Ξύπνησα με μια γλυκόπικρη αίσθηση στα χείλη.
Όχι, δεν είναι στα χείλη μου.
Το στόμα μου έχει στεγνώσει.
Καταπίνω τρεις φορές.
Δεν είναι στα χείλη μου.
Προσπαθώ να εισπνεύσω, αλλά κάτι μπλοκάρει το δεξί μου ρουθούνι.
Μένω μαρμαρωμένη για λίγο.
Στο μυαλό μου έχω ήδη σηκωθεί, τεντωθεί, πετάξει τα σεντόνια.
Σύρθηκα ξυπόλυτη μέχρι το μπάνιο, ήπια λαίμαργα νερό στη χούφτα μου απ' τη βρύση του νιπτήρα- το ίδιο νερό με της κουζίνας έχει έτσι κι αλλιώς-, κατούρησα και ξαναγύρισα στο κρεβάτι.
Πίσω στην πραγματικότητα, εντελώς ακίνητη, με πλήρη απώλεια σάλιου και ικανότητας για οποιουδήποτε είδους κίνηση, κάνω την τελευταία μου προσπάθεια να ανοίξω τα μάτια μου.
Προς έκπληξή μου, το δεξί μου μάτι είναι εξίσου μπλοκαρισμένο.
Ανοίγω, λοιπόν το αριστερό, με μεγάλη βία, γιατί όχι δεν ξεβάφτηκα χθες.
Γιατί δεν ήμουν αρκετά ενήλικη, ώστε να πάρω το επαναχρησιμοποιούμενο βαμβακερό πανάκι μου, να ρίξω πάνω το οικολογικό λαδάκι μου και να τρίψω με μανία το- ήδη μισοξεβαμμένο- ματάκι μου.
Η γλυκόπικρη αίσθηση είναι ακόμα εκεί.
Χωρίς καμία λογική, ανοιγοκλείνω το ανοιχτό μου μάτι, πασχίζοντας να καταλάβω, αν ξαφνικά η όρασή μου είναι γλυκόπικρη απ' την ολονύκτια και απερίσκεπτη παραμονή μωβ μάσκαρας στα βλέφαρά μου.
Την ίδια ακριβώς στιγμή, ξυπνάει το αριστερό μέρος του εγκεφάλου μου, με λέει ηλίθια που θεώρησα, έστω και μισοκοιμισμένη, ότι έχω γλυκόπικρη όραση και γελάω, από μέσα μου, υπνωτισμένη.
Και τότε τα βλέπω.
Πολύχρωμα λουλούδια, σε όλα τα μεγέθη απλώνονται μπροστά μου.
Ένα λιβάδι απέραντο, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μου (το αριστερό).
Τα κοιτάζω και προσπαθώ να καταλάβω.
Πως βρέθηκα εδώ;
Τι λουλούδια είναι αυτά;
Πόσο βαριά κοιμήθηκα;
Μήπως δεν ξύπνησα ακόμα;
Βιολέτες; Κυκλάμινα; Χαμομήλια; Τελικά δεν έχω ιδέα από λουλούδια.
Δηλαδή, αν δεν είναι τριαντάφυλλα που είναι τα πιο φέιμους, μαργαρίτες, που λατρεύει η Σελήνη, νερανγκούλες, που είχε γεμίσει τον κήπο η γιαγιά μου, ή λίλιουμ, που σκότωσαν το γάτο μου, ζω σε αυτή τη γη με μηδενικές γνώσεις σχετικά με τη χλωρίδα.
Και βασικά νιώθω και εντελώς ανιστόρητη και αγεωγράφητη και άσχετη γενικώς.
Ποια εγώ! Που στην έκτη δημοτικού έπεσα απ' την καρέκλα από το ζήλο μου να πω το μάθημα για την Αφρική και τελικά σηκώθηκε η μπροστινή μου και είπε και το Κιλιμάντζαρο - Καλικάντζαρο.
Να 'ναι καλά η κοπέλα, έκανε και παιδάκι πρόσφατα, ίδιο με εκείνη.
Πίσω στο ημίγυμνο κορμί μου, με δεξί ρουθούνι και μάτι μπλοκαρισμένο, άφωνη, μπροστά στο μεγάλο λιβάδι με τα άγνωστα λουλούδια, με πιάνουν τα κλάματα.
Τέσσερα μαξιλάρια στο πάτωμα κι εγώ στη μέση του κρεβατιού, γελοία και αδρανής, ψιλομπρούμητα, αλλά όχι κι εντελώς, να κλαίω μωβ, σούπερ ουάου δάκρυα, από την αριστερή μου πλευρά.
Μυρωδιά είναι τελικά. Η γλυκόπικρη.
Το λιβάδι.
Το αεράκι στο κατάστρωμα.
Η παγωμένη θάλασσα.
Ο ήλιος που λαμπυρίζει στα μάτια σου.
Τα μάτια σου.
Εκείνο το τραγούδι στη διαπασών.
Το αυτοκίνητο στην εθνική.
Οι στίχοι που γλιστράνε απ' τα χείλη σου.
Τα χείλη σου.
Τσαλακωμένα σεντόνια στο κρεβάτι.
Οι γρίλιες κλειστές μέχρι πάνω.
Στη μέση μου, η ζέστη απ' τα χέρια σου.
Τα χέρια σου.
Το πέμπτο μαξιλάρι, κάτω απ' το μισό μου πρόσωπο.
Η μαξιλαροθήκη με τα πολύχρωμα λουλούδια ποτισμένη από το άρωμά σου.
Photo Credit: Field of Flowers, drawing by Barbara Stanton