Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Ο κόσμος είναι ακόμη εκεί.

Καθόσουν ώρες σ' εκείνο το πάτωμα.
Πίσω απ΄τη μεγάλη τζαμαρία.
Πάντα ένιωθες ο εαυτός σου εκεί.
Όλο το σπίτι έμοιαζε ξένο. Κρύο.
Μα εκείνο το παράθυρο στον ήλιο ήτανε πάντα καταφύγιο.
Καθόσουν πίσω απ΄την τεράστια βιτρίνα.
Απόλυτα εκτεθειμένος.
Κι όμως ήταν το μόνο μέρος που σου πρόσφερε τόση απομόνωση.
Οι μέρες πέρασαν μπροστά σου.
Σου έγνεψαν , μα δεν ακολούθησες.
Ένιωθες τη γη να ελκύει το βάρος σου.
Ένα βάρος  μεγαλύτερο από σένα.
Που σε καθήλωσε στον όμορφο θρόνο σου, μπροστά στο τζάμι.
Ήταν ο δικός σου τρόπος να ζεις.
Να νιώθεις τον ήλιο χωρίς να καίγεσαι.
Ν'αγγίζεις τη βροχή χωρίς να σε μουσκεύει.
Να μιλάς στους ανθρώπους χωρίς να σε μαθαίνουν.

Τα ηλιόλουστα πρωινά , έγιναν κρύα βράδια.
Και οι εποχές έπαιζαν το δικό τους θέατρο, μπροστά στα μάτια σου.
Τα είχες ζήσει όλα, πια.
Σταγόνες της βροχής, και σύννεφα και λαμπερές νυφάδες.
Καλοκαίρια με χαρούμενα παιδιά και φθινόπωρο με φύλλα σαπισμένα.
Τα είχες ζήσει όλα.

Ξάπλωσες στην κρυψώνα σου, μπροστά στον κόσμο.
Κι έκλεισες τα μάτια , που κουράστηκαν να βλέπουν.
Ικέτεψες τη γη  να καταπιεί το βάρος σου.
Περίμενες τον κόσμο σου να σβήσει.
Παίρνοντας μαζί την παράλογη λογική του.
Έμεινες εκεί να περιμένεις.

Μέχρι που μια δύναμη, εξανάγκασε τα μάτια σου ν'ανοίξουν.
Μια αχτίδα του κόσμου, που νόμισες πως άφησες πίσω.
Ανοιξες απρόθυμα τα βλέφαρα.
Και τρόμαξες μπροστά στο θέαμα.
Δεν ήταν αυτό που αποφάσισες.
Δεν ήταν αυτό που ευχήθηκες.
Ήταν άδικο.
Έκλεισες πάλι τα μάτια σου,  μα ήξερες πως τίποτα δε θα άλλαζε.

Ο κόσμος ήταν ακόμη εκεί.
Ο κόσμος είναι ακόμη εκεί.
Και δε θα φύγει , ακόμα κι αν χίλιες φορές τ'αποφασίσεις.
Ο ήλιος βγήκε ξανά.

Άνοιξες και πάλι τα μάτια.
Τώρα πια ξέρεις.
Με ή χωρίς εσένα..
Ο ήλιος θα βγαίνει πάντα.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου