Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Κι ελπίζεις.

Και τί ήταν αυτό που έψαχνες;
Το πρώτο γέλιο;
Τον τελευταίο θρήνο;

Σπατάλησες τις νύχτες σου.
Γιγάντωσες τους φόβους.
Τί ήταν αυτό που έψαχνες;

Ζωγράφισες ρυτίδες.
Μία για κάθε στιγμή που έχασες.
Και για κάθε μια που κέρδισες,
έσβησες μια ελπίδα.
Όταν ζεις πραγματικά,
ποτέ δεν ελπίζεις.
Έχεις το τώρα σου
και κανένα μετά δε γυαλίζει.

Μα κάθε λεπτό, που η ζωή λιγοστεύει, ελπίζω.
Κι ελπίζεις.

Και τί είναι αυτό που μένει από τόση ελπίδα;
Ένα τέλος γεμάτο προσμονή.
Καμιά εκτόνωση.
Αναμονή.

Και πήρες τη βαθιά εισπνοή ,
και τέλειωσαν όλα ,πριν την αφήσεις.
Πριν σε αφήσει.

Τί ήταν αυτό που έψαχνες;
Πλήρωσες μετρητά για να το ψάξεις.
Πλήρωσες σε ζωή μα δεν το βρήκες.

Η ζωή λιγοστεύει κι ελπίζεις.
Η ζωή λιγοστεύει. Δε ζω.

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Αγάπα με

Αγάπα με.
Δυο λέξεις ζήτησα.
Αγάπα με.
Δε ζήτησα να γίνεις κτήμα μου.
Ούτε να είμαι εγώ κ άλλος κανένας.
Απλά και ήρεμα.
Αγάπα με.
Ακόμα κι αν ο κόσμος γυρίζει σαν τρελός. 
Κι οι μέρες κι αν γλιστράνε απ'τα χέρια.
Ακόμα κι αν οι νύχτες φαντάσματα γεμίσουν.
Αγάπα με και ψάξε στη ντουλάπα.
Να βρεις το τέρας που με τρώει.
Να το φωτίσεις με τη μέρα και να φύγει.
Αγάπα με και μείνε εδώ.
Μα αν φύγεις, περισσότερο αγάπα με.
Αγάπα με όπως σ' αγαπώ.
Κι αν θέλεις και πιο πάνω.
Γέφυρες χτίσε κι έλα να με βρεις.
Θα περιμένω στα ωραία μας τα μέρη.
Θα περιμένω στους γκρεμούς που ρίξαμε ανάμεσα μας.
Αν είσαι δίπλα μου αγάπα με.
Μα αγάπα με διπλά αν είσαι απέναντι.
Κι αν νιώσεις πως έπαψες να μ'αγαπάς.. 
Αγάπα με ξανά απ'την αρχή.
Αγάπα με.
Κι αν κουραστείς και φύγεις..
Και είσαι μακριά.
Και δεν ξυπνάς μαζί μου.
Και δε σ'αρέσω πια.
Αγάπα με.
Κι αν αλλάξαμε κι οι δυο.
Κι αν δε σ' αρέσεις δίπλα μου.
Και αν φοβάσαι το μετά.
Κι αν βαρέθηκες το τώρα.
Αγάπα με.
Όσο εγώ ή και λιγότερο.
Όπως εγώ ή και αλλιώτικα.
Μαζί μου ή και χώρια.
Αγάπα με.
Σβήσαν τα φώτα μ'ακόμα σε βλέπω.
Αφού μια ζωή κοιτούσα καθρέφτες.
Με μάτια κλειστά καλύτερα βλέπω.
Εγώ είμαι εσύ.
Κι εσύ δεν είσαι εδώ.
Αγάπα με.
Κι όταν ξεχνάς να αγαπάς.
Θυμήσου πως μ'αγάπησες.


Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Το χώμα μύρισε βροχή.

Καμιά λιακάδα δεν ήταν αρκετή.
Κάτι απ'αυτό το ανεξήγητο φως με αιφνιδίαζε.
Τόσο όμορφο , τόσο αψεγάδιαστο.
Τυφλωνόμουν.
Κάτι κλωτσούσε μέσα μου, στον ήλιο.
Έκλεινα τα μάτια για να δω.

Τί θέλει πια αυτό το φως;
Μαρμαρωμένη χαρά;
Μασκαρεμένη λύπη;
Ποτέ δεν κατάλαβα.

Βροχές.
Νερό που ρίχνει ορμητικά το σύμπαν.
Τζάμια.
Γεμάτα μικροσκοπικές ,κυκλικές , αναμνήσεις.
Ροή.Ρυθμός.

Ναι. Κανένα φως δε νίκησε ποτέ το νερό.
Καμιά λαμπερή σιωπή, δε νίκησε τόσο σκοτεινό ήχο.
Το χώμα μύρισε βροχή.
Κι η νύχτα τρέχει μουσκεμένη να κρυφτεί.
Τα πνευμόνια δε χωράνε άλλη ανάσα.

Ψιχάλες επιτίθενται στο εκτεθειμένο κορμί.
Τις αφήνω να πέσουν στα μάτια.Να τρέξουν.
Να ξεπλύνουν το κακό.

Ο ουρανός πετάει με δύναμη ό,τι φοβήθηκες περισσότερο.
Ό,τι ξέχασες. Ό,τι λαχτάρησες.
Και είναι μια δύναμη που δεν πονάει.
Κι εσύ δεν ξέρεις γιατί τσακίζεις.

Κοίταξα τον ουρανό.
Είδα εσένα.
Έγινες φόβος κι έπεφτες με δύναμη.
Έγινες λησμονιά.Λαχτάρα.
Έπεσες στα μάτια μου.
Έτρεξες ,να ξεπλύνεις το κακό.
Ψιχάλες και δάκρυα δεν ξεχωρίζω.

Ξημερώνει.
Έδυσε η βροχή.
Λιακάδα.
Έσβησαν οι ήχοι.
Εκκωφαντική σιωπή.
Φως.
Έκλεισα τα μάτια να σε δω.
Ήσουν εσύ.
Η σταγόνα που με ξεχείλισε.

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Ο όμορφος δεσμώτης

Δεν είναι κόλαση αυτό που σιγοβράζει.
Ούτε παράδεισος αυτό που μας καλεί.
Μέρα και νύχτα δεν ορίζω.
Με κατατρώει το κακό.

Όμορφη όψη διαβολικού αγγέλου.
Που μ' αγκαλιάζει στοργικά.
Με δάκρυα βρέχει τα συντρίμια.
Με χτίζει πάλι απ'την αρχή.

Τις νύχτες τρέμει απ' το κρύο.
Κρύβεται μέσα μου.
Γίνεται δεύτερο εγώ.
Κι αρχίζει πάλι φαύλος κύκλος.

Αυτός με έχτισε αυτός θα με γκρεμίσει.
Είναι αυτός που σιγοβράζει.
Ο όμορφος δεσμώτης μου.
Κάνει το σώμα φυλακή.

Η σάρκα καίγεται.
Τα σωθικά χορεύουν με το φόβο.
Ο πόνος γίνεται φρικτός.
Ρέει κι αυτός στο αίμα μου.

Δεσμώτης του εαυτού μου.
Αυτός που πιότερο φοβάται από μένα.
Κάθε κραυγή τον εγκλωβίζει.
Κάθε ανάσα τον νικά.

Φωνές και φλόγες εκτοξεύω.
Να φύγει.
Πιο δυνατά.
Ακούς; Να φύγεις.

Δεν ξέρω αν ήταν αυτός η κόλαση.
Τον έδιωξα.
Έκανα τη φωνή μου τόξο.
Τον λάβωσα.

Και τώρα μ'άφησε ελεύθερη.
Δε με γκρεμίζει, δε με καίει.
Δεν ξέρω αν ήταν αυτός η κόλαση.
Μα τούτος ο παράδεισος δε μου ταιριάζει.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Είναι εσύ.

Δεν το 'θελες.
Δεν το δες.
Σκέφτηκες.
Φαντάστηκες.
Φοβήθηκες.
Αρνήθηκες.
Σε σκέπασε.
Σε ξύπνησε.
Σε εγκλώβισε σε άκρα σκοτεινά.
Κρατήθηκες από τη λήθη.
Γέννησες ελπίδες να σε ζήσουν.
Κοιμήθηκες.
Δεν έφυγε.
Δε θα 'φευγε.
Του φώναξες.
Έφτιαξες πόρτες.
Τις ασφάλισες.
Έθαψες στη ζωή σου τα κλειδιά.
Μα όσο κι αν έτρεξες, ήσουν εκεί.
Και οι φωνές σου γίναν σιωπή.
Κι όσο κι αν έφευγε, ήταν εκεί.
Καταβρόχθιζε τον αέρα σου.
Έπινε τις κραυγές σου.
Φοβήθηκες να δεις.
Μα ζει μαζί σου.
Κλείνεις τα μάτια και τ'ακούς.
Δεν το θέλεις.
Δεν το βλέπεις.
Σκέφτεσαι.
Φαντάζεσαι.
Φοβάσαι.
Αρνείσαι.
Σε σκεπάζει.
Είναι εκεί.
Είναι εσύ.

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Σα να μην είχε τέλος.

Το δάσος ήταν πιο πράσινο απ'ότι φανταζόσουν.
Τα χρώματα σου 'κόβαν την ανάσα.
Προστάτες σου τα δέντρα, που σκίαζαν το δρόμο.
Δεν έβλεπες ουρανό παρά μόνο όταν εκείνα το επέτρεπαν.
Διάλεξες μονοπάτι δύσκολο.
Κάθε τόσο αναρωτιόσουν αν είναι το σωστό.
Κοντοστεκόσουν.
Κοιτούσες μια πίσω μια μπροστά.
Περίεργος δρόμος.
Σα να μην είχε τέλος.
Η μέρα έδινε τη θέση της στα χρώματα.
Ο ουρανός κοκκίνιζε.
Τα δέντρα άλλαζαν μορφές.
Σε λίγο όλα θα χάνονταν στο μαύρο.
Τρόμαζες.
Ήθελες να φτάσεις στην Ιθάκη σου.
Κι ήθελες ο ήλιος να σε πάει.
Σκοτάδι.
Τώρα το διάβα σου καλύφθηκε από φόβο.
Δεν έμαθες να είσαι μόνος στο σκοτάδι.
Τ βήματα σου άηχα.
Άκουγες τον παλμό σου.
Έκλεινες που και που τα μάτια.
Το τέρμα έμοιαζε κοντά.
Μα πάλι ο δρόμος έστριβε.
Τα δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια σου.
Σταμάτησες.
Λύγισες πάνω απ'το δρόμο.
Σε τράβηξε κοντά του σα μαγνήτης.
Έπεσες.
Κι όταν σηκώθηκες ήσουν και πάλι στην αρχή.
Μπροστά σου δέκα μονοπάτια.
Τα δάκρυα πάγωσαν.
Τρομοκρατήθηκες.
Ανακουφίστηκες.
Μέτρησες προσεκτικά το κάθε μονοπάτι.
Εκείνο που 'χες διαλέξει στέκονταν μπροστά σου.
Κοίταξες εκατομμύρια φορές δεξιά κι αριστερά.
Πέρασαν μέρες.
Έκανες ένα βήμα.
Αβέβαιο.Τρομαγμένο.
Στο τέλος της μέρας προχωρούσες.
Το δάσος ήταν πιο πράσινο απ'ότι φανταζόσουν.
Τα χρώματα σου 'κόβαν την ανάσα.
Προστάτες σου τα δέντρα, που σκίαζαν το δρόμο.
Περίεργος δρόμος.
Σα να μην είχε τέλος.



Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Ο κόσμος είναι ακόμη εκεί.

Καθόσουν ώρες σ' εκείνο το πάτωμα.
Πίσω απ΄τη μεγάλη τζαμαρία.
Πάντα ένιωθες ο εαυτός σου εκεί.
Όλο το σπίτι έμοιαζε ξένο. Κρύο.
Μα εκείνο το παράθυρο στον ήλιο ήτανε πάντα καταφύγιο.
Καθόσουν πίσω απ΄την τεράστια βιτρίνα.
Απόλυτα εκτεθειμένος.
Κι όμως ήταν το μόνο μέρος που σου πρόσφερε τόση απομόνωση.
Οι μέρες πέρασαν μπροστά σου.
Σου έγνεψαν , μα δεν ακολούθησες.
Ένιωθες τη γη να ελκύει το βάρος σου.
Ένα βάρος  μεγαλύτερο από σένα.
Που σε καθήλωσε στον όμορφο θρόνο σου, μπροστά στο τζάμι.
Ήταν ο δικός σου τρόπος να ζεις.
Να νιώθεις τον ήλιο χωρίς να καίγεσαι.
Ν'αγγίζεις τη βροχή χωρίς να σε μουσκεύει.
Να μιλάς στους ανθρώπους χωρίς να σε μαθαίνουν.

Τα ηλιόλουστα πρωινά , έγιναν κρύα βράδια.
Και οι εποχές έπαιζαν το δικό τους θέατρο, μπροστά στα μάτια σου.
Τα είχες ζήσει όλα, πια.
Σταγόνες της βροχής, και σύννεφα και λαμπερές νυφάδες.
Καλοκαίρια με χαρούμενα παιδιά και φθινόπωρο με φύλλα σαπισμένα.
Τα είχες ζήσει όλα.

Ξάπλωσες στην κρυψώνα σου, μπροστά στον κόσμο.
Κι έκλεισες τα μάτια , που κουράστηκαν να βλέπουν.
Ικέτεψες τη γη  να καταπιεί το βάρος σου.
Περίμενες τον κόσμο σου να σβήσει.
Παίρνοντας μαζί την παράλογη λογική του.
Έμεινες εκεί να περιμένεις.

Μέχρι που μια δύναμη, εξανάγκασε τα μάτια σου ν'ανοίξουν.
Μια αχτίδα του κόσμου, που νόμισες πως άφησες πίσω.
Ανοιξες απρόθυμα τα βλέφαρα.
Και τρόμαξες μπροστά στο θέαμα.
Δεν ήταν αυτό που αποφάσισες.
Δεν ήταν αυτό που ευχήθηκες.
Ήταν άδικο.
Έκλεισες πάλι τα μάτια σου,  μα ήξερες πως τίποτα δε θα άλλαζε.

Ο κόσμος ήταν ακόμη εκεί.
Ο κόσμος είναι ακόμη εκεί.
Και δε θα φύγει , ακόμα κι αν χίλιες φορές τ'αποφασίσεις.
Ο ήλιος βγήκε ξανά.

Άνοιξες και πάλι τα μάτια.
Τώρα πια ξέρεις.
Με ή χωρίς εσένα..
Ο ήλιος θα βγαίνει πάντα.





Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Το χάλκινο καβούκι

Ήταν τη μέρα εκείνη.Που έσπασε ο ουρανός.
Που οι σκιές εισέβαλαν στη φωτεινή αυλή σου.
Και τα κλαδιά που άλλοτε χόρευαν στον αέρα..
Ακούμπησαν δειλά τη γη και πάψαν το χορό τους.

Τότε σε είδα.
Είδα στην  πλάτη σου φτερά να ξεφυτρώνουν.
Και να ανοίγουν διάπλατα στο σκονισμένο αέρα.
Στο σώμα σου,που έρμαιο ,του κόσμου, είχε γίνει.

Δυο φτερά που σήκωναν το βάρος απ'τα χέρια.
Τα χέρια σου, που θέλανε να μείνουν γατζωμένα.
Στο χώμα που σε γέννησε και σ'έκανε δικό του.

Και ήταν σα να ξύπνησες απ'το βαθύ σου ύπνο.
Και έμαθες πως τα κλαδιά δεν ήτανε ταβάνι.
Πως πάνω απ' τα σύννεφα το φως δεν είχε σβήσει.

 Ένιωσες ξαφνικά τη γη,φτερά να μη χωράει.
Κι οι πέτρες της εμπόδια,που κλείνανε το δρόμο.

Η θάλασσά της πονηρή σε τράβηξε στα βάθη.
Και τα χλωρά λιβάδια της έσβησαν τη φωτιά σου.

Δεν ήταν καταφύγιο η γη να σε φυλάει.
Ήταν καβούκι χάλκινο κι εσύ δεμένος μέσα.

Κι ήταν εκείνα τα φτερά που ελεύθερο σ' αφήσαν.
Τώρα σε βλέπω να πετάς μακριά απ'τη φυλακή σου..

Ήταν εκείνη. Η μέρα που άφησες τη γη.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Οι πέντε συλλαβές.

Θα είμαι εδώ.
Ο τελευταίος ήχος.
Τρεις λέξεις.
Όχι στίχοι, όχι ποίημα.
Πέντε μονάχα συλλαβές.
Αργοειπωμένες. Αχνές.
Δεν άστραψαν στον ήλιο.
Δεν βρόντηξαν σαν κεραυνός.
Ίσα που ακούστηκαν.

Θα είμαι εδώ.
Μέσα σε θάλασσες με λόγια.
Εκείνες κράτησα.
Τις άκουσα στον ύπνο μου.
Και βγήκαν απ'τα χείλη μου ξανά και ξανά.
Λες και τις ζούσα. Κάθε μέρα.
Κάθε λεπτό που έλειπες.

Θα είμαι εδώ.
Είπες.
Έχω από τότε να σε δω.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Κι ήσουν το τίποτα

Δεν ξέρω αν μ'άφησες να πέσω ή ,άθελά σου, μ' έσπρωξες.
Δεν είδα χέρι.Δεν άκουσα φωνή.
Βρέθηκα μετέωρη πάνω απ'τον κόσμο.
Πάνω από γκρίζες πόλεις και λευκά ψέματα.
Είδα ανθρώπους να γελάνε με το τίποτα.
Κι άλλους να κλαίνε, να φωνάζουν ,να πονάνε για ένα τίποτα.
Ήταν ψηλά.Και τρόμαξα.
Φοβήθηκα μη χάσω το δικό μου τίποτα, για ένα τίποτα.
Και τότε ένα χέρι σ'άρπαξε.
Σε κράτησε γερά , σφιχτά, απεγνωσμένα.
Ήταν χέρι δικό μου.
Δεν έπεφτα. Έπεφτες.
Δε μ' έσπρωξες, μ'άφησες.
Ήσουν εσύ το μετέωρο σώμα.
Κι ήταν ο φόβος μου πάνω απ'τον κόσμο.
Δεν έπρεπε να φύγεις.
Δεν είχε έρθει η ώρα.
Ήσουν τα πάντα κι ήσουν το τίποτα.
Δικό μου τίποτα.
Σε κράτησα σφιχτά για να σε νιώσω.
Σε κοίταξα επίμονα για να σιγουρευτώ.
Ότι ήσουν εκεί.
Οι άνθρωποι γελάνε με το τίποτα.
Κι ήσουν το τίποτα.
Δικό μου τίποτα.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Ήμουν εγώ κι εσύ

Δεν ήταν λέξεις σκόρπιες σε χαρτί.
Ούτε άδειες από νόημα σοφίες..
Δεν ήταν απόσταση αυτό που θα μας ένωνε.
Ούτε και μοίρα, ριζικό ή πεπρωμένο.
Απλά σε βρήκα.
Ήσουν εκεί, στο ηλιοβασίλεμα.
Να κοιτάς τα όνειρα να δύουν.
Και να 'χεις λησμονήσει ,πια, γιατί τα έκανες.
Ήσουν εκεί.
Και δεν κρατούσες κόκκινο μπαλόνι.
Ούτε φορούσες χρυσαφιά κορδέλα.
Δεν ήσουν ήρωας ταινίας.
Ούτε παραμυθένιο,πλάσμα, άτρωτο.
Ήσουν μια αγκαλιά.
Μα ήσουν άδεια.
Ήμουν κι εγώ λίγο πιο κει.
Έβλεπα όνειρα ν' ανατέλλουν.
Δεν ήξερα πως ήτανε δικά σου.
Κι όταν σε βρήκα έμοιαζες χαμένη.
Δεν ήθελες πολύ , μα ακολούθησες.
Και φτάσαμε μαζί λίγο πιο πέρα.
Σου είπα "Κοίτα ,τα όνειρα γεννιούνται".
Τρόμαξες.
Εσύ τα είδες να πεθαίνουν.
Θα ορκιζόσουν πως τα είδες.
Σου γέλασα.
Σου είπα "Πέθαναν.Μα γύρισαν καινούργια".
Μου γέλασες.
Ήμουν εγώ κι εσύ.
Εκεί που τα όνειρα ανατέλλουν.

 Στην Asp

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Ξύπνησα

Δεν άκουσα να λέει ούτε λέξη.
Ένα ρεύμα με χαστούκισε με δύναμη.
Δε θέλησα ακόμη να ξυπνήσω.
Ο βρόντος αντηχεί στο δωμάτιο.
Σα να μου θυμίζει αυτό που φοβήθηκα.
Δεν είναι βρόντος πια , μα είναι γέλιο.
Σαρκαστικό και εκκωφαντικό σαν την τελευταία μας σιωπή.
Δεν ήταν πόρτα αυτό που έκλεισε.
Ήταν η εποχή μας.
Το εμείς που έσπασε και γέμισε το πάτωμα γυαλιά.
Δεν είπε ούτε λέξη.
Δεν είπα ούτε λέξη.
Και το δωμάτιο χορεύει στον καπνό.
Και καταπίνει αλκοόλ μες το χορό του.
Και φωνάζει όλα αυτά που έκρυψα πίσω απ'τα βλέφαρα.
Κάθε τί που πίστεψα πως δε συνέβη.
Μα εκείνο κραυγάζει, τ'αυτιά μου πονάνε.
Δεν είναι κανείς εδώ.
Άδειο το δωμάτιο που φωνάζει.
Άδειο το μέσα μου.
Άδεια η φωνή μου.
Δεν άκουσα να λέει ούτε λέξη.
Ένα ρεύμα με χαστούκισε με δύναμη.
Ξύπνησα.
Ο βρόντος αντηχεί στο δωμάτιο.
Έφυγε.
Δεν είναι γέλιο πια, μα είναι σιωπή.
Δεν άκουσα να λέει ούτε λέξη.
                 

  ,στον V.V. 

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Τέλος Εποχής

Ήρθε το τέλος εποχής και ξεπουλήσαμε.
Απόμειναν στα ράφια κούφιες συσκευασίες.
Που κλείσανε στις δόξες μας τα όνειρα.
Και τώρα στέκουν άδειες,γερασμένες.

Ήρθε το τέλος εποχής μα εσύ επέμενες.
Πως θα κρατήσουνε για πάντα τα τραγούδια.
Είπες του τότε ,θα αντηχούν, τις ομορφιές.
Μα εγώ ακούω μονάχα τη σιωπή τους.

Ήρθε το τέλος εποχής κι άλλη ξεκίνησε.
Και έκλεισε τον πόνο στο ντουλάπι.
Μα όσες υποσχέσεις κι αν μου έδωσε.
Κάθε εποχή χωρίς εσένα με τρομάζει.

Ήρθε το τέλος εποχής μα εγώ δεν ξέχασα.
Σε κράτησα στις πρώτες μας κουβέντες.
Τα βράδια ονειρεύτηκα του φόβους σου.
Και φύσηξα τα εμπόδια να ρίξω.

Κι εσύ εκεί.
Να περπατάς.
Τα βήματα σου σταθερά.
Να μεγαλώνουν ένα ένα την απόσταση.
Κι εγώ εδώ.
Να εκλιπαρώ.
Και να ελπίζω για κάθε επόμενο βήμα.
Πως θα ναι αυτό του γυρισμού.

Ήρθε το τέλος εποχής, μα πες μου, σ'έχασα;

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Εδώ είμαι.Μίλα μου.Αντέχεις;

Ξύπνησε ελπίζοντας πως έχει πια ξεχάσει.
Ανέπνευσε.Ξανά και ξανά.
Αέρας πάγωσε τα σκονισμένα σωθικά.
Το παράθυρο μισάνοιχτο από χθες.
Κι απ'έξω τρύπωσε βουή και χάος.
Λίγες ανάσες πέρασαν.
Όλα φωτίστηκαν στους κύκλους του καπνού.
Είναι εκεί.Όλα εκεί.
Όπως τα άφησε πριν σβήσει η αλήθεια.
Εκεί τα στοίβαξε η αυγή εξαντλημένη.
Εκεί,χορεύουν κι ανασαίνουν τον καπνό.
Ήλπιζε να καούν στο φως τη μέρας.
Μα είναι εκεί.
Φωνές και κόσμος.Κίνηση.
Όλα προχώρησαν κι εσύ δε λες να ξεκινήσεις.
Ξύπνα.Οι άνθρωποι μιλάνε.
Πηγαίνουν ,έρχονται.
Αγαπάνε.
Ξύπνα,άνθρωποι σε κοιτάνε.
Εκείνοι τρέχουν,κατακτούν.
Αποτυγχάνουν.
Κι εσύ που διάλεξες τί θέλεις για να ζήσεις;
Κοιμάσαι και ελπίζεις να ξεχάσεις.
Ξυπνάς και πάλι εκεί είναι όλα.
Εκεί είναι όλοι.
Σε πνίγουν οι  δικοί σου δαίμονες.
Κι εσύ τους πολεμάς φυσώντας τους ζωή.
Τη δική σου ζωή.
Κοίτα.Οι άνθρωποι γέρασαν.
Κι εσύ;
Ακόμα εκείνους πολεμάς;
Εκείνους που δεν άντεξαν το τέρας που 'χεις γίνει;
Εκείνοι έφυγαν, εσύ αντέχεις;
Αντέχεις όσους  προσπερνάνε την αλήθεια σου;
Αντέχεις τη ζωή ,που χάνεται πιο πίσω απ'τον καπνό σου;
Οι άνθρωποι αντέξανε.
Εσύ;
Αντέχεις;
Το βάρος το αβάσταχτο στην πλάτη;
Αντέχεις;
Τη φωνή σου ν'ακούς για παρέα;
Εσένα;
Εσένα σε αντέχεις;
Με σένα ξέμεινες. Εσένα έχεις.
Εσένα να πονάς.Εσένα να υπομένεις.
Οι άνθρωποι μου μίλησαν.
Εσύ; Θα κάνεις πίσω;
Εδώ είμαι.Μίλα μου.
Αντέχεις;
Εμένα και εσένα μας αντέχεις;
Έφυγα εγώ και πες μου πάλι.
Τη μοναξιά σου την αντέχεις;