Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Ο όμορφος δεσμώτης

Δεν είναι κόλαση αυτό που σιγοβράζει.
Ούτε παράδεισος αυτό που μας καλεί.
Μέρα και νύχτα δεν ορίζω.
Με κατατρώει το κακό.

Όμορφη όψη διαβολικού αγγέλου.
Που μ' αγκαλιάζει στοργικά.
Με δάκρυα βρέχει τα συντρίμια.
Με χτίζει πάλι απ'την αρχή.

Τις νύχτες τρέμει απ' το κρύο.
Κρύβεται μέσα μου.
Γίνεται δεύτερο εγώ.
Κι αρχίζει πάλι φαύλος κύκλος.

Αυτός με έχτισε αυτός θα με γκρεμίσει.
Είναι αυτός που σιγοβράζει.
Ο όμορφος δεσμώτης μου.
Κάνει το σώμα φυλακή.

Η σάρκα καίγεται.
Τα σωθικά χορεύουν με το φόβο.
Ο πόνος γίνεται φρικτός.
Ρέει κι αυτός στο αίμα μου.

Δεσμώτης του εαυτού μου.
Αυτός που πιότερο φοβάται από μένα.
Κάθε κραυγή τον εγκλωβίζει.
Κάθε ανάσα τον νικά.

Φωνές και φλόγες εκτοξεύω.
Να φύγει.
Πιο δυνατά.
Ακούς; Να φύγεις.

Δεν ξέρω αν ήταν αυτός η κόλαση.
Τον έδιωξα.
Έκανα τη φωνή μου τόξο.
Τον λάβωσα.

Και τώρα μ'άφησε ελεύθερη.
Δε με γκρεμίζει, δε με καίει.
Δεν ξέρω αν ήταν αυτός η κόλαση.
Μα τούτος ο παράδεισος δε μου ταιριάζει.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Είναι εσύ.

Δεν το 'θελες.
Δεν το δες.
Σκέφτηκες.
Φαντάστηκες.
Φοβήθηκες.
Αρνήθηκες.
Σε σκέπασε.
Σε ξύπνησε.
Σε εγκλώβισε σε άκρα σκοτεινά.
Κρατήθηκες από τη λήθη.
Γέννησες ελπίδες να σε ζήσουν.
Κοιμήθηκες.
Δεν έφυγε.
Δε θα 'φευγε.
Του φώναξες.
Έφτιαξες πόρτες.
Τις ασφάλισες.
Έθαψες στη ζωή σου τα κλειδιά.
Μα όσο κι αν έτρεξες, ήσουν εκεί.
Και οι φωνές σου γίναν σιωπή.
Κι όσο κι αν έφευγε, ήταν εκεί.
Καταβρόχθιζε τον αέρα σου.
Έπινε τις κραυγές σου.
Φοβήθηκες να δεις.
Μα ζει μαζί σου.
Κλείνεις τα μάτια και τ'ακούς.
Δεν το θέλεις.
Δεν το βλέπεις.
Σκέφτεσαι.
Φαντάζεσαι.
Φοβάσαι.
Αρνείσαι.
Σε σκεπάζει.
Είναι εκεί.
Είναι εσύ.

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Σα να μην είχε τέλος.

Το δάσος ήταν πιο πράσινο απ'ότι φανταζόσουν.
Τα χρώματα σου 'κόβαν την ανάσα.
Προστάτες σου τα δέντρα, που σκίαζαν το δρόμο.
Δεν έβλεπες ουρανό παρά μόνο όταν εκείνα το επέτρεπαν.
Διάλεξες μονοπάτι δύσκολο.
Κάθε τόσο αναρωτιόσουν αν είναι το σωστό.
Κοντοστεκόσουν.
Κοιτούσες μια πίσω μια μπροστά.
Περίεργος δρόμος.
Σα να μην είχε τέλος.
Η μέρα έδινε τη θέση της στα χρώματα.
Ο ουρανός κοκκίνιζε.
Τα δέντρα άλλαζαν μορφές.
Σε λίγο όλα θα χάνονταν στο μαύρο.
Τρόμαζες.
Ήθελες να φτάσεις στην Ιθάκη σου.
Κι ήθελες ο ήλιος να σε πάει.
Σκοτάδι.
Τώρα το διάβα σου καλύφθηκε από φόβο.
Δεν έμαθες να είσαι μόνος στο σκοτάδι.
Τ βήματα σου άηχα.
Άκουγες τον παλμό σου.
Έκλεινες που και που τα μάτια.
Το τέρμα έμοιαζε κοντά.
Μα πάλι ο δρόμος έστριβε.
Τα δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια σου.
Σταμάτησες.
Λύγισες πάνω απ'το δρόμο.
Σε τράβηξε κοντά του σα μαγνήτης.
Έπεσες.
Κι όταν σηκώθηκες ήσουν και πάλι στην αρχή.
Μπροστά σου δέκα μονοπάτια.
Τα δάκρυα πάγωσαν.
Τρομοκρατήθηκες.
Ανακουφίστηκες.
Μέτρησες προσεκτικά το κάθε μονοπάτι.
Εκείνο που 'χες διαλέξει στέκονταν μπροστά σου.
Κοίταξες εκατομμύρια φορές δεξιά κι αριστερά.
Πέρασαν μέρες.
Έκανες ένα βήμα.
Αβέβαιο.Τρομαγμένο.
Στο τέλος της μέρας προχωρούσες.
Το δάσος ήταν πιο πράσινο απ'ότι φανταζόσουν.
Τα χρώματα σου 'κόβαν την ανάσα.
Προστάτες σου τα δέντρα, που σκίαζαν το δρόμο.
Περίεργος δρόμος.
Σα να μην είχε τέλος.



Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Ο κόσμος είναι ακόμη εκεί.

Καθόσουν ώρες σ' εκείνο το πάτωμα.
Πίσω απ΄τη μεγάλη τζαμαρία.
Πάντα ένιωθες ο εαυτός σου εκεί.
Όλο το σπίτι έμοιαζε ξένο. Κρύο.
Μα εκείνο το παράθυρο στον ήλιο ήτανε πάντα καταφύγιο.
Καθόσουν πίσω απ΄την τεράστια βιτρίνα.
Απόλυτα εκτεθειμένος.
Κι όμως ήταν το μόνο μέρος που σου πρόσφερε τόση απομόνωση.
Οι μέρες πέρασαν μπροστά σου.
Σου έγνεψαν , μα δεν ακολούθησες.
Ένιωθες τη γη να ελκύει το βάρος σου.
Ένα βάρος  μεγαλύτερο από σένα.
Που σε καθήλωσε στον όμορφο θρόνο σου, μπροστά στο τζάμι.
Ήταν ο δικός σου τρόπος να ζεις.
Να νιώθεις τον ήλιο χωρίς να καίγεσαι.
Ν'αγγίζεις τη βροχή χωρίς να σε μουσκεύει.
Να μιλάς στους ανθρώπους χωρίς να σε μαθαίνουν.

Τα ηλιόλουστα πρωινά , έγιναν κρύα βράδια.
Και οι εποχές έπαιζαν το δικό τους θέατρο, μπροστά στα μάτια σου.
Τα είχες ζήσει όλα, πια.
Σταγόνες της βροχής, και σύννεφα και λαμπερές νυφάδες.
Καλοκαίρια με χαρούμενα παιδιά και φθινόπωρο με φύλλα σαπισμένα.
Τα είχες ζήσει όλα.

Ξάπλωσες στην κρυψώνα σου, μπροστά στον κόσμο.
Κι έκλεισες τα μάτια , που κουράστηκαν να βλέπουν.
Ικέτεψες τη γη  να καταπιεί το βάρος σου.
Περίμενες τον κόσμο σου να σβήσει.
Παίρνοντας μαζί την παράλογη λογική του.
Έμεινες εκεί να περιμένεις.

Μέχρι που μια δύναμη, εξανάγκασε τα μάτια σου ν'ανοίξουν.
Μια αχτίδα του κόσμου, που νόμισες πως άφησες πίσω.
Ανοιξες απρόθυμα τα βλέφαρα.
Και τρόμαξες μπροστά στο θέαμα.
Δεν ήταν αυτό που αποφάσισες.
Δεν ήταν αυτό που ευχήθηκες.
Ήταν άδικο.
Έκλεισες πάλι τα μάτια σου,  μα ήξερες πως τίποτα δε θα άλλαζε.

Ο κόσμος ήταν ακόμη εκεί.
Ο κόσμος είναι ακόμη εκεί.
Και δε θα φύγει , ακόμα κι αν χίλιες φορές τ'αποφασίσεις.
Ο ήλιος βγήκε ξανά.

Άνοιξες και πάλι τα μάτια.
Τώρα πια ξέρεις.
Με ή χωρίς εσένα..
Ο ήλιος θα βγαίνει πάντα.





Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Το χάλκινο καβούκι

Ήταν τη μέρα εκείνη.Που έσπασε ο ουρανός.
Που οι σκιές εισέβαλαν στη φωτεινή αυλή σου.
Και τα κλαδιά που άλλοτε χόρευαν στον αέρα..
Ακούμπησαν δειλά τη γη και πάψαν το χορό τους.

Τότε σε είδα.
Είδα στην  πλάτη σου φτερά να ξεφυτρώνουν.
Και να ανοίγουν διάπλατα στο σκονισμένο αέρα.
Στο σώμα σου,που έρμαιο ,του κόσμου, είχε γίνει.

Δυο φτερά που σήκωναν το βάρος απ'τα χέρια.
Τα χέρια σου, που θέλανε να μείνουν γατζωμένα.
Στο χώμα που σε γέννησε και σ'έκανε δικό του.

Και ήταν σα να ξύπνησες απ'το βαθύ σου ύπνο.
Και έμαθες πως τα κλαδιά δεν ήτανε ταβάνι.
Πως πάνω απ' τα σύννεφα το φως δεν είχε σβήσει.

 Ένιωσες ξαφνικά τη γη,φτερά να μη χωράει.
Κι οι πέτρες της εμπόδια,που κλείνανε το δρόμο.

Η θάλασσά της πονηρή σε τράβηξε στα βάθη.
Και τα χλωρά λιβάδια της έσβησαν τη φωτιά σου.

Δεν ήταν καταφύγιο η γη να σε φυλάει.
Ήταν καβούκι χάλκινο κι εσύ δεμένος μέσα.

Κι ήταν εκείνα τα φτερά που ελεύθερο σ' αφήσαν.
Τώρα σε βλέπω να πετάς μακριά απ'τη φυλακή σου..

Ήταν εκείνη. Η μέρα που άφησες τη γη.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Οι πέντε συλλαβές.

Θα είμαι εδώ.
Ο τελευταίος ήχος.
Τρεις λέξεις.
Όχι στίχοι, όχι ποίημα.
Πέντε μονάχα συλλαβές.
Αργοειπωμένες. Αχνές.
Δεν άστραψαν στον ήλιο.
Δεν βρόντηξαν σαν κεραυνός.
Ίσα που ακούστηκαν.

Θα είμαι εδώ.
Μέσα σε θάλασσες με λόγια.
Εκείνες κράτησα.
Τις άκουσα στον ύπνο μου.
Και βγήκαν απ'τα χείλη μου ξανά και ξανά.
Λες και τις ζούσα. Κάθε μέρα.
Κάθε λεπτό που έλειπες.

Θα είμαι εδώ.
Είπες.
Έχω από τότε να σε δω.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Κι ήσουν το τίποτα

Δεν ξέρω αν μ'άφησες να πέσω ή ,άθελά σου, μ' έσπρωξες.
Δεν είδα χέρι.Δεν άκουσα φωνή.
Βρέθηκα μετέωρη πάνω απ'τον κόσμο.
Πάνω από γκρίζες πόλεις και λευκά ψέματα.
Είδα ανθρώπους να γελάνε με το τίποτα.
Κι άλλους να κλαίνε, να φωνάζουν ,να πονάνε για ένα τίποτα.
Ήταν ψηλά.Και τρόμαξα.
Φοβήθηκα μη χάσω το δικό μου τίποτα, για ένα τίποτα.
Και τότε ένα χέρι σ'άρπαξε.
Σε κράτησε γερά , σφιχτά, απεγνωσμένα.
Ήταν χέρι δικό μου.
Δεν έπεφτα. Έπεφτες.
Δε μ' έσπρωξες, μ'άφησες.
Ήσουν εσύ το μετέωρο σώμα.
Κι ήταν ο φόβος μου πάνω απ'τον κόσμο.
Δεν έπρεπε να φύγεις.
Δεν είχε έρθει η ώρα.
Ήσουν τα πάντα κι ήσουν το τίποτα.
Δικό μου τίποτα.
Σε κράτησα σφιχτά για να σε νιώσω.
Σε κοίταξα επίμονα για να σιγουρευτώ.
Ότι ήσουν εκεί.
Οι άνθρωποι γελάνε με το τίποτα.
Κι ήσουν το τίποτα.
Δικό μου τίποτα.