Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Είναι εσύ.

Δεν το 'θελες.
Δεν το δες.
Σκέφτηκες.
Φαντάστηκες.
Φοβήθηκες.
Αρνήθηκες.
Σε σκέπασε.
Σε ξύπνησε.
Σε εγκλώβισε σε άκρα σκοτεινά.
Κρατήθηκες από τη λήθη.
Γέννησες ελπίδες να σε ζήσουν.
Κοιμήθηκες.
Δεν έφυγε.
Δε θα 'φευγε.
Του φώναξες.
Έφτιαξες πόρτες.
Τις ασφάλισες.
Έθαψες στη ζωή σου τα κλειδιά.
Μα όσο κι αν έτρεξες, ήσουν εκεί.
Και οι φωνές σου γίναν σιωπή.
Κι όσο κι αν έφευγε, ήταν εκεί.
Καταβρόχθιζε τον αέρα σου.
Έπινε τις κραυγές σου.
Φοβήθηκες να δεις.
Μα ζει μαζί σου.
Κλείνεις τα μάτια και τ'ακούς.
Δεν το θέλεις.
Δεν το βλέπεις.
Σκέφτεσαι.
Φαντάζεσαι.
Φοβάσαι.
Αρνείσαι.
Σε σκεπάζει.
Είναι εκεί.
Είναι εσύ.

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Σα να μην είχε τέλος.

Το δάσος ήταν πιο πράσινο απ'ότι φανταζόσουν.
Τα χρώματα σου 'κόβαν την ανάσα.
Προστάτες σου τα δέντρα, που σκίαζαν το δρόμο.
Δεν έβλεπες ουρανό παρά μόνο όταν εκείνα το επέτρεπαν.
Διάλεξες μονοπάτι δύσκολο.
Κάθε τόσο αναρωτιόσουν αν είναι το σωστό.
Κοντοστεκόσουν.
Κοιτούσες μια πίσω μια μπροστά.
Περίεργος δρόμος.
Σα να μην είχε τέλος.
Η μέρα έδινε τη θέση της στα χρώματα.
Ο ουρανός κοκκίνιζε.
Τα δέντρα άλλαζαν μορφές.
Σε λίγο όλα θα χάνονταν στο μαύρο.
Τρόμαζες.
Ήθελες να φτάσεις στην Ιθάκη σου.
Κι ήθελες ο ήλιος να σε πάει.
Σκοτάδι.
Τώρα το διάβα σου καλύφθηκε από φόβο.
Δεν έμαθες να είσαι μόνος στο σκοτάδι.
Τ βήματα σου άηχα.
Άκουγες τον παλμό σου.
Έκλεινες που και που τα μάτια.
Το τέρμα έμοιαζε κοντά.
Μα πάλι ο δρόμος έστριβε.
Τα δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια σου.
Σταμάτησες.
Λύγισες πάνω απ'το δρόμο.
Σε τράβηξε κοντά του σα μαγνήτης.
Έπεσες.
Κι όταν σηκώθηκες ήσουν και πάλι στην αρχή.
Μπροστά σου δέκα μονοπάτια.
Τα δάκρυα πάγωσαν.
Τρομοκρατήθηκες.
Ανακουφίστηκες.
Μέτρησες προσεκτικά το κάθε μονοπάτι.
Εκείνο που 'χες διαλέξει στέκονταν μπροστά σου.
Κοίταξες εκατομμύρια φορές δεξιά κι αριστερά.
Πέρασαν μέρες.
Έκανες ένα βήμα.
Αβέβαιο.Τρομαγμένο.
Στο τέλος της μέρας προχωρούσες.
Το δάσος ήταν πιο πράσινο απ'ότι φανταζόσουν.
Τα χρώματα σου 'κόβαν την ανάσα.
Προστάτες σου τα δέντρα, που σκίαζαν το δρόμο.
Περίεργος δρόμος.
Σα να μην είχε τέλος.



Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Ο κόσμος είναι ακόμη εκεί.

Καθόσουν ώρες σ' εκείνο το πάτωμα.
Πίσω απ΄τη μεγάλη τζαμαρία.
Πάντα ένιωθες ο εαυτός σου εκεί.
Όλο το σπίτι έμοιαζε ξένο. Κρύο.
Μα εκείνο το παράθυρο στον ήλιο ήτανε πάντα καταφύγιο.
Καθόσουν πίσω απ΄την τεράστια βιτρίνα.
Απόλυτα εκτεθειμένος.
Κι όμως ήταν το μόνο μέρος που σου πρόσφερε τόση απομόνωση.
Οι μέρες πέρασαν μπροστά σου.
Σου έγνεψαν , μα δεν ακολούθησες.
Ένιωθες τη γη να ελκύει το βάρος σου.
Ένα βάρος  μεγαλύτερο από σένα.
Που σε καθήλωσε στον όμορφο θρόνο σου, μπροστά στο τζάμι.
Ήταν ο δικός σου τρόπος να ζεις.
Να νιώθεις τον ήλιο χωρίς να καίγεσαι.
Ν'αγγίζεις τη βροχή χωρίς να σε μουσκεύει.
Να μιλάς στους ανθρώπους χωρίς να σε μαθαίνουν.

Τα ηλιόλουστα πρωινά , έγιναν κρύα βράδια.
Και οι εποχές έπαιζαν το δικό τους θέατρο, μπροστά στα μάτια σου.
Τα είχες ζήσει όλα, πια.
Σταγόνες της βροχής, και σύννεφα και λαμπερές νυφάδες.
Καλοκαίρια με χαρούμενα παιδιά και φθινόπωρο με φύλλα σαπισμένα.
Τα είχες ζήσει όλα.

Ξάπλωσες στην κρυψώνα σου, μπροστά στον κόσμο.
Κι έκλεισες τα μάτια , που κουράστηκαν να βλέπουν.
Ικέτεψες τη γη  να καταπιεί το βάρος σου.
Περίμενες τον κόσμο σου να σβήσει.
Παίρνοντας μαζί την παράλογη λογική του.
Έμεινες εκεί να περιμένεις.

Μέχρι που μια δύναμη, εξανάγκασε τα μάτια σου ν'ανοίξουν.
Μια αχτίδα του κόσμου, που νόμισες πως άφησες πίσω.
Ανοιξες απρόθυμα τα βλέφαρα.
Και τρόμαξες μπροστά στο θέαμα.
Δεν ήταν αυτό που αποφάσισες.
Δεν ήταν αυτό που ευχήθηκες.
Ήταν άδικο.
Έκλεισες πάλι τα μάτια σου,  μα ήξερες πως τίποτα δε θα άλλαζε.

Ο κόσμος ήταν ακόμη εκεί.
Ο κόσμος είναι ακόμη εκεί.
Και δε θα φύγει , ακόμα κι αν χίλιες φορές τ'αποφασίσεις.
Ο ήλιος βγήκε ξανά.

Άνοιξες και πάλι τα μάτια.
Τώρα πια ξέρεις.
Με ή χωρίς εσένα..
Ο ήλιος θα βγαίνει πάντα.