ένας άλλος κόσμος και μέσα εσύ.
Μ' ένα reset στην πλάτη και κανέναν να στο πατήσει.
Κανέναν να θέλει να σε κάνει να γελάσεις.
Δεν είσαι πια, για κανέναν, η Σάλλυ.

Κι είσαι εσύ που νιώθεις, τώρα, σαν άψυχη κούκλα.
Τα χέρια σου δε λυγίζουν, το χαμόγελο έχει παγώσει.
Μέσα σου απλώνεται ένα απέραντο κενό.

Μια πλαστική κούκλα.
Που αρνείται να αποδεχτεί τον κόσμο όπως είναι.
Έρμαιο αυτού του “κάποιου λόγου” για τον οποίο γίνονται όλα.

Από καθοδηγητής, μαριονέτα.
Κι από μπάρμπι παιδική χαρά, μπάρμπι σχιζοφρένεια.