Κυριακή 12 Ιουνίου 2022
Οι γάτες δε μιλάνε ανθρώπινα
Σάββατο 28 Μαΐου 2022
Η μύτη και το στόμα σου
Είχε 32 βαθμούς. Η αυλή, που μεγάλωσα μύριζε ξεραμένο χορτάρι. Όπως ακριβώς μύριζε τα καλοκαίρια, που έβγαινα να παίξω, μες το καταμεσήμερο, όταν όλοι κοιμόντουσαν. Ήταν ακόμα Μάιος. Σκέφτηκα την κλιματική καταστροφή και κάπως λυπήθηκα. Ένιωσα πως δεν υπάρχει γυρισμός.
Πίσω από τη σίτα, στην αυλή του γείτονα, η κορομηλιά ήταν
έτοιμη να πέσει απ’ το βάρος των καρπών της. Δεν έφτανα πολύ ψηλά, αλλά ακόμα
και τα πιο χαμηλά κλαδιά ήταν γεμάτα. Το πρώτο κορόμηλο της χρονιάς. Πάντα το
περίμενα πως και πως. Το σκούπισα στη φούστα μου, όπως έκανες κι εσύ. Έκανε κρατς. Ακριβώς όπως έπρεπε. Ήξερα ότι σε λίγες μόνο μέρες, τα κορόμηλα
θα ήταν κίτρινα, μαλακά και γλυκά. Δε θα υπήρχε γυρισμός.
Κόσμος πηγαινοερχόταν στην αυλή. «Φέρτε κάτω τα τραπέζια», «Έχουμε
αρκετά μαχαιροπίρουνα»; «Τελικά, θε έρθουν, τα παιδιά;» «Ποιος θα πάει να τα
φέρει;». Οι καρέκλες της βεράντας ήταν κατειλημμένες από γάτες. Έκανα το γύρω της
αυλής και κάθισα στα πίσω σκαλάκια. Θυμάμαι πόσο μεγάλα μου φαίνονταν όταν ήμουν παιδί και τώρα οριακά
χωράω να κάτσω. Το μισό μου σώμα αιωρείται και το πλακάκι αφήνει σημάδι στο μπούτι μου. Αλλά θα είναι πάντα τα δικά σου σκαλάκια. Αυτά που είχεις χτίσει με τα
χέρια σου. Κι ας σταμάτησα, πια. να χωράω. Κι ας μην υπάρχει γυρισμός.
Έβαλα λευκά ρούχα, πενηντάρι αντηλιακό και τα χρυσά σκουλαρίκια. Πως είναι δυνατόν να έχει τέτοιο καύσωνα; Τα κουτιά του ζαχαροπλαστείου στο πίσω κάθισμα με κοιτάνε απορημένα. Τραγουδάω ένα φρικτό τραπ τραγούδι, με στίχους που ντρέπεσαι να ξεστομίσεις. Στη διπλανή θέση, η Σελήνη με τραβάει βίντεο. Παρκάρω. Κάνω τρία βήματα και πέφτω πάνω σε μια τσουκνίδα. Βρίζω. Η Σελήνη με κυνηγάει με μια μολόχα στο χέρι. «Τρίψ'τη πάνω σου». Το ξέρατε ότι όπου φυτρώνουν τσουκνίδες, δίπλα φυτρώνουν πάντα μολόχες; Δηλητήριο και αντίδοτο. Δίπλα- δίπλα. Το τσούξιμο πέρασε. Αλλά εκείνη την τσουκνίδα, την έλιωσα λίγο αργότερα με το παπούτσι μου. Δεν ήθελα να υπάρξει γυρισμός.
Τσακώνομαι με τη μάνα μου, για τρίτη φορά σήμερα, αλλά δίνω τόπο στην οργή, μέρα που είναι. Γιατί είναι τόσο εύκολο να τσακωθώ με εκείνη και τόσο μα τόσο δύσκολο να τσακωθώ με τον υπόλοιπο κόσμο; Κάπως με έχουν πιάσει τα υπαρξιακά μου σήμερα. Όλα είναι έτοιμα. Οι καλεσμένοι έχουν φτάσει, τα κουτιά του ζαχαροπλαστείου στο ψυγείο. Αν έμεναν έξω, με τέτοια ζέστη, δε θα υπήρχε γυρισμός.
Το κινητό μου δεν έχει σταματήσει να χτυπάει. Απεριόριστη
αγάπη διαπερνά την οθόνη και καρφώνει στα μάτια μου δάκρυα. «Να είσαι δυνατή», «Θα
είμαι εδώ για ό,τι χρειαστείς», «Σ’ αγαπάω».
Η γιορτή τελείωσε. Η φασαρία, τα μαχαιροπίρουνα, οι φωνές,
τα γέλια, τα κλάματα. Η αυλή άδειασε. Τα τραπέζια γύρισαν στη θέση τους. Οι
γάτες ξαπλώνουν τώρα στα πλακάκια, που είναι δροσερά. Τα πιάτα, στάζουν στην
πιατοθήκη. Το τελευταίο ποτήρι, γλιστράει στη σαπουνάδα, πέφτει και γίνεται θρύψαλα. Λυπάμαι, ποτήρι, μα δεν υπάρχει γυρισμός.
Κάθομαι στο κρεβάτι σου και τρίβω με μανία τα αυτιά μου.
Αυτά τα μικρά χρυσά σκουλαρίκια, που έβλεπα μια ζωή μπροστά μου, τώρα είναι
πάνω μου. Στα λάθος αυτιά. Η κρέμα που σου έπαιρνα δώρο κάθε χρόνο, έχει αποτυπώματα
απ’ τα δάχτυλά σου. Κοιτάζομαι στο καθρεφτάκι, που έχεις δίπλα στο
κρεβάτι. Βλέπω τις ρυτίδες στο μέτωπο και τα ανοιχτόχρωμα μάτια του μπαμπά, στα
ίσια μαλλιά μου, τις σγουρές φύτρες της μαμάς. Και πιο κάτω βλέπω εσένα. Τη
μύτη και το στόμα σου.
Κάνω μια βαθιά βουτιά, στο παγούρι από φελιζόλ που κρατούσε
δροσερό το νερό στη θάλασσα. Στα βράδια, στη βεράντα, που ακούγαμε το Γκιώνη. Στα
λουτρά, που ερχόμουν μαζί σου ενώ ήμουν μόλις έξι ετών. Στον τραχανά σου, που με
τάιζες, στις καραμέλες, που σου έκλεβα, στο χώρο ανάμεσά μας στο κρεβάτι, που ήταν
το πιο ασφαλές μέρος στη γη. Και σε όλες τις φορές που μου είπες «Δε σε φοβάμαι
εσένα. Πετάς.»
Δεν υπάρχει γυρισμός, γιαγιά μου.
Αλλά, υπάρχει η μύτη και το στόμα σου κολλημένα στο πρόσωπό
μου.
Και τώρα είσαι εσύ που πετάς.
Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022
Το ξύλο κοπής κι ένα εξωφρενικά ευρύχωρο σπίτι.
Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022
Παρ' όλα αυτά, νομίζω πως είμαι εντάξει.
Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021
Μήπως μπορείς να με φροντίσεις;
Όχι πολύ.
Θέλω μόνο να βγάλεις αυτή την τριχούλα που έχει μπλεχτεί στα βλέφαρά μου και κάνει το μάτι μου να τσούζει διαολεμένα.
Ή να μου φέρεις καροτόσουπα, επειδή κρύωσα, πάλι , ακόμα κι αν δεν κλείσεις καλά το τάπερ και χύσεις τη μισή μέσα στη σακούλα.
Κι αν βρεις, κατά τύχη, στην τσέπη σου ένα μικρό, τοσοδούλικο σοκολατάκι, θέλω να μ' αφήσεις να δαγκώσω το μισό.
Ίσως και να μου κάνεις παρέα όσο κάθομαι γυμνή με τις σαπουνάδες, στη μπανιέρα, επειδή τελικά δεν είχε τόσο ζεστό νερό, όσο νόμιζες.
Μήπως μπορείς να με φροντίσεις, αν γίνεται;
Μόνο λίγο.
Ίσα να πας, εσύ, να πάρεις ένα μπιτόνι βενζίνη, όταν θα μείνουμε, πεντακόσια μέτρα απ' το βενζινάδικο κι εγώ θα πάθω υστερία και θα κλαίω και δε θα καταλαβαίνεις γιατί.
Ή να μου φέρεις νερό την επόμενη φορά που θα πνιγώ απ' το σάλιο μου και θα βλέπεις, στην μούρη μου, να ζωγραφίζεται ο τρόμος του θανάτου.
Και, το βράδυ, στον καναπέ, να μου τρίψεις τα χέρια μου τα παγωμένα, που σε ξαφνιάζουν κάθε φορά, ακόμα κι αν είναι υπό το μηδέν, εδώ και τριάντα χρόνια.
Ή όταν ξαναπάθω κρίση πανικού, να πιέσεις το στέρνο μου, εκεί που ξέρεις ότι με κάνει να νιώθω καλύτερα και να μετράς μαζί μου αναπνοές. Όσες χρειαστεί.
Μήπως μπορείς , μόνο αν μπορείς, να με φροντίσεις;
Ελάχιστα.
Όσο θα τρώω, ρίξε μου τα μαλλιά στην πλάτη, για να μην κάνουν βουτιά στα φασολάκια και κοροϊδεψέ με, όταν σου πω ότι κάνεις σαν τη μάνα μου.
Και μην αφήσεις ποτέ - μα ποτέ- να με πάρει ο ύπνος στην ξαπλώστρα, ενώ το πρόσωπό μου, δεν είναι πια στη σκιά, ακόμα κι αν ξέρεις ότι φοράω πενηντάρι αντηλιακό.
Βάλε με να στεγνώσω τα μαλλιά μου, μετά το μπάνιο, για να μη βγω έξω και κρυώσω κι όταν σου πω "εντάξει, σε λίγο", εσύ πες μου "τώρα".
Και, αν μπορείς, έλα μαζί μου στην ουρά της τράπεζας και διάβαζέ μου, σιγανά, διηγήματα απ' το βιβλίο σου, αφού ξέρεις ότι προτιμώ να τα ακούω από σένα.
Μήπως μπορείς, αν είναι εύκολο, να με φροντίσεις;
Ίσα- ίσα.
Τραγούδα μου , όταν κολλήσουμε στην κίνηση, κι άσε με να σου κάνω δεύτερες. Κι όταν πετύχουμε τη διφωνία, κάνε μου "κόλλα πέντε", λες και είμαστε πεντάχρονα.
Και βάλε μου το τυρί πάνω απ' τα μακαρόνια, αλλά κάτω από τη σάλτσα και ξανά στο τέλος από πάνω, όπως μ' αρέσει, και πες με παράξενη μετά, δε με πειράζει.
Ή φτιάξε μια λίστα με όλα όσα σου έχω πει πως θέλω να κάνω, ακόμα κι αυτά που εγώ η ίδια έχω ξεχάσει, κι ανάγκασέ με, μια μέρα, να βάλω σε όλα τικ.
Κι, αν δε σου κάνει κόπο, πήγαινέ με εσύ στην κλινική να δω το γάτο μου- για να μην οδηγήσω κλαίγοντας- και πες μου, ψέματα, πως όλα θα πάνε καλά.
Ξέρεις τι;
Αν έχεις λίγο χρόνο και αν στ' αλήθεια δε σου γίνομαι βάρος,
θα ήθελα πολύ να με φροντίσεις.
Όσο μπορείς.