Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Μπροστά;

Γύρισε. 

Η ομίχλη. 

Το μαύρο κύμα.

Αυτό που φέρνει πάντα τρικυμία.

Φουρτούνα, απ' τις άγριες. Τις ισοπεδωτικές.

Και μια σταγόνα, άφαντη στη δίνη.

με νύχια και δόντια, με βαθύ οδυρμό.

Προσπαθεί να βγει στην ακτή. 


Πιάνω το στέρνο μου. 

Ξεκινάω ψηλά απ' το λαιμό μου και φτάνω χαμηλά στην κοιλιά.

Χαϊδεύω απαλά, πιέζω, ψηλαφίζω. 

Σιγουρεύομαι ότι είναι λείο.

Ότι αυτή η ρωγμή είναι μόνο στο μυαλό μου. 

Δεν πιάνω τίποτα. 

Κι όμως το νιώθω. 

Κόβομαι στα δύο.


Το μαύρο αγκάθινο κουβάρι.

Σπάει το κέλυφος.

Στροβιλίζεται με δύναμη.

Χτυπάει στα τοιχώματα, τα γδέρνει, τα πληγώνει.

Τρώει το χρόνο και μεγαλώνει.

Λεπτό το λεπτό ασχημαίνει.

Τρικυμία εγκλωβισμένη, σ' ένα κουτί γεμάτο παλμούς.


Τα ρούχα μου είναι μούσκεμα.

Δε βρέχει.

Μια βουή ανεβαίνει απ' το στομάχι μου.

Χτυπάει με δύναμη το λαιμό.

Ανοίγω διάπλατα το στόμα μου.

Σιωπή.

Η βουή σφυροκοπά τους κροτάφους μου.

Εισπνοή. Εκπνοή.

Κλείνω τα μάτια.

Χάος.


Η αόρατη λεπίδα γυαλίζει στο φως.

Ήρεμη, γνώριμη, απειλητική.

Πέφτει στυγνά, αστραπιαία.

Χώνεται βαθιά στα σπλάχνα μου.

Με διασχίζει.

Πασχίζει, κραδαίνει, γλιστρά.

Αποτυγχάνει.

Είμαι ολόκληρη.


Σηκώνω τα βλέφαρα.

Η τρικυμία σπάει το φράγμα.

Σκίζει τα μάγουλά μου και χάνεται.

Απεγκλωβίζεται.

Η βουή χτυπάει με δύναμη τους τοίχους.

Ξεγλιστρά από μέσα μου σα νύχτα. Πηχτή και μαύρη. 

Γεμίζει το δωμάτιο με φόβο.

Φοβάμαι.

Η ομίχλη, το κουβάρι, η λεπίδα.

Η φωνή μου, το κορμί μου, το μυαλό.

Όχι εδώ. Όχι τώρα. Όχι πάλι.

Το βάζω στα πόδια.

Πίσω μου κύματα.

Μπροστά;






Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Μια, ακόμα, μικρή αυταπάτη.



10.09.2018
Γεια. 
Εγώ είμαι πάλι. 
Αυτή που δεν έχει ολοκληρώσει, ποτέ, τίποτα.
Αυτή που γέμισε δυο κούτες με μισοτελειωμένα μισοαρχισμένα ημερολόγια, τετράδια, ατζέντες, σημειωματάρια. 

Αυτή που κάθε τόσο ξεκινάει πρότζεκτ με δήθεν ποιητικούς τίτλους, όπως "Τα ωραία της ζωής" , και πάντα τα αφήνει στη μέση.
Που,πάντα, ξεκινάει με όμορφα, προσεγμένα γράμματα, χωρίς λάθη, χωρίς μουντζούρες και, πάντα, καταλήγει με γιγάντια σχήματα που θυμίζουν  λέξεις. Λέξεις ελάχιστες , που όμως κατακτούν ολόκληρες σειρές.

Αυτή είμαι.
Που δεν έφτασε, ποτέ, τίποτα στο τέλος.
Ή μάλλον, το τέλος, έφτανε, πάντα, νωρίς.

Τώρα, αποφάσισα να γράψω και πάλι, γιατί κάποιος μου είπε πως η ζωή μου είναι για γέλια. 
Δεν έχει άδικο.
"Τα αστεία της ζωής".
Πήρα το καλό μου στυλό, κάθισα, όπως πάντα, στο γραφείο και έγραψα μερικές αστείες προτάσεις. 
Από γεγονότα, που όταν περιγράφεις σε φίλους ξεκαρδίζονται, λέγοντας πως συμβαίνουν "μόνο σε σένα" και πως αν τα έβλεπαν σε ταινία θα έλεγαν "αυτά δε συμβαίνουν".


Ήδη, τα γράμματα στις τελευταίες λέξεις είναι μεγαλύτερα και ασχημότερα απ' ότι αυτά στις πρώτες. 
Και, ξέρω πως αύριο θα γράφω κουλουριασμένη στον καναπέ. Μπορεί και με άλλο στυλό. 
Ζητώ από τώρα συγχώρεση για τη μέρα που θα σε ξεχάσω και πάλι. 
Και που θα τα γράψω όλα, μαζεμένα, ένα μήνα μετά για να σε εγκαταλείψω, ξανά, την αμέσως επόμενη μέρα.

Εγώ είμαι.
Που ξεκινάω, για άλλη μια φορά, κάτι, που μέσα μου έχει ήδη τελειώσει.
Και επιτρέπω στον εαυτό μου μία, ακόμα, μικρή αυταπάτη.
Αλλά το κάνω.
Ξανά. 
Ελπίζοντας ότι το τέλος θα αργήσει περισσότερο, αυτή τη φορά.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Κάθε φορά το ίδιο λες.

Σ' αγαπάω.
Πέρασε η ώρα.

Να προσέχεις.
Κι εγώ σ 'αγαπάω.

Ό,τι μας χωρίζει είναι ακόμα εδώ.

Δε θέλω ν' αλλάξεις.

Τι όμορφη που ήταν η αρχή..

Τι κάναμε τόσο στραβά;

Θα είμαστε καλύτερα αυτή τη φορά.

Κάθε φορά το ίδιο λες.


Θα βρεις έναν άλλο άνθρωπο.
Κι εσύ θα βρεις.

Δε θέλω.
Θα ταιριάζετε πιο πολύ.


Προσπαθήσαμε. 
Μην κλαις άλλο.

Πως γίνεται να είναι πάλι τόσο δύσκολο;


Δε θα 'ναι από δω και πέρα.

Φύγε. Μη φύγεις.
Καληνύχτα.

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

Τσαφ

Τρέχω με εκατό.
Η άσφαλτος χάνεται κάτω απ' τις ρόδες.
Ανοιχτά παράθυρα. Αέρας μπλέκει τα μαλλιά μου.
Η μουσική στο τέρμα. Φτύνω τα λόγια δυνατά, σα να γράφτηκαν για μένα.
Τα δέντρα γίνονται μορφές, με προσπερνούν.
Εκατόν δέκα.
Εγώ τα προσπερνάω.
Ψάχνω το στόχο. Το μετά. Αυτό που θα 'ρθει.
Ο ήλιος κάνει μια βαθιά βουτιά στη θάλασσα.
Ακούγεται πολύ ρομαντικό, αλλά βιάζομαι.
Εκατόν είκοσι.
Ελπίζω σε μια ώρα να 'χω φτάσει.
Αν δε βρω στροφές, κίνηση, αν δε μείνω από βενζίνη.
Ένα καράβι σκίζει το νερό στα δύο.
Ερωτευμένα σπουργίτια πετούν από δέντρο σε δέντρο. 
Δεν έχω χρόνο για χάσιμο.
Εκατόν τριάντα.
Κανένα όριο ταχύτητας δε με σταματάει.
Χορεύω μ' αγωνία πάνω στο γκάζι. Τρέχω. Να φτάσω.
Ένα ζευγάρι σταματημένο στην άκρη του δρόμου.
Κοιτά το φεγγάρι, φιλιέται στο φως του.
Εκατόν σαράντα. 
Κορόιδα. Όταν φτάσω, θα δείτε.

Είκοσι, δέκα, μηδέν. Έφτασα;
Κατεβαίνω απ' το αμάξι μουδιασμένη και γεμάτη λαχτάρα.
Έφτασα!; 
Σκοτάδι.
Η καρδιά μου χτυπά δυνατά, κάπου εδώ πρέπει να 'ναι.
Φοβάμαι.
"Είναι κανείς εδώ" ; 

Η βροχή πέφτει με θόρυβο, πάνω στο καπό.
Με το δείκτη ακολουθώ μια σταγόνα που τρέχει στο τζάμι.
Αυξάνει ταχύτητα, ξεπερνά κάθε εμπόδιο.
Βολίδα στο στόχο.
Προσπερνά τη βουτιά και τον έρωτα.
Αγνοεί τη ρωγμή στο νερό, το ζευγάρι.
Μόνο τρέχει. Κι ο δείκτης μου τρέχει μαζί της.

Τσαφ
Η σταγόνα γλιστράει στη χαραμάδα του αμαξιού.
Και χάνεται.
Πριν δει τον ήλιο, τα σπουργίτια, το καράβι, τα φιλιά.
Τσαφ

Φρένο.
Το πατάω μανιωδώς, μα είναι αργά να σταματήσω.
Πηγαίνω με χίλια, χάνω τον έλεγχο. Δε θέλω να φτάσω. 
Ήλιος, σπουργίτια, καράβι, φιλιά.
Το φρένο σπάει κι εγώ γλιστράω στη χαραμάδα.
Τσαφ

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Το πουπουλένιο πάπλωμα

Ήταν ζεστό και βαρύ.
Και σομόν.
Μύριζε συνήθεια.
Πούπουλα χήνας.
Το καλύτερο πάπλωμα, για το παιδί.
Πουπουλένιο, να μην κρυώνει.
Η ζεστασιά της για χρόνια.
Μπαινόβγαινε στη ντουλάπα,τιναζόταν και πλενόταν.
Το καλύτερο πάπλωμα.

Πολύ ζεστό και πολύ βαρύ.
Την έπνιγε.
Είναι χρώμα τώρα αυτό για πάπλωμα;
Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη.
Είχε σιχαθεί τη μυρωδιά.
Καημένη χήνα.
Βαρύ το πούπουλο, ρε μάνα.
Χάθηκε το συνθετικό; Το άψυχο;
Πολύ βαρύ το πούπουλο.

Απρίλης μήνας και κοιμάσαι με το πάπλωμα;
Είχε ωραία, δροσερή υφή.
Τα πόδια έξω από το στρώμα.
Στριφογύριζε.
Θα πάρω κουβέρτα.
Τέσσερις, πέντε, έξι.
Ξύπνησε μούσκεμα.
Σε μια αγκαλιά από πούπουλα.
Έβγαλε ήλιο.

Είπανε θα φτάσει 39.
Φωτιά θα πάρουμε, είπαν.
39 βαθμοί και στην άκρη,ακόμα, το πάπλωμα.
Και στη μέση αυτή.
Ξύπνια.
Ιδρώτας,ασφυξία.
Δυο πατούσες στα πούπουλα.
Αύριο. Αύριο θα το μαζέψω.
Αύγουστος.

Πάλιωσε πια. Το πέταξε.

Κανένα πάπλωμα δε μύρισε ξανά τόση συνήθεια.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Ταμπέλες.


Δεν ήταν τα κάστρα, που έριξα, που μ' έφεραν κοντά σου.
Ούτε οι μέρες που πέρασα κρυμμένη στις σκιές.
Δεν ήταν οι λέξεις που έχαναν, αργά, το νόημά τους,
το άδειο σπίτι που πνιγόταν απ' τις ώρες,
ούτε ο εαυτός μου, ο κλεισμένος στο πατάρι.

Ήταν τα χέρια σου.
Που έκλεισαν στον κύκλο τους τις αιχμηρές γωνιές μου.
Τα δυο σου πόδια.
Που πάτησαν γερά στη γη, αντί για τα δικά μου.
Ήτανε δυο φτερά.
Φυγάδευσαν το ρημαδιό μου, μες τη νύχτα.
Και ήταν τα δυο σου μάτια.
Γεμάτα ως πάνω με βροχή, ζωγράφιζαν αιώνιες λιακάδες.

Ήταν τα χείλη σου.
Που μ' εναν ψίθυρο μου φώναξαν την πιο κρυφή αλήθεια.

Δεν είναι οι γκρεμισμένοι φόβοι που μας έφεραν εδώ.
Είναι ταμπέλες φωτεινές που αναβοσβήνουν.



Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Τριάντα επί δέκα.

Εννέα ακριβώς.
Φόρεσα φόρμα, μη φανεί πως σε περίμενα. 
Κάθομαι στην πολυθρόνα και διαβάζω.
Δέκα φορές τη διάβασα την τελευταία φράση,
κι ακόμα να καταλάβω τι λέει.
Άστο, θα βάλω παντελόνι.

Δέκα και μισή.
Άργησες. 
Εννέα τελειώνεις, βάλε και την κίνηση..
Φόρεσα τη μπλούζα, που σ'αρέσει.
Καταπίνω την τελευταία γουλιά.
Δύο υπέρδιπλες κουβέρτες στην τιμή της μίας.

Έντεκα παρά πέντε.
Δε θα 'ρθεις; 
Τα πόδια μου χτυπάνε νευρικά το πάτωμα.
Ούτε που ακούω, πια, τη μουσική.
Ελπίζω να μην έχεις πάθει κάτι.
Θα ξαναβάλω φόρμα.

Δώδεκα και δυο.
Αναρωτιέμαι πόσες μέρες έχει ο μήνας.
Τριάντα επί δέκα.
Πέρασαν τριάντα επί δέκα τέτοια βράδια.
Φόρεσα πυτζάμες. 

Δυο και τέταρτο.
Γιατί ξύπνησα; 
Θα σκεφτώ κάτι άλλο.

Τρεις και σαράντα.
Εύχομαι αύριο να με ξαφνιάσεις.